Αγορά εργασίας: Χάνει θέσεις η Ελλάδα στα «ταλέντα»

Αγορά εργασίας: Χάνει θέσεις η Ελλάδα στα «ταλέντα»
Photo: pixabay.com

Από το σύνολο 132 χωρών, στην ανταγωνιστικότητα ταλέντων η Ελλάδα καταλαμβάνει την 47η από την 44η θέση. Πρώτη στην κατάταξη έρχεται η Ελβετία, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σιγκαπούρη να τις ακολουθούν.

Σύμφωνα με βασικά ευρήματα της φετινής έκθεσης του Παγκόσμιου Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντου (GTCI) που πραγματοποιείται από το INSEAD σε συνεργασία με την Adecco Group και τη Google, η εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) ενισχύει το ψηφιακό χάσμα, προσφέροντας στις χώρες υψηλού εισοδήματος ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα στην εύρεση ταλέντων.

Η Ελλάδα φέτος (2020) τοποθετείται στην 47η θέση του Δείκτη GTCI. Αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι στον περσινό Δείκτη είχαν συμπεριληφθεί 125 χώρες, ενώ φέτος οι χώρες που συμμετείχαν έφτασαν τις 132. Στην έρευνα, η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και έχει χαρακτηριστεί ως χώρα Υψηλού Εισοδήματος. Στην γεωγραφική περιφέρεια της Ευρώπης, η Ελλάδα ανέρχεται 26η από τις 38 χώρες που εξετάσθηκαν στην έρευνα, ενώ στην κατηγορία χωρών υψηλού εισοδήματος, η Ελλάδα κατατάσσεται 42η.

Η ομάδα ανταγωνιστών της Ελλάδας στην έρευνα GTCI ορίστηκε ως αυτή που συμπεριέλαβε χώρες υψηλού εισοδήματος της Ευρώπης. Συνολικά, η εν λόγω ομάδα αποτελείται από 25 χώρες. Τόσο η βαθμολογία GTCI της Ελλάδας όσο όμως και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα των Ευρωπαϊκών χωρών. Έτσι, ο βαθμός ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας σε σχέση με την εύρεση ταλέντων, είναι αναμενόμενος δεδομένου του επιπέδου του εισοδήματος της χώρας.

Βασικά συμπεράσματα της έκθεσης GTCI

Τα αποτελέσματα της φετινής έκθεσης GTCI αποδεικνύουν ότι οι δεξιότητες στην Τεχνητή Νοημοσύνη είναι σπάνιες και άνισα κατανεμημένες τόσο ανάμεσα στους επιχειρηματικούς κλάδους όσο και στις χώρες.

Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυση της έκθεσης με τις σωστές πολιτικές και προσεγγίσεις, η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες στις αναδυόμενες αγορές, ώστε να προοδεύσουν στην ανταγωνιστικότητα των ταλέντων και να γίνουν «διεθνείς κόμβοι» για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης. Οι εν λόγω τεχνολογίες θα μπορούσαν επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην επίλυση φαινομενικά παγκόσμιων προκλήσεων όπως η φτώχεια, οι ενδημικές ασθένειες, η αλλαγή του κλίματος και η τρομοκρατία.

Η φετινή έκθεση GTCI εξετάζει το πώς η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, όχι μόνο αλλάζει τη φύση της εργασίας αλλά και το πώς οδηγεί στην επαναξιολόγηση των πρακτικών στον χώρο εργασίας, των εταιρικών δομών και των οικοσυστημάτων καινοτομίας. Καθώς οι μηχανές και οι αλγόριθμοι συνεχίζουν να απορροφούν μια πληθώρα αρμοδιοτήτων και σχεδόν όλες οι θέσεις εργασίας επαναπροσδιορίζονται, το ταλέντο πρέπει να προσαρμοστεί αλλά και να αποτυπώσει την αξία του μέσα από αυτή τη μετασχηματιστική τεχνολογία.

Αυτές οι αλλαγές και άλλες επιρροές της Τεχνητής Νοημοσύνης, συμπεριλαμβανομένων των νέων ευκαιριών και προκλήσεων, καλύπτονται σε συγκεκριμένα κεφάλαια της έκθεσης.

Στρατηγικές για την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε όλα τα μέρη του κόσμου, με τις ΗΠΑ να πρωτοστατούν με την προσέγγιση του laissez-faire και την Κίνα να ανησυχεί περισσότερο για τους τρόπους με τους οποίους η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να επηρεάσει τις υφιστάμενες πολιτικές και οικονομικές σχέσεις. Η Ευρώπη υιοθετεί μια πιο επιφυλακτική στάση, με έμφαση στην προστασία των πολιτών, και στην υπεύθυνη διαχείριση της τεχνολογίας.

Όμως, οι στρατηγικές δεξιοτήτων της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν είναι αποκλειστικά θέμα κυρίαρχων κρατών. Μεγάλες εταιρείες όπως η Google, η Amazon, η Alibaba και η Tencent ακολουθούν τις δικές τους στρατηγικές προσέλκυσης ταλέντων. Επίσης, μεμονωμένες πόλεις δοκιμάζουν ολοένα και περισσότερο τα νέα εργαλεία που βασίζονται στην Τεχνητή Νοημοσύνη, όπως η αναγνώριση προσώπου και η τηλεπαρακολούθηση.

