Ένας Σλοβάκος ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στην Τσεχία

Ένας Σλοβάκος ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στην Τσεχία

Δυο ημέρες πριν τις πρόωρες εκλογές, ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας και πολιτικός Αντρέι Μπάμπιτς, υπόσχεται ανατροπή στις κάλπες.

Ο Αντρέι Μπάμπιτς έχει κάνει πολλούς στην Τσεχία να χάσουν τον ύπνο τους.

Αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας με προσωπική περιουσία 2 δισ. δολάρια, είναι ο δεύτερος πλουσιότερος στην χώρα. Πάνω στο επαγγελματικό του προφίλ, έκτισε μέσα σε δυο χρόνια μια φιλόδοξη πολιτική καριέρα, αιφνιδίασε το κατεστημένο, ιδρύοντας το κόμμα «ΑΝΟ 2011» (δηλαδή Δράση Δυσαρεστημένων Πολιτών) και στις εκλογές της Παρασκευής απειλεί με ανατροπές.

Ο Μπάμπιτς δεν είναι καν «παιδί» της Τσεχίας. Γεννήθηκε στη Μπρατισλάβα της Σλοβακίας. Ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης και μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος της ενωμένης Τσεχοσλοβακίας. Στη Μπρατισλάβα πήγε σχολείο. Εκεί σπούδασε κι από εκεί αποσπάσθηκε στο Μαρόκο, ως εργαζόμενος στην κρατική εταιρεία Petrimex. Επέστρεψε στην Τσεχοσλοβακία μετά την «Βελούδινη Επανάσταση» και με τη διάλυση της, εγκαταστάθηκε στην Τσεχία.

Διαβάστε ακόμη: Λουξεμβούργο: Νίκη του Γιούνκερ στις εκλογές της Κυριακής

Η πτώση του κομμουνισμού πριν από 24 χρόνια του έδωσε την ευκαιρία να κτίσει την αυτοκρατορία του πάνω στα συντρίμμια της κρατικής μηχανής. Ίδρυσε το 1994 την εταιρεία Agrofert -που δραστηριοποιείται στο αγροτικό τομέα, στα χημικά και τα τρόφιμα- με κεφάλαιο μόλις 5.000 δολάρια. Σταδιακά, με τη στήριξη της τράπεζας Citibank, την ανέδειξε ως την τέταρτη μεγαλύτερη επιχείριση τροφίμων και αγροτικών και χημικών προϊόντων στην χώρα, αξίας 11 δισ. δολαρίων, με περίπου 230 θυγατρικές σε πολλές χώρες, πάνω από 30.000 υπαλλήλους και τον Μπάμπιτς να παραμένει όλα αυτά τα χρόνια διευθύνων σύμβουλος και μοναδικός ιδιοκτήτης της.

Μετά το πρόσφατο σκάνδαλο κατασκοπίας και δωροδοκίας που έριξε τον Ιούνιο την κυβέρνηση του Πετρ Νέτσας, ο Μπάμπιτς είδε την χρυσή ευκαιρία να παίξει κεντρικό ρόλο και στην πολιτική σκηνή της Τσεχίας. Είχε ήδη προετοιμάσει το έδαφος, όταν ίδρυσε τη Δράση των Δυσαρεστημένων Πολιτών (ΑΝΟ) το 2011, που μεταμόρφωσε στη συνέχεια σε πολιτικό κίνημα. Και τον περασμένο Ιούλιο, σχεδόν τρεις μήνες πριν τις εκλογές, αγόρασε από τον Γερμανικό όμιλο Rheinisch-Bergische Verlagsgesellschaft, την εταιρία Mafra, που εκδίδει δυο από τις πλέον δημοφιλείς ημερήσιες εφημερίδες στην Τσεχία, την Lidové Νoviny και την Mladá Fronta Dnes.

Διαβάστε ακόμη: ΗΠΑ: «Συλλέγουμε πληροφορίες όπως κάνουν όλοι»

Ορισμένοι δημοσιογράφοι των εφημερίδων παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενώ μερίδα του Τύπου άρχισε να προειδοποιεί ότι η Τσεχία στο πρόσωπο του Μπάμπιτς, αποκτά τον δικό της Μπερλουσκόνι. Ο ίδιος επιμένει ότι δεν πρόκειται να ασκήσει «πιέσεις» για το περιεχόμενο των εφημερίδων του κι ότι σκοπεύει να υιοθετήσει ένα κώδικα δεοντολογίας για την ανεξάρτητη λειτουργία τους.

Όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες, έτσι και στην Τσεχία, οι πλούσιοι και ισχυροί πάντα έλκονταν από τον Τύπο. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών για παράδειγμα, Κάρελ Σβαρτσενμπεργκ, κατείχε στο παρελθόν μερίδιο σε εβδομαδιαίο περιοδικό ενώ ο δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας του άνθρακα, Ζντένεκ Μπάκαλα, είναι ιδιοκτήτης δυο εβδομαδιαίων περιοδικών οικονομικού και πολιτικού περιεχομένου και μιας ημερήσιας εφημερίδας. Αλλά ο Μπάμπιτς ήταν που έσπειρε την ανησυχία στο κατεστημένο, αφού είναι εδώ και χρόνια ιδιοκτήτης μιας μικρότερης κυκλοφορίας εφημερίδας, που πάντα γράφει τα καλύτερα γι’ αυτόν και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

Διαβάστε ακόμη: Η ατάλαντη Μέρκελ και τα μαθήματα πιάνου και φλάουτου

Λίγοι, ωστόσο, πιστεύουν πραγματικά ότι θα μετατρέψει τις δυο νέες εφημερίδες του σε όργανα προπαγάνδας υπέρ του κινήματος του, αφού έτσι κι αλλιώς δεν του είναι απαραίτητο. Όπως επεσήμανε κι ένας αξιωματούχος του Κοινοβουλίου «το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να δυσφημεί τα κόμματα του κατεστημένου». Και προς το παρόν, λόγω των πολλαπλών σκανδάλων, το έδαφος είναι πρόσφορο για μια τέτοια στρατηγική στην Τσεχία. «Έχουμε μια ψευτοδημοκρατία», υποστηρίζει ο ίδιος, «στο πλαίσιο της οποίας μπορεί κανείς να πάει στις κάλπες κάθε τέσσερα χρόνια και να διαλέξει τέσσερα ονόματα από μια λίστα υποψηφίων. Και αυτό είναι. Μετά τις εκλογές οι πολιτικοί εξαφανίζονται και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ο εαυτός τους».

Με τον καυστικό του λόγο, την χαρισματική του προσωπικότητα και τη φλογερή ρητορική του κατά του συστήματος και της διαφθοράς, ο 59χρονος Μπάμπιτς ετοιμάζεται στις εκλογές της Παρασκευής να εισβάλει δυναμικά στην πολιτική σκηνή. Οι δημοσκοπήσεις, από το «πουθενά» που ήταν, του δίνουν τώρα τη δεύτερη θέση, με ποσοστά που κυμαίνονται από 12% έως 16% και το κόμμα του να ακολουθεί τους Σοσιαλδημοκράτες, που καταγράφουν ποσοστά από 23% έως 28% και να προηγείται των Κομμουνιστών, που έρχονται τρίτοι με περίπου 13%.

Διαβάστε ακόμη: Ρίχνουν τους τόνους ΗΠΑ και Γαλλία για την NSA

Η συζήτηση που έχει ανοίξει τώρα είναι εάν η εκτόξευση του ΑΝΟ στις πρώτες θέσεις, θα ανοίξει το δρόμο για την επιστροφή των Κομμουνιστών στην εξουσία. «Η δυναμική του ευνοεί το Κομμουνιστικό Κόμμα», εκτιμά ο αναλυτής Οτίλια Νταντ της Teneo Intelligence, «αναδεικνύοντας το ως το μοναδικό αξιόπιστο πιθανό εταίρο των Σοσιαλδημοκρατών». Έτσι, με τα δεξιά κόμματα να βουλιάζουν, θα ανοίξει πιθανώς ο δρόμος για την επιστροφή του ΚΚ στην εξουσία, 24 χρόνια μετά την πτώση του στην διάρκεια της Βελούδινης Επανάστασης.

Ο Μπάμπιτς λοιπόν θα είναι το κλειδί των εξελίξεων. Ο μεγιστάνας έχει προσπαθήσει να παρουσιάσει τον εαυτό του ως «άνθρωπο του λαού» παρά τον πλούτο του, λέει πως «θέλει να καθαρίσει την πολιτική σκηνή» από «τις μετριότητες που έγιναν πολιτικοί γιατί δεν μπορούσαν να βρουν αλλού δουλειά» και το πρόγραμμα του περιλαμβάνει μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, μείωση του ΦΠΑ και των φόρων και βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Η προεκλογική περίοδος συνέπεσε και μια δικαστική του διαμάχη, γύρω από τις πληροφορίες για το πιθανό «σκοτεινό» παρελθόν του. Σύμφωνα με την εφημερίδα Sme της Σλοβακίας, ο Μπάμπιτς κατασκόπευε τους συμπατριώτες του για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών του Κομμουνιστικού καθεστώτος, της StB, από την οποία είχε στρατολογηθεί, αρχικά ως πληροφοριοδότης και στη συνέχεια ως πράκτορας, με την κωδική ονομασία Bures από το 1980 έως το 1985. Ο ίδιος τα αρνείται όλα μετά βδελυγμίας, υποστηρίζει ότι είναι προπαγάνδα εναντίον του εν όψη των εκλογών και κατέθεσε μήνυση στα δικαστήρια κατά της εφημερίδας και του Ινστιτούτου Εθνικής Μνήμης που έχει αναλάβει τη φύλαξη των αρχείων της StB. Η δίκη αναβλήθηκε για τις αρχές του χρόνου.