Ο Ρέγκλινγκ, ο Βαρουφάκης και τα «χαμένα» 100 δισ. ευρώ

Ο Ρέγκλινγκ, ο Βαρουφάκης και τα «χαμένα» 100 δισ. ευρώ

Ο επικεφαλής του ESM σχολιάζει τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά, το συνταξιοδοτικό και την φορολογία και εξηγεί γιατί πληρώνουμε ακριβά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. 

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ΣΚΑΪ ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σχολίασε μεταξύ άλλων, τι θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να πάρει τα υπόλοιπα 3,5 δισ. ευρώ, σε ποιες αλλαγές θα πρέπει να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και ποιο είναι το κόστος της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρθηκε στα φλέγοντα ζητήματα των εργασιακού, συνταξιοδοτικού και φορολογικού, τονίζοντας πως η Ελλάδα, δεν είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που προχωρά σε αυτές τις “δύσκολες” μεταρρυθμίσεις.  Ο Ρέγκλινγκ, απέφυγε να επιρρίψει ευθύνες για το ποιος φταίει σε σχέση με τα λάθη του παρελθόντος, αλλά δεν παρέλειψε να σχολιάσει το πόσο στοίχισαν οι άστοχοι χειρισμοί του Γιάνη Βαρουφάκη.

Σε ερώτηση σχετικά με τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρηθούν για να εκταμιευτούν τα 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ο Κλάους Ρέγκλινγκ ανέφερε ότι “Όλο αυτό είναι ένα μέρος των 86 δισεκατομμυρίων που συμφωνήθηκαν το περυσινό καλοκαίρι. Τους τελευταίους δύο μήνες του περασμένου έτους εκταμιεύσαμε από τον ESM 21 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό που συνέβη χθες είναι ότι η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος ολοκληρώθηκε και αυτό κάνει εφικτό το να εκταμιεύσουμε 10,3 δισεκατομμύρια ευρώ. 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ εκταμιεύτηκαν χθες. Χθες ουσιαστικά κάναμε την εκταμίευση και ήρθαν τα χρήματα στην Αθήνα. Και αυτό σημαίνει ότι 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν μείνει για την δεύτερη δόση της πρώτης αξιολόγησης. Γι’ αυτό προχωράμε στα επόμενα προαπαιτούμενα και ελπίζουμε ότι τα χρήματα μπορούν να εκταμιευτούν τέλος Σεπτεμβρίου, αυτό είναι το σχέδιο.”

Για το ποιος έχει την ευθύνη για τις καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις, ο επικεφαλής του ΕSM, κράτησε ουδέτερη στάση θεωρώντας ότι δεν είναι πολύ παραγωγικό να γίνεται ένα παιχνίδι αλληλοκατηγοριών. Από την δική του πλευρά σημειώνει ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν δύσκολα και πολύπλοκα θέματα όπως για παράδειγμα η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που  είναι δύσκολη για όλες τις χώρες, σε όλο τον κόσμο εξηγώντας πως «έχουμε να κάνουμε με κεκτημένα δικαιώματα και πρέπει να το προσαρμόσεις γιατί η σταθερότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος συνήθως δεν είναι διασφαλισμένη, γι’ αυτό πρέπει να γίνουν αλλαγές. Αυτό ακόμη και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες είναι πολύ δύσκολο. Είναι και πολιτικά δύσκολο αλλά και τεχνικά πολύπλοκο να το κάνουμε σωστά, να το κάνουμε με ένα δίκαιο τρόπο. Αυτά τα θέματα λοιπόν είναι πολύ δύσκολα και είναι σωστό να δίνουμε τον χρόνο που χρειάζεται για να φτάσουμε σε μία λύση που να είναι σωστή, αποτελεσματική και δίκαιη. Υπάρχουν ένα σωρό από δύσκολα θέματα, εκτός από την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, όπως η φορολογική μεταρρύθμιση, οι κατάλληλες φορολογικές μεταρρυθμίσεις και αυτό χρειάζεται χρόνο. Επίσης, υπάρχουν ορισμένα σημεία όπου η ιδιοκτησία του προγράμματος και η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι παντού ισχυρή όπως το βλέπει ο υπουργός Οικονομικών ο κ. Τσακαλώτος, και ο πρωθυπουργός. Τις ιδιωτικοποιήσεις δεν τις υποστηρίζουν πολλοί».

