ΚΕΠΕ: Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις ελληνικές τράπεζες

ΚΕΠΕ: Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις ελληνικές τράπεζες

Σε μεταβατική φάση βρίσκονται ακόμη οι ελληνικές τράπεζες για δύο λόγους. Καταρχάς, διότι δεν έχουν ακόμη καταφέρει να αποδώσουν θετικό καθαρό εισόδημα και, κατά δεύτερον, λόγω της μεγάλης μεταβλητότητας των δεικτών απόδοσής τους.

Αυτό επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, στην δεύτερη ανάλυση επικαιρότητας του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών και Προγραμματισμού (ΚΕΠΕ) για το 2022 με τίτλο «Οι επιπτώσεις της πανδημίας της Covid-19 στις ελληνικές τράπεζες».

Από την ανάλυση προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

Η επίπτωση της πανδημίας της Covid-19 σε βασικές παραμέτρους της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ελληνικών τραπεζών μπορεί να χωριστεί σε δύο υποπεριόδους: Στην πρώτη υποπερίοδο που καλύπτει το διάστημα από το πρώτο τρίμηνο του 2020 έως το πρώτο τρίμηνο του 2021 παρατηρείται μία διακύμανση των περισσότερων μεταβλητών χωρίς σημαντικές αποκλίσεις από τις μέσες τιμές της περιόδου. Αντίθετα, στη δεύτερη υποπερίοδο και ιδιαίτερα στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ρευστότητας και κερδοφορίας δείχνουν σημάδια χειροτέρευσης, αν και διορθώνονται ελαφρά στο τρίτο τρίμηνο του ίδιου έτους.

Οι δείκτες κερδοφορίας διατηρούν γενικά τα αρνητικά τους πρόσημα και την υψηλή μεταβλητότητά τους σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Ο μόνος δείκτης ο οποίος δείχνει συνεχή βελτίωση είναι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ο οποίος βαίνει μειούμενος σε όλη την περίοδο. Επιπλέον, η βελτίωση της καταθετικής βάσης των τραπεζών, που παρατηρείται μετά το πρώτο τρίμηνο του 2021, δεν φαίνεται να μεταφράζεται σε αύξηση των πιστοδοτήσεων, καθώς ο όγκος των τραπεζικών πιστώσεων μειώνεται κατά την ίδια περίοδο.

Οι παρατηρήσεις αυτές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να βρίσκονται σε μια μεταβατική φάση μεταβολής του επιχειρηματικού τους υποδείγματος. Παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν επιτύχει με τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), η επίδοση αυτή δεν έχει ακόμη εκφραστεί σε όρους κερδοφορίας. Επομένως οι ελληνικές τράπεζες:

1) Οφείλουν να συνεχίσουν να δίνουν προτεραιότητα στην κεφαλαιακή τους επάρκεια και ρευστότητα δεδομένης της παρούσας οικονομικής αβεβαιότητας σε διεθνές επίπεδο και των επιπτώσεών της στην ελληνική οικονομία.

2) Επιπλέον όμως, οφείλουν να κάνουν περισσότερα όσον αφορά τη χορήγηση πιστώσεων στην ιδιωτική οικονομία, καθώς η μείωση των ΜΕΔ δεν φαίνεται να έχει υποκατασταθεί επαρκώς από νέες χρηματοδοτήσεις.

3) Οι παρεμβάσεις σε επίπεδο λειτουργικού κόστους δεν επαρκούν για την αποκατάσταση της κερδοφορίας, αν οι τράπεζες δεν θέλουν να παραμείνουν παθητικοί δέκτες των εξελίξεων. Ο συνδυασμός πιστωτικής επέκτασης, με παράλληλη διατήρηση ικανοποιητικών επιπέδων κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, μπορούν να βελτιώσουν μακροπρόθεσμα την κερδοφορία αυξάνοντας τα έσοδα και μειώνοντας τον κίνδυνο και τα έξοδα χρηματοδότησης που συνδέονται με αυτόν. Τα παραπάνω ισχύουν με μεγαλύτερη ένταση σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, στον βαθμό που συμβάλλουν στη συγκράτηση του χρηματοδοτικού κόστος των τραπεζών.