Στο στόχαστρο η μεγαλύτερη αλυσίδα φαρμακείων στη Βρετανία

Στο στόχαστρο η μεγαλύτερη αλυσίδα φαρμακείων στη Βρετανία

Η Boots κατηγορείται για αδίστακτο κυνήγι του κέρδους εις βάρος των πολιτών και του δημοσίου συμφέροντος.

Ξέρουμε πώς εκφράζεται η άγρια, ανεξέλεγκτη μορφή του καπιταλισμού: ο τραπεζίτης που υπερασπίζεται το μπόνους του, το στέλεχος της Silicon Valley που υιοθετεί περίεργες φορολογικές πρακτικές, κέρδη που διοχετεύονται σε υπεράκτιες εταιρείες – βιτρίνες, και γιγαντιαίες αποθήκες που δουλεύουν με προσωρινούς εργαζομένους οι οποίοι λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό.

Ξέρουμε, επίσης, ότι μια τέτοια σκληρή έκφανση του καπιταλισμού δεν εκφράζεται από υγρά φακών επαφής και λοσιόν για το δέρμα. Ούτε από το φαρμακείο της γειτονιάς, όπου ο φαρμακοποιός θα δώσει στη γιαγιά σας τα φάρμακα που χρειάζεται. Δεν εκφράζεται, με άλλα λόγια, από τα φαρμακεία της Boots, της μεγαλύτερης αλυσίδας φαρμακείων της Βρετανίας.

Ή μήπως όχι;

Ο The Guardian, σε πρόσφατο άρθρο του, παραθέτει την ιστορία του Τόνι (ψευδώνυμο, φυσικά, ενός πραγματικού υπαλλήλου) ο οποίος κατέληξε να έχει κατάθλιψη λόγω της πίεσης που δεχόταν στη δουλειά του στα Boots.

«Έχω βρεθεί σε συνθήκες συνεχούς πίεσης τα τελευταία τρία χρόνια. Κάθε φορά που πάνω από δύο μάνατζερ έρχονται στο κατάστημά μας μαζί, σκέφτομαι ‘Τι συμβαίνει; Θα με απολύσουν;’»

Η ιστορία του Τόνι δεν αφορά μια μεμονωμένη περίπτωση εργαζόμενου που δεν τα πάει καλά με τα αφεντικά του. Αφορά, αντίθετα, την αλλαγή ενός ολόκληρου επιχειρηματικού μοντέλου που στα μάτια πολλών εργαζομένων της Boots λειτουργεί εις βάρος τους, και υπέρ όσων βρίσκονται στην κορυφή της εταιρικής πυραμίδας.

Οι ίδιοι οι φαρμακοποιοί της Boots καταγγέλλουν ότι οι συνθήκες εργασίας τους απειλούν την ασφάλεια των πελατών τους, ενώ ειδικοί προειδοποιούν ότι το κυνήγι οικονομικών στόχων εκ μέρους της διοίκησης της εταιρείας είναι πλέον …επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

Η ίδια η Boots το αρνείται, λέγοντας ότι η «παροχή φροντίδας στους συναδέλφους, τους πελάτες και τις κοινότητες που υπηρετούμε είναι εγγενές κομμάτι της στρατηγικής μας».

Στην πραγματικότητα, η Βρετανία βασίζεται στην Boots και η Boots βασίζεται στους Βρετανούς. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αλυσίδα φαρμακείων στη χώρα, την οποία οι επαγγελματίες της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης θεωρούν «απαραίτητο συστατικό στοιχείο» του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Βρετανίας. Πρόκειται, επίσης, και για μια τεράστια ιδιωτική εταιρεία που παράσχει μια κρίσιμη δημόσια υπηρεσία.