Για τα εσωκομματικά ζητήματα, που επηρεάζουν όμως την πορεία της υλοποίησης των προγραμμάτων, ο κ. Ρέγκλινγκ, έγινε σαφής, τονίζοντας πως φαίνεται στις δημόσιες δηλώσεις υπουργών που δεν είναι υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων συνεχίζοντας «Αλλά είναι μέρος του συμφωνημένου προγράμματος, έχει υπογραφεί από τον πρωθυπουργό. Γίνεται και είναι σημαντικό μέρος του προγράμματος. Θεωρώ ότι η δημιουργία του ταμείου κρατικοποιήσεων είναι ένα σημαντικό βήμα. Ήταν μέρος του προγράμματος που συμφωνήθηκε από την κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, Τσίπρα, τον περασμένο Ιούλιο. Τώρα έχει γίνει και θεωρώ ότι είναι σημαντικό για να κάνουμε την οικονομία ισχυρή. Το είδαμε αυτό με το λιμάνι του Πειραιά, με τους Κινέζους επένδυσαν μερικά χρόνια πριν, η απόδοση του λιμανιού βελτιώθηκε και το εμπόριο στο λιμάνι του Πειραιά αυξήθηκε κατακόρυφα. Και αυτό είναι πολύ καλό για την ελληνική οικονομία. Όχι μόνο για το λιμάνι και τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί. Έχει πολλές επιδράσεις. Περισσότερα κοντέινερ περνάνε από το λιμάνι του Πειραιά και μπαίνουν στα φορτηγά που πάνε στα τρένα. Η υπόλοιπη ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί από αυτό και ο Πειραιάς μπορεί να γίνει σημαντικός σταθμός. Γι’ αυτό θεωρώ ότι είναι ένα καλό παράδειγμα του τι μπορεί να κάνει η ιδιωτικοποίηση».

Στο κρίσιμο θέμα της εργασιακής μεταρρύθμισης για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση δεν δείχνει τόσο πρόθυμη να προχωρήσει σε αλλαγές, που θα επηρεάσουν τον κατώτατο μισθό ή να προχωρήσει σε αλλαγές που θα επηρεάσουν γενικότερα τα εργασιακά κεκτημένα των τελευταίων δεκαετιών ο Ρέγκλινγκ αναγνωρίζει ότι είναιμια ευαίσθητη πολιτικά περιοχή και επίσης είναι πολύ δύσκολο να γίνει τεχνικά. Αλλά και πάλι αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό θέμα συμπληρώνει. «Ξέρουμε ότι και η Γαλλία κάνει μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Η Ιταλία το έκανε πέρυσι. Αυτό είναι πάντα πολύ δύσκολο. Γίνανε πολλές διαδηλώσεις εναντίον αυτού του νόμου  στη Γαλλία. Γι’ αυτό είναι σχεδόν φυσιολογικό γιατί αυτά τα θέματα προκαλούν αντιδράσεις. Υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα, αλλά η εμπειρία δείχνει πόσο σημαντικό είναι να το κάνεις σωστά. Γιατί οι χώρες που κάνουν μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά, η δική μου χώρα η Γερμανία έκανε πριν 10 χρόνια, τα αποτελέσματα είναι πολύ πειστικά. Η ανεργία στη Γερμανία έπεσε αυτά τα 10 χρόνια στο μισό, ακριβώς λόγω αυτών των μεταρρυθμίσεων στην εργασία. Στην Ιταλία βλέπουμε τώρα τα πρώτα θετικά αποτελέσματα. Σε ότι αφορά στη δημιουργία απασχόλησης, ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης που έγινε πριν 1-2 χρόνια. Συνεπώς ενθαρρύνω την ελληνική κυβέρνηση να δει αυτά τα παραδείγματα και να δράσει. Οι συμβουλές που δίνονται από τους θεσμούς είναι καλές. Είναι απαραίτητο να μειωθεί η ανεργία στην Ελλάδα, αλλά αποδέχομαι ότι πολιτκά  αυτό είναι πολύ δύσκολο, όπως και τεχνικά, αλλά δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική»

