Ακρίβεια: Πλώρη για διψήφιο νούμερο βάζει ο πληθωρισμός

Ακρίβεια: Πλώρη για διψήφιο νούμερο βάζει ο πληθωρισμός
Από το Μάη και μετά ξεκινά το βαρύ “καλεντάρι” πληρωμών που σε συνδυασμό με το συνεχιζόμενο ράλι ακρίβειας οδηγεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε αδιέξοδο.

Γιώργος Αλεξάκης

Σε απόγνωση βρίσκονται νοικοκυριά, επαγγελματίες κι επιχειρήσεις από το πολλαπλό “χτύπημα” που επιφέρει η ακρίβεια σε οικογενειακούς προϋπολογισμούς, κόστη παραγωγής και βέβαια κερδοφορίες. Πλέον η βιωσιμότητα είναι το μεγάλο στοίχημα για πολλούς, καθώς, ως φαίνεται, το κύμα ανατιμήσεων δεν έχει τέλος και βέβαια σαρώνει στο διάβα του ό,τι κρατήθηκε όρθιο τα χρόνια των μνημονίων αλλά και της πανδημίας.

Ενεργειακό ράλι, εκτίναξη των κοστολογίων μεταφοράς προϊόντων, λόγω και των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, πόλεμος στην Ουκρανία, άνοδος των πρώτων υλών, υπερβάλλουσα ρευστότητα από τα προγράμματα των κεντρικών τραπεζών, μεταπανδημική ανάκαμψη της ζήτησης είναι οι βασικές αιτίες της πίεσης που καταγράφεται στις τιμές. Βασικότερη όλων βέβαια η ενέργεια που ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα με σημαντική εξάρτηση από το φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή και με μια “ρηχή” και ”ανώριμη” αγορά αντιμετωπίζει ζωτικό πρόβλημα.

Το φυσικό αέριο

Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με άλλα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Eurostat, ημέση τιμή της κιλοβατώρας φυσικού αερίου – για κατανάλωση από 20 GJ έως 200 GJ – στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2021 στα 0,1014 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,0517 ευρώ στο αντίστοιχο εξάμηνο του 2020, καταγράφηκε δηλαδή μία αύξηση 96% σε ετήσια βάση.

Στην ΕΕ, η τιμή της κιλοβατώρας αυξήθηκε στα 0,078 ευρώ από 0,070 ευρώ, αντίστοιχα, σημειώνοντας αύξηση μόνο 11%.

Όπως αναφέρεται η διαφορά αυτή ερμηνεύεται από το ότι η χρέωσή του καθορίζεται με συμβόλαια που επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από τις τιμές στην ευρωπαϊκή χρηματιστηριακή αγορά (TTF). Αντίθετα, στην Ελλάδα η πληρωμή του αερίου γίνεται κυρίως με βάση τις τιμές TTF, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν από πέρυσι το Φθινόπωρο, προκαλώντας πολύ μεγαλύτερη αύξηση των τιμών για τους καταναλωτές.

Οσον αφορά στο ρεύμα, η μέση τιμή της κιλοβατώρας – για μία κατανάλωση από 2.500 έως 5.000 kw- αυξήθηκε στην Ελλάδα το δεύτερο εξάμηνο του 2021 στα 0,1974 ευρώ από 0,1641 ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του 2020, δηλαδή κατά 20%.

Από την άλλη πλευρά, στην ΕΕ αυξήθηκε από 0,213 ευρώ στα 0,237 ευρώ, δηλαδή μόνο κατά 11%. Ωστόσο, παρά τη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών στην Ελλάδα, αυτές παρέμειναν χαμηλότερες από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Να σημειωθεί, βέβαια, ότι για τον τρέχοντα μήνα αναμένονται ιδιαίτερα “φορτωμένοι” οι λογαριασμοί καθώς τώρα τιμολογείται η λιανική με βάση τις υψηλές τιμές που είχε η χονδρική το Μάιο. Παράλληλα αναμένεται να ολοκληρωθούν και οι εκκαθαρίσεις σε όσους δεν τις είχαν λάβει ενώ βέβαια έρχονται και τιμολογήσεις για το φυσικό αέριο για τον “όψιμο” χειμώνα που είχαμε φέτος.

Ανατιμήσεις

Μαζί με την ενέργεια “χτύπημα” επιφέρει και η άνοδος των τιμών σε βασικά είδη. Το τρίμηνο πριν το Πάσχα καταγράφηκαν μια σειρά ανατιμήσεις στο “ράφι”, που παράγοντες της αγοράς τις προσδιορίζουν μεσοσταθμικά από 5% έως 10%. Παράλληλα όπως φαίνεται και από τις οικονομικές εκθέσεις μεγάλων εταιρειών, σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει άνοδος στην αξία πωλήσεων και όχι σε όγκους (λόγω του ότι πωλούνται σε πιο ακριβές τιμές προϊόντα).

Οι “μεγάλοι” άλλωστε, σταδιακά, με τρόπο που να μην “τρομάζουν” οι καταναλωτές περνούν αυξήσεις σε προϊόντα, ήδη, από την αρχή του χρόνου και βέβαια δρομολογούν και άλλες, καθώς, όπως τονίζεται από στελέχη εταιρειών, είναι μονόδρομος ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των οικονομικών τους. Βέβαια οι αποφάσεις δεν είναι εύκολες μια και ο βασικός στόχος είναι να κρατηθεί όσο γίνεται η ζήτηση και να μην υπαρχει μια ανέλπιστη καταβαράθρωση των τζίρων.

“Εισαγόμενος πληθωρισμός”

Οι πιέσεις άλλωστε σε μια σειρά από είδη είναι ήδη αποτυπωμένες στο δείκτη του αποκαλούμενου εισαγόμενου πληθωρισμού, που καταγράφει τις τιμές των εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων, συχνά βασικών για την εγχώρια παραγωγή. Έτσι, ο Γενικός Δείκτης Τιμών Εισαγωγών τον περασμένο Φεβρουάριο αυξήθηκε κατά 27,2% σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2021, έναντι αύξησης 6,3% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων δεικτών το 2021 με το 2020.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση αυτή στον λεγόμενο «εισαγόμενο πληθωρισμό» οφείλεται:

-Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός ευρωζώνης κατά 39,3%, και

-Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες ευρωζώνης κατά 6,3%.

Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 2,7% τον Φεβρουάριο 2022 σε σύγκριση με τον δείκτη του Ιανουαρίου 2022, έναντι αύξησης 6,5% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021.

Σε ετήσια βάση (Φεβρουάριος 2021- Φεβρουάριος 2022) οι μεγαλύτερες αυξήσεις στα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα καταγράφηκαν: στο αργό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο 61,8%, οπτάνθρακα και προϊόντα διύλισης 61,1%, βασικά μέταλλα 28,9%, ηλεκτρονικοί υπολογιστές 14,3%, χαρτοποιία 10,8%, βιομηχανία ξύλου 10,4%, χημικές ουσίες 9,6% και βιομηχανία τροφίμων 6,2%. Από μήνα σε μήνα (Ιανουάριος 2022- Φεβρουάριος 2022), οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν: προϊόντα διύλισης 10,6%, έπιπλα 4,3%, στην άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου 3,1% και στη χαρτοποιία 2,8%.

Διαβάστε τη συνέχεια στο news247.gr