Και η αλήθεια είναι ότι λαμβάνει πολύ δημόσιο χρήμα για να το κάνει αυτό: σχεδόν 2 δισεκατομμύρια λίρες ετησίως μόνο για συνταγές, σύμφωνα με ανεξάρτητους χρηματοοικονομικούς αναλυτές, δηλαδή το ένα τρίτο των ετήσιων εσόδων της Boots στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε αυτά προσθέστε τα λεφτά που η εταιρεία παίρνει από συμβόλαια από το βρετανικό κράτος για να διατηρεί φαρμακεία σε νοσοκομεία, κέντρα δοκιμής ακοής, και άλλες εξειδικευμένες κλινικές.

Η πρώτη φορά που ο Τόνι βρέθηκε στα Boots ήταν τη δεκαετία του ’80, ως ειδικευόμενος φαρμακοποιός. Τότε, όπως λέει, η εταιρεία ήταν ένας καλός εργοδότης. Όταν όμως προσλήφθηκε εκ νέου το 2011, οι ιδιοκτήτες είχαν αλλάξει.

Ο μετασχηματισμός της Boots ξεκίνησε την άνοιξη του 2007, όταν η εταιρεία εξαγοράστηκε για 11 δισεκατομμύρια λίρες. Τότε ήταν η κορύφωση της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής φούσκας στην ιστορία, όταν οι εφημερίδες κάθε μέρα έγραφαν για τη μία τρελή επιχειρηματική συμφωνία μετά την άλλη. Και πάλι, αυτή η εξαγορά ξεχώριζε: ήταν η μεγαλύτερη που είχε πραγματοποιηθεί ποτέ στην Ευρώπη.

Της συμφωνίας ηγήθηκε ο δισεκατομμυριούχος Στέφανο Πεσίνα. Ο Πεσίνα είχε κάτι το εξωτικό: με καταγωγή από την Ιταλία, είχε μετακομίσει στο Μονακό, το πριγκιπάτο γνωστό για την απουσία φόρου εισοδήματος εκεί. Χόμπι του η συλλογή σκαφών και πινάκων. Και η εξαγορά εταιρειών, μέσω της οποίας φτάσαμε στην Alliance Boots, όπως ονομάστηκε η νέα εταιρεία.

Ο Μπιλ Σκοτ, επικεφαλής της πολιτικής φαρμάκου της Σκωτίας για 22 χρόνια, είχε προβλέψει τη μεταβολή: «Το αίσθημα που αποκόμιζες ήταν ότι η εξαγορά επρόκειτο να αλλάξει θεμελιωδώς το εταιρικό ήθος της Boots», δηλώνει. Η αίσθηση αυτή του Σκοτ είχε ενισχυθεί κι από την εξομολόγηση του Πεσίνα προς αυτόν, ότι θεωρούσε πλέον την Boots όχι μια εταιρεία ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αλλά μια εταιρεία λιανικής πώλησης. «Γι’ αυτόν, το φάρμακο δεν ήταν παρά μια επιπλέον αγορά για να βγάλει λεφτά».

Η μέθοδος της νέας διοίκησης της Boots, όπως την περιγράφει ο καθηγητής χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Queen Mary Κόλιν Χάσλαμ, ήταν απλή: «Πίεσε όσο περισσότερο γίνεται το προσωπικό και τα οικονομικά της εταιρείας, και μετά βγάλε όσο περισσότερο κέρδος μπορείς». Για την εξαγορά της εταιρείας, ο Πεσίνα και μια κοινοπραξία πάμπλουτων επενδυτών είχε δανειστεί εκτεταμένα από τράπεζες. Τα κέρδη έπρεπε να βγουν γρήγορα για να αποπληρώσουν τα δάνεια και να φέρουν ακόμα περισσότερα κέρδη.