Ο Alain Dehaze, Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Adecco, δήλωσε: “Ο ανθρώπινος ρόλος στον κόσμο της εργασίας ενισχύεται από την τεχνολογία και δεν υποκαθίσταται από αυτήν. Στην Adecco Group βλέπουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη να δημιουργεί ήδη τεράστιες ευκαιρίες, ανοίγοντας πολλές νέες θέσεις εργασίας, ακόμα και θέσεις που δεν υπάρχουν ακόμη, αλλά αναμένεται να είναι απαραίτητοι στα επόμενα χρόνια. Για να αναπτυχθούν επαγγελματικά οι εργαζόμενοι μέσα σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι νέες δεξιότητες και ικανότητες είναι ζωτικής σημασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι οργανισμοί και οι πολιτεία πρέπει να επικεντρωθούν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων και στην επανακατάρτιση, για να βοηθήσουν το σημερινό ανθρώπινο δυναμικό να είναι έτοιμο για τις ευκαιρίες που θα φέρει το μέλλον».

Ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, Επικεφαλής του Cluster Ελλάδας – Βουλγαρίας του Ομίλου Adecco, δήλωσε σχετικά: «Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 47η θέση του Δείκτη GTCI για το 2019, σε δείγμα 132 χωρών. Παρουσιάζει σχετικά καλές επιδόσεις στον πυλώνα της «Διατήρησης», γεγονός που σχετίζεται κυρίως με ολοένα και περισσότερη σταθεροποίηση της Ελληνικής οικονομίας. Για άλλη μια χρονιά, η χειρότερη επίδοση της χώρας αφορά στην ενεργοποίηση και την προσέλκυση ταλέντων, μια βαθμολογία που επηρεάζεται σημαντικά από την περιορισμένη εξωστρέφεια της χώρας συγκριτικά με τις χώρες που ανήκουν στις ομάδες των ανταγωνιστών μας».

Οι κορυφαίες χώρες και πόλεις του GTCI 2020

Στο άλλο άκρο της κλίμακας, η Υεμένη έρχεται τελευταία, στην 132η θέση κάτω από αφρικανικές χώρες όπως η Αγκόλα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και το Μπουρούντι.

Πρώτη πόλη με την υψηλότερη βαθμολογία στην προσέλκυση ταλέντων είναι η Νέα Υόρκη, ακολουθεί 2ο το Λονδίνο και 3η η Σιγκαπούρη. Την δεκάδα συμπληρώνουν τρεις πόλεις των ΗΠΑ – Σαν Φρανσίσκο (4η), Βοστώνη (5η) και Λος Άντζελες (9η) δύο από την Ευρώπη – Παρίσι, (7η) και Μόναχο (10η) και δύο από την Ανατολική Ασία – το Χονγκ Κονγκ (6ο) και το Τόκιο (8η).

Μακροπρόθεσμες τάσεις

Όπως και στην περσινή έκθεση, η έκδοση του 2020 περιλαμβάνει μια διαχρονική ανάλυση της ανταγωνιστικότητας των χωρών με βάση τα αποτελέσματα όλων των εκδόσεων του GTCI από το 2013. Αυτή η ανάλυση περιλαμβάνει μόνο τις 88 χώρες που είχαν συμπεριληφθεί εξ αρχής στον Δείκτη GTCI. Αυτός ο μακροπρόθεσμος έλεγχος καθιστά ευκολότερο να εντοπίζονται οι γενικές τάσεις των χωρών που μπορεί να χάνονται στις ετήσιες αναλύσεις καθώς κάθε χρόνο η λίστα συμπεριλαμβάνει και περισσότερες χώρες.

Σε σχέση με τον περσινό Δείκτη η θέση της Ελλάδας φαινομενικά έχει πέσει (από 44 – 47), όμως πρέπει να αναφερθεί πως δεδομένου ότι ο αριθμός των χωρών που περιλαμβάνονται στον GTCI αλλάζει κάθε χρόνο, η πτώση αυτή δεν αντικατοπτρίζει κάποια επιδείνωση στην κατάσταση της χώρας. Θα ήταν λοιπόν λάθος να συγκρίνουμε τη γενική θέση στην κατάταξη της χώρας σε σχέση με το περασμένο έτος. Η εξέλιξη της χώρας όμως μπορεί να φανεί στον πίνακα της σελίδας 17 του Δείκτη. Εκεί βλέπουμε την Ελλάδα από τη θέση 42 που κατείχε κατά μέσο όρο στα έτη 2015-2017 να έχει μετατοπιστεί ελαφρώς υψηλότερα στη θέση 40, στα έτη 2018-2019.

Το κύριο εύρημα από την φετινή αυτή ανάλυση είναι το σημαντικό χάσμα που χωρίζει τις πρωταθλήτριες χώρες από την υπόλοιπη παγκόσμια κοινότητα. Το χάσμα αυτό φαίνεται να αυξάνεται σε χώρες υψηλού εισοδήματος βελτιώνοντας τα αποτελέσματά τους κατά τη διάρκεια των ετών, ενώ το αντίθετο φαίνεται να ισχύει για τα περισσότερα έθνη με χαμηλότερο εισόδημα.

Ενδιαφέρουσα εξαίρεση στο μοτίβο αυτό αποτελούν κάποιες χώρες χαμηλού εισοδήματος όπως η Ινδονησία, χώρα με χαμηλότερο μεσαίο εισόδημα, η οποία έχει ανέλθει κατά 20 θέσεις στην κατάταξη από το 2015 φτάνοντας στην 58η θέση. Δύο άλλες χώρες κατώτερου μέσου εισοδήματος με αξιοσημείωτη πρόοδο είναι η Γκάνα, η οποία κινήθηκε από τη θέση 83 στην θέση 74 και η Ινδία, η οποία βελτίωσε τη θέση της κατά 10 μονάδες και έφτασε στη θέση 66. Η ανάλυση έδειξε ότι ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας, της Κόστα Ρίκα και της Μαλαισίας, δύναται να γίνουν πρωταθλητές ταλέντων στις αντίστοιχες γεωγραφικές περιφέρεις τους.