Η λύση του Μπιλ Γκέιτς στο πρόβλημα της εισοδηματικής ανισότητας

Η λύση του Μπιλ Γκέιτς στο πρόβλημα της εισοδηματικής ανισότητας
Photo:

Ο δισεκατομμυριούχος ζητά διάκριση ανάμεσα στους πλούσιους που χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για το κοινό καλό κι εκείνους που τα απολαμβάνουν ξοδεύοντάς τα.

του Κρις Μάθιους

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Μπιλ Γκέιτς, ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, δεν συμφωνεί με τις ιδέες του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί.

Ο Πικετί, εξάλλου, είναι αυτός που στο βιβλίο του Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα τάραξε τα νερά ισχυριζόμενος ότι ο πλούτος συσσωρεύεται ολοένα και περισσότερο σε λιγότερα χέρια. Η λύση του Πικετί; Ένας παγκόσμιος φόρος στο κεφάλαιο που θα βοηθούσε τις κυβερνήσεις να καταλάβουν καλύτερα πώς διανέμεται ο πλούτος και θα σταματούσε την αναπόφευκτα και ραγδαία αυξανόμενη ανισότητα. Αυτή η ανισότητα, σύμφωνα με τον Πικετί, προκαλεί κοινωνική αποσταθεροποίηση.

Η κριτική του Γκέιτς προς τον Πικετί, που δημοσιεύτηκε στο προσωπικό μπλογκ του πρώτου, παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί δεν είναι μια εγωιστική απάντηση ενός ζάπλουτου. Εξάλλου, ο Γκέιτς έχει δεσμευτεί να μοιράσει τη μισή του περιουσία κατά τη διάρκεια της ζωής του, ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 1%-2% του φόρου που προτείνει ο Πικετί. Το πρόβλημα του Γκέιτς δεν έχει να κάνει με την ιδέα αυτή καθεαυτή, αλλά με το μηχανισμό που ο Πικετί προτείνει:

«Φανταστείτε τρεις τύπους πλουσίων. Ο ένας βάζει το κεφάλαιό του στην οικοδόμηση της επιχείρησής του. Η άλλη δίνει τα περισσότερα λεφτά της για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Και ο τρίτος απλώς καταναλώνει, ξοδεύοντας πολλά λεφτά σε πράγματα όπως ένα γιοτ ή ένα αεροπλάνο. Αν και είναι σωστό ότι ο πλούτος και των τριών συμβάλλει στην ανισότητα, ισχυρίζομαι ότι οι δύο πρώτοι προσφέρουν περισσότερη αξία στην κοινωνία σε σχέση με τον τρίτο τύπο. Μακάρι ο Πικετί να είχε κάνει αυτή τη διάκριση, διότι έχει σημαντικές επιπτώσεις για την πολιτική».

Ο Γκέιτς συμμερίζεται το στόχο του Πικετί για τον επιμερισμό του πλούτου, αλλά δεν θέλει να αποθαρρύνει τους ζάπλουτους (σαν τον εαυτό του) που αναλαμβάνουν ρίσκα, επενδύουν σε επιχειρήσεις που παράγουν αξία, και βοηθούν τον κόσμο μέσω της φιλανθρωπίας. Η λύση που δίνει ο Γκέιτς; Η αλλαγή προσανατολισμού του αμερικανικού φορολογικού κώδικα από τη φορολογία της εργασίας προς τη φορολογία της κατανάλωσης.

Αυτό ακούγεται σαν κλασική δεξιά οικονομική θεωρία. Οι φόροι κατανάλωσης συνήθως προτιμώνται από τους πλούσιους κι από συντηρητικούς οικονομολόγους επειδή λειτουργούν αρνητικά προοδευτικά. Εφόσον όλοι -πλούσιοι και φτωχοί- πρέπει να καταναλώσουν κάποιες ποσότητες προϊόντων και υπηρεσιών, και επειδή το ποσοστό του εισοδήματος που ξοδεύεται γι’ αυτές είναι πολύ υψηλότερο για τους φτωχούς παρά για τους πλούσιους, οι καταναλωτικοί φόροι πλήττουν τους φτωχούς περισσότερο σε σχέση με τους πλούσιους.