Μέσα σ’ όλα αυτά, η έδρα της εταιρείας – μόλις ο νέος της ιδιοκτήτης την έβγαλε απ’ το χρηματιστήριο – μεταφέρθηκε από το Νότιγχαμ στο καντόνι του Ζουγκ στην Ελβετία, όπου η εταιρική φορολόγηση είναι χαμηλότερη από τη Βρετανία. Σύμφωνα με έκθεση της οργάνωσης War on Want, η Alliance Boots γλίτωσε φόρους ύψους 1 δισεκατομμυρίου λιρών αφότου βγήκε απ’ το χρηματιστήριο, τη στιγμή που 40% του τζίρου της στη Βρετανία προέρχεται από δημόσιο χρήμα του βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Ο Χάσλαμ επισημαίνει ότι υπάρχει αντίθεση μεταξύ του κυνηγητού του κέρδους και της προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος: «Πλέον, η Boots ενδιαφέρεται μόνο για τον περιορισμό της φορολογίας της, τη μείωση του εργατικού κόστους και τη λήψη μερισμάτων, αντί να επανεπενδύει τα κέρδη της».

Μιλώντας στον The Guardian, ο Τόνι ανέφερε ενδεικτικά μια πρακτική που δείχνει την κυρίαρχη λογική της εταιρείας: την κατάχρηση των αναφορών χρήσης φαρμάκων. Σ’ αυτές οι αναφορές, οι οποίες είναι δωρεάν για τους πολίτες, ο ασθενής καλείται να απαντήσει σε ένα ερωτηματολόγιο και μετά λαμβάνει συμβουλές από τον φαρμακοποιό ως προς τη βέλτιστη χρήση των φαρμάκων που λαμβάνει. Για κάθε τέτοια συμπληρωμένη αναφορά, το βρετανικό ΕΣΥ πληρώνει την Boots 28 λίρες, αλλά για να αποτραπεί η κατάχρηση, το όριο των αναφορών που μπορεί να κάνει κάθε φαρμακείο είναι 400 ετησίως.

Οι μάνατζερ πίεζαν τον Τόνι να φτάσει οπωσδήποτε αυτό το όριο – με άλλα λόγια, το ανώτατο όριο γινόταν στόχος που έπρεπε να επιτευχθεί για να εξαντληθεί το περιθώριο κέρδους. «Αν έχανες τον στόχο, σε πίεζαν ακόμα περισσότερο λέγοντάς σου π.χ. ‘έχεις κάνει τρεις αναφορές χρήσης φαρμάκων λιγότερες αυτή την εβδομάδα’».

Ένα εταιρικό email στο οποίο εξασφάλισε πρόσβαση ο συντάκτης του The Guardian Αντιτία Τσακραμπόρτι ήταν αρκετά σαφές ως προς το θέμα: «Η εταιρεία βγάζει 28 λίρες κέρδος από κάθε αναφορά χρήσης φαρμάκων. Άρα, καθεμιά που δεν κάνουμε σημαίνει απώλεια 28 λιρών για την εταιρεία». Και κάπως έτσι, ο Τόνι και οι συνάδελφοί του κατέληξαν να κάνουν αυτές τις συνεδρίες σε όλους, ανεξάρτητα αν υπήρχε ανάγκη ή όχι.

Κάνοντας απλά μαθηματικά, εξάγεται το συμπέρασμα ότι μόνο απ’ αυτό το δημόσιο πρόγραμμα η Boots κερδίζει 30 εκατομμύρια λίρες τον χρόνο, αν υποθέσουμε ότι κάθε φαρμακείο της κάνει 400 τέτοιες αναφορές. Και αυτό είναι ένα μικρό μόνο μέρος από τη ροή κρατικού χρήματος προς ιδιωτικές εταιρείες με σκοπό την παροχή υπηρεσιών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

Από τη μία, έχεις μια κρατική υπηρεσία, το βρετανικό ΕΣΥ, που θέλει να μεταβιβάσει ακόμα περισσότερες υπηρεσίες ιατρικής φροντίδας στον ιδιωτικό τομέα. Απ’ την άλλη, υπάρχουν τεράστιες αλυσίδες, όπως η Boots, που αναζητούν συνεχώς νέα συμβόλαια. Και στη μέση βρίσκεται ο απλός φαρμακοποιός, ο οποίος υπό την πίεση των μάνατζερ καταλήγει να λειτουργεί αντι-επαγγελματικά.