Σε ότι αφορά το άλλο μεγάλο αγκάθι, το φορολογικό, όπου πολλοί λένε ότι αυτό το πρόγραμμα δεν είναι βιώσιμο λόγω του ύψους των φόρων, ενώ ταυτόχρονα η ελληνική κυβέρνηση ρίχνει τις ευθύνες σε εξωτερικούς παράγοντες ο επικεφαλήςτου ESM, επίσης, δεν λαμβάνει κάποια θέση λέγοντας πως δεν χρειάζεται να κατηγορηθεί κάποιος.Το ζήτημα είναι αν θα λειτουργήσει και σε αυτό απαντά «Οι οικονομολόγοι γνωρίζουμε πως η δημοσιονομική εξυγείναση που γίνεται μέσα από περικοπές δαπανών είναι πιο φιλική προς την ανάπτυξη από την εξυγείανση που επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης των φόρων. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε μεγάλες εξοικονομήσεις που επιτυγχάνονται μέσω των φόρων, και όταν κανείς δει τις αυξήσεις των φόρων αυτές δε γίνονται με διεύρυνση της φορολογικής βάσης που θα ήταν και πάλι πιο αποτελεσματικό, αλλά ανεβάζοντας τα ποσοστά. Αυτός δεν είναι ο ιδανικός τρόπος. Αλλά την ίδια στιγμή γνωρίζω από άλλες χώρες  που πέρασαν κρίση, ότι συχνά αυτό είναι το αναπόφευκτο πρώτο βήμα γιατί οι εναλλακτικές, δηλαδή η περικοπή δαπανών, είναι πολύ πιο δύσκολη» συνεχίζοντας  «Δεν έχει τελειώσει ακόμη και φαίνεται ότι παραμένει ακόμη δύσκολο να υπάρξει μια συμφωνία πάνω στο θέμα της περικοπής δαπανών που θα ήταν μία πιο παραγωγική εναλλακτική, αλλά, μην κάνετε λάθος, και οι άνθρωποι που επηρεάζονται από τις περικοπές δαπανών δεν είναι ευχαριστημένοι. Άρα υπάρχει κι εκεί αντίδραση. Αλλά, η κυβέρνηση έχει δύο τρόπους. Το ΔΝΤ το έχει κάνει πολύ σαφές, κι εγώ μοιράζομαι αυτήν την άποψη, πως αν ανεβάσεις πολύ τους φόρους, αυτό θα έχει συνέπειες στην ανάπτυξη. Άρα η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι σαφώς καλύτερη λύση, αλλά και αυτό κρίθηκε πως ήταν πολύ δύσκολο».

Για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και για τις φήμες ότι πρόκειται για μια προσωρινή «θολή» συμφωνία, έτσι ώστε η Ελλάδα να είναι εκτός πλάνου αυτό το καλοκαίρι λόγω Brexit κλπ. ο κ. Ρέγκλινγκ σχολιλαζει «θα χαρακτήριζα τη συμφωνία μας στο Eurogroup θολή. Μην ξεχνάτε ότι χθες εκταμιεύθηκαν 7,5 δις και σε αυτό δεν υπάρχει τίποτα θολό. Όλο αυτό είναι βασισμένο στην συμφωνία αυτού του Eurogroup, κομμάτι της οποίας ήταν και το χρέος, στο οποίο κάναμε τεράστια πρόοδο. Υπήρξε συμφωνία για το τι πρέπει να κάνουμε βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και υπήρξε ισχυρή δέσμευση από το Eurogroup ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να δέχεται βοήθεια και επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης του χρέους αν χρειάζονται και εφόσον συνεχίσουν οι μεταρρυθμίσεις. Δεν υπάρχει τίποτα θολό σε αυτό».

Για αυτή τη μεταστροφή της ελληνικής κυβέρνησης και την ευρύτερη συζήτησή του “κόστους” της περιόδου Βαρουφάκη για την ελληνική οικονομία απαντά ότι είναι δύσκολο να υπολογιστεί, εξηγώντας «Δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος να το υπολογίσει κανείς. Γνωρίζω ότι η ΤτΕ έχει υπολογίσει ένα ποσό ύψους 80 δις ευρώ αν δεν κάνω λάθος. Θα μπορούσε κανείς να σταθεί και στις προβλέψεις για την ανάπτυξη, που πριν αλλάξει η κυβέρνηση, η εκτίμηση του ΔΝΤ το Δεκέμβριο του 2014, είναι δημοσιοποιημένη, μιλούσε για ανάπτυξη στην Ελλάδα 2,5% το 2015 και 3,5% το 2016. Άρα αυτό αθροιστικά μας κάνει ανάπτυξη 6%. Αντιθέτως, αυτά τα δύο χρόνια είχαμε μικρή ύφεση, αυτό θα μπορούσε επίσης να μετρηθεί για να υπολογίσεις το κόστος. Έξι μονάδες του ΑΕΠ, άρα αυτό κάνει  περισσότερο από 100 δις ευρώ. Όπως είπα δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος, αλλά το κόστος ήταν πολύ μεγάλο» και εμμέσως πλήν σαφώς δείχνει ότι είναι παραπάνω από υπέρ της αλλαγής της στάσης της κυβέρνησης καταλήγωντας «Ως δημοκράτης, πρέπει να ζήσω με οποιαδήποτε απόφαση των πολιτών. Η αλλαγή των κυβερνήσεων είναι κάτι κανονικό στις δημοκρατίες, αλλά σαφώς εκείνη την περίοδο, δεν υπήρχε καλή συνεργασία ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση -και ειδικά τον τότε υπουργό οικονομικών, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ. Τα πράγματα χάλασαν, οι μεταρρυθμίσεις σταμάτησαν κι αυτό δεν ήταν προς το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας».