Γιατί η Monsanto κερδίζει πάντα

Γιατί η Monsanto κερδίζει πάντα

Οι αντιδράσεις εναντίον της είναι πολλές, όμως βρίσκει συνεχώς τον τρόπο να αυξάνει τα έσοδά της.

του Νταν Μίτσελ 

Παρά το μέγεθός της, η Monsanto είναι ευέλικτη, και είναι σε θέση να αλλάξει άμεσα τον προγραμματισμό της, όταν είναι απαραίτητο. Οι διαδηλώσεις κατά των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων δεν είναι σε θέση να τη σταματήσουν.

Προσφάτως, οι ακτιβιστές αγωνίζονται για να αναγκάσουν τις εταιρείες τροφίμων να τοποθετούν ετικέτες προειδοποίησης για τα προϊόντα που περιέχουν γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ). Είτε κερδίσουν είτε χάσουν δε θα κάνει μεγάλη διαφορά, γιατί η Monsanto, η μεγαλύτερη εταιρεία σπόρων στον κόσμο, είναι ασταμάτητη.

Το γιατί το κίνημα κατά των ΓΤΟ  δεν έχει νόημα γίνεται άμεσα αντιληπτό αν κοιτάξει κανείς τα οικονομικά στοιχεία της Monsanto. Η εταιρεία την Τετάρτη ανακοίνωσε πτώση στα κέρδη σχεδόν 6% κατά το τρίτο τρίμηνο, αλλά η μετοχή της αυξήθηκε περισσότερο από 5%. Η εταιρεία, επίσης, ανακοίνωσε ότι θα επαναγοράσει μετοχές αξίας 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα επόμενα δύο χρόνια, και δήλωσε ότι αναμένει τουλάχιστον να διπλασιάσει τα κέρδη της από το 2019, χάρη σχεδόν εξ ολοκλήρου σε σπόρους και γονιδιωματικές δραστηριότητες.

Η Monsanto βγάζει χρήματα ασχέτως συνθηκών. Εάν η εμπορία σπόρων καλαμποκιού πάει άσχημα, όπως έγινε φέτος, αναπληρώνει τις ζημίες από την πώληση περισσότερων σπόρων σόγιας (πολλοί αγρότες έχουν την τάση να εναλλάσσουν μεταξύ των καλλιεργειών ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς).

Αν οι αντίπαλοί της κερδίσουν μερίδιο αγοράς, βγάζει χρήματα από την πώληση αδειών για χρήση της τεχνολογίας της, για παράδειγμα στη DuPont, τον κύριο ανταγωνιστή της (και, ως δικαιοδόχος, ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες της). Όταν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της λήγουν, πωλεί στους αγρότες τις νεότερες ποικιλίες σπόρων. Η εταιρεία αντισταθμίζεται έναντι παντός κινδύνου: φαινομενικά, κάθε απώλεια είναι επίσης ένα δυνητικό κέρδος.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κίνημα κατά των ΓΤΟ είναι εντελώς αδύναμο, παρά τα πρωτοσέλιδα που εμφανίζονται τακτικά. Οι ΓΤΟ είναι συντριπτικά κυρίαρχα μεταξύ των μεγάλων καλλιεργειών, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 90% των καλλιεργειών καλαμποκιού, σόγιας, βαμβακιού, ζαχαρότευτλων και ελαιοκράμβης. Και η Monsanto κατέχει τεράστια μερίδια των αγορών αυτών – περίπου το 80% του αμερικανικού καλαμποκιού και περισσότερο από το 90% της αμερικανικής σόγιας που καλλιεργούνται με σπόρους που περιέχουν πατενταρισμένα χαρακτηριστικά της Monsanto (είτε πωλούνται από την ίδια τη Monsanto είτε από άλλους παραχωρησιούχους).

Συνολικά, η εταιρεία κατέχει περίπου 1.700 διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Το 2013, η Monsanto αύξησε τις πωλήσεις στα 14,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Από το ποσό αυτό, 10,3 δισεκατομμύρια δολάρια προήλθαν από σπόρους και γενετικά τροποποιημένα χαρακτηριστικά.

Οι καλλιέργειες ΓΤΟ ανέρχονταν σε 1,7 εκατομμύρια εκτάρια περίπου αμέσως μετά την καθιέρωσή τους το 1996. Η καλλιεργούμενη έκταση έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 10 εκατομμύρια εκτάρια το χρόνο, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία για την Απόκτηση Αγροτο-Βιοτεχνικών Εφαρμογών, και τώρα ανέρχεται στα 175 εκατομμύρια εκτάρια, χωρίς σημάδια ύφεσης. Και η Monsanto είτε ηγείται στις περισσότερες από αυτές τις αγορές, ή βρίσκεται σε στενό ανταγωνισμό μαζί τους.

Η ανοδική πορεία δεν στηρίζεται μόνο στην τύχη, και δεν οφείλεται απλά στο φιλικό πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ (αν και αυτό έχει σίγουρα βοηθήσει). Παρά το μέγεθός της η Monsanto είναι ευέλικτη, και είναι σε θέση να αλλάξει άμεσα τον προγραμματισμό της, όταν είναι απαραίτητο. Για παράδειγμα, όταν τα κέρδη μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας ύφεσης, η εταιρεία γρήγορα αποεπένδυσε από τη σειρά ζιζανιοκτόνων Roundup, η οποία αντικαταστάθηκε γρήγορα από φθηνότερες εταιρείες, και έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στους σπόρους, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% των πωλήσεων της εταιρείας. Τα κέρδη ανέκαμψαν σε μεγάλο βαθμό, με τα καθαρά περιθώρια κέρδους να κυμαίνονται περίπου στο 30%.

Εν τω μεταξύ, η εταιρεία μελετά τις επενδύσεις σε προϊόντα παραγωγικότητας αγρών, όπως την ανάλυση δεδομένων. Εξαγόρασε την Climate Corp. τον περασμένο Οκτώβριο για 930 εκατομμύρια δολάρια για να ενισχύσει το χαρτοφυλάκιό της υπηρεσιών ανάλυσης. Οι αγρότες που αντιπροσωπεύουν περίπου 40 εκατομμύρια εκτάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες (περίπου το 20% των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλαμποκιού και σόγιας) χρησιμοποιούν τώρα τα προϊόντα ανάλυσης της εταιρείας, περίπου σε διπλάσιο αριθμό από εκείνον που είχε προβλέψει η εταιρεία.

Διαβάστε ακόμη:

Η Ε.Ε. ενέκρινε την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων ειδών

Lobbying για τα μεταλλαγμένα προϊόντα