Αλλά αυτό δεν χρειάζεται να συμβαίνει κατ’ ανάγκη. Οικονομολόγοι όπως ο Ρόμπερτ Φρανκ του Πανεπιστημίου του Cornell έχουν προτείνει τη θέσπιση προοδευτικών φόρων κατανάλωσης. Όπως γράφει ο Φρανκ:

«Βάσει ενός τέτοιου φόρου, οι άνθρωποι θα δήλωναν όχι μόνο το εισόδημά τους αλλά και την ετήσια αποταμίευσή τους, όπως πολλοί ήδη κάνουν. Η ετήσια κατανάλωση ενός νοικοκυριού είναι απλώς η διαφορά ανάμεσα στο εισόδημα και στην ετήσια αποταμίευσή της. Αυτό το ποσό, μείον ένα ορισμένο ποσό -ας πούμε 30.000 δολάρια για μια οικογένεια τεσσάρων ατόμων- θα ήταν η φορολογήσιμη κατανάλωση της οικογένειας. Ο φορολογικός συντελεστής θα ξεκινούσε από χαμηλά, π.χ. 10%. Έτσι, μια οικογένεια που κερδίζει 50.000 δολάρια και αποταμιεύει 5.000 δολάρια θα είχε φορολογήσιμη κατανάλωση 15.000 δολαρίων.

Ας φανταστούμε μια οικογένεια που ξοδεύει 10 εκατομμύρια δολάρια ετησίως και σκέφτεται να επεκτείνει τη βίλα της ξοδεύοντας επιπλέον 2 εκατομμύρια δολάρια. Αν ο ανώτατος οριακός φορολογικός συντελεστής ήταν 100%, τότε το έργο θα κόστιζε 4 εκατομμύρια δολάρια. Ο επιπλέον φόρος θα μείωνε το δημόσιο έλλειμμα κατά 2 εκατομμύρια δολάρια. Εναλλακτικά, η οικογένεια μπορεί να αποφάσιζε να ξοδέψει μόνο 1 εκατομμύριο δολάρια. Τότε, θα πλήρωνε 1 εκατομμύριο δολάρια σε επιπλέον φόρο και θα αποταμίευε 2 εκατομμύρια δολάρια. Το έλλειμμα θα μειωνόταν κατά 1 εκατομμύριο δολάρια και η επιπλέον αποταμίευση θα ευνοούσε τις επενδύσεις, προωθώντας την ανάπτυξη. Και με τον ένα και με τον άλλο τρόπο, δεν θα απαιτείτο κάποια πραγματική θυσία από την πλούσια οικογένεια, ενώ και οι περισσότεροι γείτονές τους θα περιόριζαν την επέκταση της βίλας τους».

Ένα τέτοιο καθεστώς θα γινόταν αποδεκτό τόσο από τη δεξιά όσο κι από την αριστερά. Αρκετοί στην αριστερά θα εκτιμούσαν το γεγονός ότι ένας τέτοιος φόρος αποθαρρύνει την καταναλωτική κουλτούρα, ενώ οι συντηρητικοί θα ικανοποιούνταν εφόσον το φορολογικό καθεστώς θα ενθάρρυνε την αποταμίευση και την επένδυση.

Όμως, για να είναι ένας προοδευτικός φόρος κατανάλωσης πραγματικά προοδευτικός, απαιτείται και ένας μεγάλος φόρος κληρονομιάς ώστε να αποθαρρυνθούν οι πλούσιοι απ’ το να μεγεθύνουν απλώς τον πλούτο τους μέσω τόκων. Ο Γκέιτς ισχυρίζεται ότι αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα θέσπισης φόρων κληρονομιάς, μια πολιτική στην οποία «πιστεύει πολύ» ο ίδιος.