Γιατί οι κεντρικές τράπεζες όλου του κόσμου ξεφορτώνονται αμερικανικό χρέος

Γιατί οι κεντρικές τράπεζες όλου του κόσμου ξεφορτώνονται αμερικανικό χρέος
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Κίνα και Ιαπωνία βρίσκονται στην κορυφή μιας σειράς κρατών που απαλλάσσονται από το χρέος των ΗΠΑ αναζητώντας ρευστό.

Η Κίνα, μεγαλύτερη κάτοχος αμερικανικού χρέους στον κόσμο, πούλησε χρέος ύψους 18 δισ. δολαρίων το Δεκέμβριο που μας πέρασε.

Κι αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση. Η Ιαπωνία πούλησε αμερικανικό χρέος ύψους 22 δισ. δολαρίων, ενώ το περασμένο έτος αρκετές χώρες όπως οι Τουρκία, Μεξικό και Βέλγιο, προχώρησαν στην ίδια κίνηση.

Πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο υποφέρουν το τελευταίο διάστημα εξαιτίας της γενικευμένης οικονομικής επιβράδυνσης, αναγκάζοντας τις κεντρικές τους τράπεζες να προχωρήσουν σε παράτολμες κινήσεις.

Οι κεντρικές τράπεζες σε Σουηδία και Ιαπωνία ανακοίνωσαν ήδη την επιβολή αρνητικών επιτοκίων για να αναγκάσουν τις τράπεζες να δανείσουν περισσότερα χρήματα. Η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά ομόλογα των κρατών-μελών της ευρωζώνης, ενώ και η κεντρική τράπεζα της Κίνας προχωρά σε μεγάλες ενέσεις ρευστότητας στην εγχώρια οικονομία.

Για τις περισσότερες από τις κεντρικές τράπεζες, η πώληση αμερικανικού χρέους δημιουργεί την κατάλληλη ρευστότητα για να χρηματοδοτήσουν τις ασθμαίνουσες τοπικές τους οικονομίες.

Συνολικά το 2015 οι κεντρικές τράπεζες πούλησαν 225 δισ. δολάρια αμερικανικού χρέους, το μεγαλύτερο ποσό από το 1978. Μάλιστα στους 11 από τους 12 μήνες του έτους που πέρασε, η πώληση χρέους των ΗΠΑ ήταν αθροιστικά μεγαλύτερη από την αγορά του.

Τα νομίσματα καταρρέουν, και οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να κάνουν κάτι

Ένα αδύναμο νόμισμα επηρεάζει την οικονομία της χώρας του. Κι αυτό είδαν να συμβαίνει απότομα κράτη όπως η Ρωσία και η Βραζιλία, οι οποίες μαστίζονται από ύφεση και κατάρρευση της αξίας των νομισμάτων τους.

Μαζί με αρκετές ακόμη αναπτυσσόμενες οικονομίες, Ρωσία και Βραζιλία βλέπουν τους τελευταίους μήνες τις πρώτες ύλες όπως το πετρέλαιο, τα μέταλλα, κι άλλα βασικά αγαθά να καταρρέουν. Κι αυτό τις έχει τραυματίσει τόσο άσχημα, όπου δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αναζητήσουν άμεση ρευστότητα. Έτσι λοιπόν οι κεντρικές τους τράπεζες προσπαθούν να σταματήσουν τη εκροή ρευστότητας από όσους αναζητούν πιο ασφαλή καταφύγια για τα χρήματά τους, με το να ξεφορτώνονται ξένο χρέος για να ρίξουν χρήμα στην αγορά – αλλά με αμφίβολα μέχρι στιγμής αποτελέσματα.

Το 2015 η Κίνα ξόδεψε 500 δισ. δολάρια για να ενισχύσει το γουάν. Παρόλα αυτά, το επίπεδο του αμερικανικού χρέους που διαθέτει η χώρα παραμένει στα ίδια υψηλά επίπεδα.

Το ίδιο συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις άλλων χωρών που βρίσκονται αντιμέτωπες με τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις, γεγονός το οποίο δείχνει πως παρότι οι κεντρικές τράπεζες ξεφορτώνονται όσο αμερικανικό χρέος μπορούν, οι επενδυτές εξακολουθούν να δείχνουν σχεδόν το ίδιο ενδιαφέρον σε αυτό.

Αλλάζουν τα δεδομένα μιας δεκαετίας 

Οι αξίες των πρώτων υλών εκτοξεύτηκαν την περίοδο 2003-2013, κυρίως εξαιτίας της ασταμάτητης παραγωγής της Κίνας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει σε υπέρτατο βαθμό τις οικονομίες χωρών πλούσιων σε βασικά αγαθά, όπως τη Βραζιλία.

Οι συγκεκριμένες χώρες άδραξαν την ευκαιρία να αυξήσουν τα συναλλαγματικά αποθεματικά τους αγοράζοντας αμερικανικό χρέος, ενισχύοντας μια τάση την οποία ο πρώην επικεφαλής της Fed, Μπεν Μπερνάκι, ονόμασε «παγκόσμιο κατακλυσμό αποταμίευσης».

Έπειτα από τη διαρκή τροφοδότηση των συναλλαγματικών αποθεματικών, οι κεντρικές τράπεζες πήραν επιτέλους την απόφαση να πουλήσουν μέσα στο 2015. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, τα συνολικά συναλλαγματικά αποθεματικά το 2014 ήταν 12 τρισ. δολάρια, ενώ το 2015 έπεσαν στα 11,5 τρισ. δολάρια. Μάλιστα, το 2015 ήταν το χειρότερο έτος ανάπτυξης της Κίνας στα 25 τελευταία χρόνια. Η «πείνα» της για πρώτες ύλες μειώθηκε, και οι παγκόσμιες τιμές τους κατέρρευσαν.

Για το λόγο αυτό οι κεντρικές τράπεζες αναζητούν άμεσες λύσεις που θα αποτρέψουν τη μαζική κατάρρευση της αξίας των νομισμάτων τους, και η πώληση αμερικανικού χρέους θα μπορούσε να δώσει μια βραχυχρόνια απάντηση στο πρόβλημά τους, όπως εκτιμούν αναλυτές του χώρου.