Οικονομολόγοι: Για την Ευρώπη δεν υπάρχει επιστροφή στην κανονικότητα

Οικονομολόγοι: Για την Ευρώπη δεν υπάρχει επιστροφή στην κανονικότητα
epa05139925 (FILE) A file photo dated 25 February 2003 showing a trader in front of the electronic board showing the DAX index at the Frankfurt stock exchange, Frankfurt, Germany. The slump on the Frankfurt Stock Market gained ground on 02 February 2016 after worries about the world economic outlook sent the bourse down by 9 per cent in January - its worst start to a year since the 2008 global financial crisis. The exchange's key DAX index fell 1.32 per cent to 9629.27 points in afternoon trading, dragged down by a pickup in the euro, the weak oil price as well as concerns about slowing growth in the world's major emerging economies, notably China. The fall in Frankfurt was in line with declines across European markets with the eurozone's blue-chip Stoxx 50 index falling 1.8 per cent in afternoon trading. The Dow Jones Industrial Average opened down 0.1 per cent. EPA/FRANK MAY
«Η ευρωζώνη βιώνει την αρνητική πλευρά του θεμελιώδους οικονομικού της μοντέλου, μιας οικονομίας προσανατολισμένης στις εξαγωγές με μεγάλη βιομηχανία και εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας».

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επακόλουθες οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία θα προκαλέσουν πολύ μεγαλύτερες αλλαγές στην οικονομία και τις αγορές της Ευρώπης από ό,τι προηγούμενες κρίσεις, όπως η πανδημία του κορωνοϊού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολλών οικονομολόγων.

Υπό το πρίσμα της απρόκλητης ρωσικής εισβολής, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναγκάστηκαν να επιταχύνουν τα σχέδια περιορισμού της εξάρτησής τους από τη ρωσική ενέργεια. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε την Πέμπτη άμεσο και ολοκληρωτικό εμπάργκο σε πετρέλαιο, άνθρακα, πυρηνικά καύσιμα και φυσικό αέριο που εισάγονται από τη Ρωσία.

Ωστόσο, αυτή η επιθετική αποσύνδεση έχει τίμημα για την ευρωπαϊκή οικονομία, ανεβάζοντας τον ήδη υψηλό πληθωρισμό σε επίπεδα ρεκόρ, ενώ παράλληλα απειλεί να υπονομεύσει την ανάκαμψη της μεταποίησης που ξεκίνησε πέρυσι μετά την πανδημική κρίση.

Ο επικεφαλής της Global Macro Research Carsten Brzeski σημείωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να απολέσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα συνεπεία του πολέμου. «Για την ήπειρο, ο πόλεμος αλλάζει πολύ περισσότερο το παιχνίδι από ό,τι η πανδημία», είπε ο Brzeski.

«Η ευρωζώνη βιώνει την αρνητική πλευρά του θεμελιώδους οικονομικού της μοντέλου, μιας οικονομίας προσανατολισμένης στις εξαγωγές με μεγάλη βιομηχανία και εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας».

Έχοντας ωφεληθεί από την παγκοσμιοποίηση και τον καταμερισμό της εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες, πρέπει τώρα να ενισχύσει την πράσινη μετάβασή της και να επιδιώξει την ενεργειακή αυτονομία, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τις δαπάνες για την άμυνα, την ψηφιοποίηση και την εκπαίδευση. 

Επίσης, «η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια ανθρωπιστική κρίση. Ο πόλεμος πλήττει τον σιτοβολώνα της, μια περιοχή παραγωγής σιτηρών και καλαμποκιού. Οι τιμές των τροφίμων θα αυξηθούν σε πρωτοφανή επίπεδα. Ο υψηλότερος πληθωρισμός στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα μπορούσε να είναι θέμα ζωής και θανάτου στις αναπτυσσόμενες οικονομίες» επισημαίνει ο Brzeski, που καταλήγει  στο συμπέρασμα ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι «παραπλανημένες», προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχει επιστροφή στην κανονικότητα». 

Βιωσιμότητα χρέους

Αυτή η τεκτονική μετατόπιση για την ευρωπαϊκή όσο και την παγκόσμια οικονομία θα ασκήσει πρόσθετη πίεση στις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις, οι οποίες θα πρέπει να εξισορροπήσουν τις προσπάθειες μείωσης του πληθωρισμού με την ανάπτυξη.

Σε ενημερωτικό σημείωμά της την Πέμπτη, η BNP Paribas προέβλεψε ότι η προσπάθεια απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα, οι υψηλότερες κρατικές δαπάνες και χρέος πιο έντονοι αντίθετοι άνεμοι.

«Αυτό το σκηνικό αποτελεί πρόκληση για τις κεντρικές τράπεζες», δήλωσε ο Ανώτερος Ευρωπαίος Οικονομολόγος της BNP Paribas, Σπύρος Ανδρεόπουλος, σημειώνοντας πως η αύξηση των επιτοκίων για τον περιορισμό του πληθωρισμού θα δυσκολέψει τελικά τη ζωή των δημοσιονομικών αρχών.

«Αυτή τη φορά, η ΕΚΤ πρέπει να συσφίξει την πολιτική της για να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό στο πλαίσιο του ακόμη υψηλότερου δημόσιου χρέους, μιας κληρονομιάς της πανδημίας και των συνεχιζόμενων πιέσεων στα δημόσια ταμεία».