Όταν το αλκοόλ δεν κάνει… κακό

Όταν το αλκοόλ δεν κάνει… κακό

Επενδύοντας στο καλό, ακριβό και σπάνιο ουίσκι.

Φίνο άρωμα. Μεστή γεύση. Το δίλημμα όμως παραμένει: να το πεις, να το φυλάξεις σαν τα μάτια σου ή να το πουλήσεις;

Υπάρχουν άλλωστε μόλις 88 φιάλες διαθέσιμες του Blavenie 50 ετών, που από το 1962 ωρίμαζε μισό αιώνα μέσα σε δρύινα βαρέλια και σήμερα αποτελεί ένα εξαιρετικά σπάνιο single malt. Τόσο σπάνιο, που κοστίζει 39.000 ευρώ η φιάλη -κοντά στα 1.080 ευρώ το ποτήρι! Γουλιά ανεκτίμητη, τουτέστιν.

Υπάρχουν μονάχα άλλες τρεις ανάλογες περιπτώσεις που ποτοποιίες έχουν βγάλει στην αγορά ουίσκι τόσο μακράς ωρίμανσης. «Κανείς δεν ήξερε 50 χρόνια πριν ότι ο κόσμος θα ενδιαφερόταν τόσο πολύ για το σκωτσέζικο ουίσκι», επισημαίνει στο CNN ο Σαμ Σίμοσνς, global brand ambassador της Balvenie. «Η ύπαρξή του είναι ένα μικρό θαύμα».

Σε αυτό το «θαύμα» είναι λοιπόν που ποντάρουν σήμερα οι επενδυτές του ουίσκι. Ένας από αυτούς είναι ο Μαχές Πατέλ, Βρετανός υπήκοος με καταγωγή από την Ουγκάντα, «Κροίσος» των κατασκευών με έδρα την Ατλάντα των ΗΠΑ και σήμερα κάτοχος της μεγαλύτερης συλλογής σπάνιων ουίσκι παγκοσμίως.

«Έχω 5.000 φιάλες, για τις οποίες διέθεσα περίπου 2 εκατομμύρια στο πέρασμα των χρόνων», λέει στο CNN. «Σήμερα, η συλλογή μου αξίζει κοντά στα 6 εκατ. δολ. και τη φυλώ σε διάφορα σημεία του κόσμου, για λόγους ασφαλείας»!

Η επενδυτική αυτή τάση, που κερδίζει ολοένα και περισσότερους κατόχους κεφαλαίων, πρωτοξεκίνησε στη δεκαετία του ’90, όταν οι ποτοποιίες άρχισαν να παράγουν περιορισμένες ή ειδικές εκδόσεις των ουίσκι τους.

Οι πλούσιοι λάτρεις του είδους τις τίμησαν δεόντως, δημιουργώντας σιγά-σιγά πανάκριβες συλλογές, κυρίως από χόμπι. Κι αυτό με τη σειρά του εξελίχθηκε σε μία χρυσοφόρα επένδυση, με ασύλληπτα πλέον κέρδη.

Σύμφωνα με τον δείκτη Investment Grade Scotch, η τιμή των 100 κορυφαίων ουίσκι έχει σημειώσει αύξηση 440% μέσα στην τελευταία εξαετία! Μόλις τον περασμένο μήνα, ένα single malt της ιαπωνικής ποτοποιίας Yamazaki πωλήθηκε στα 33.000 δολάρια. Τα «κοντέρ» πάντως έσπασε τον Ιανουάριο ένα εξάλιτρο Macallan M, που δημοπρατήθηκε στα 631.850 δολάρια από τον οίκο Sotheby’s.

Συνολικά φέτος οι δημοπρατήσεις φιαλών ουίσκι αναμένεται να φθάσουν τις 30.000, σημειώνοντας 50% αύξηση συγκριτικά με πέρυσι, χάρη και στο γεγονός ότι αυτές γίνονται πια και διαδικτυακά, μέσω ιστοσελίδων όπως οι Scotch Whisky, Whisky Online, Just Whisky και Whisky Auctioneer, που χρεώνουν προμήθεια μόλις 10% (από 25% που παρακρατούν οίκοι δημοπρασιών όπως οι Bonhams και Sotherby’s).

«Οι αγοραστές χωρίζονται σήμερα σε τρεις κατηγορίες: πότες, συλλέκτες και επενδυτές», εξηγεί ο Άντι Σίμπσον, ιδρυτής και διευθυνής της Whisky Highland: της πρώτης και μοναδικής μέχρι σήμερα διαδικτυακής «Βιβλιοθήκης Εκτίμησης» των σκωτσέζικων single malt ουίσκι.

Πράγματι, ο κλάδος προσφάτως «αναβαθμίστηκε» με την εμφάνιση των λεγόμενων whisky funds, επενδυτικών κεφαλαίων δηλαδή που ασχολούνται αποκλειστικά με την αγορά ουίσκι!

Το πρώτο ιδρύθηκε τον περασμένο Ιούνιο από τον Ρίκες Κίσνανο, CEO της Platinum Wines του Χονγκ Κονγκ, ενώ τα «χνάρια» του ακολούθησε σύντομα κι ένα δεύτερο, με έδρα τη Σιγκαπούρη.

Όμως, η ενίσχυση αυτή του ανταγωνισμού δεν φαίνεται να αρέσει στους συλλέκτες. «Ανησυχώ γιατί οι ειδικοί στο ουίσκι είναι λίγοι και δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος αξιόπιστος πίσω από αυτά τα funds», λέει ο Σουκχάιντερ Σινγκ, ιδρυτής της ιστοσελίδας Whisky Exchange, που ειδικεύεται στο εμπόριο σπάνιων φιαλών ουίσκι.

Όταν μιλάμε γι’ αυτού του είδους τις συλλογές, επισημαίνει, το μοναδικό στέρεο υπόβαθρο είναι το γνήσιο πάθος για ουίσκι. Γι’ αυτό και συμβουλεύει τους επίδοξους συλλέκτες κι επενδυτές του είδους «να αγοράζουν περιορισμένες εκδόσεις εμβληματικών αποστακτηρίων», αλλά κυρίως να θητεύσουν στο ποτό που λέγεται ουίσκι, «μέσα από συναντήσεις και συζητήσεις με ειδικούς» και, φυσικά, αποκτώντας ιδία άποψη, «πίνοντας όσο περισσότερο μπορείτε»!