Τι κατανάλωσαν πέρσι τα ελληνικά νοικοκυριά – Πού έφτασε το επίπεδο φτώχειας

Τι κατανάλωσαν πέρσι τα ελληνικά νοικοκυριά – Πού έφτασε το επίπεδο φτώχειας

Μεγάλη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την κατανάλωση τη χρονιά που πέρασε.

Αύξηση 1% σημείωσε πέρυσι η συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές), ενώ αυξήθηκε και η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές κατά 1,6%. Ωστόσο, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,1% του πληθυσμού, αν και το ποσοστό είναι οριακά μειωμένο σε σχέση με το 18,2% το 2016.

Πρόκειται για τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών (ΕΟΠ) του 2017, που διενεργήθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ σε δείγμα 6.176 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας.

Αναλυτικά, από την έρευνα προκύπτουν τα εξής:

Η συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές) για το 2017 ανήλθε στα 5.768.848.031 ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση 1%, ή 55.696.602 ευρώ σε σύγκριση με το 2016. Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε στα 1.414,09 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,6% (22,06 ευρώ). Η μέση συνολική δαπάνη για κάθε άτομο ανήλθε στα 547,51 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,6% (8,57 ευρώ). Σε πραγματικούς όρους, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 0,7% ή 9,74 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού το 2017 (0,7%). Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,4%) και ακολουθούν η στέγαση (14,1%) και οι μεταφορές (12,9%), ενώ στις υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχεί στο μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,2%).

Μεταξύ του 2016 και του 2017 το καταναλωτικό πρότυπο δεν παρουσίασε σημαντικές μεταβολές, παρατήρηση που ισχύει τόσο για τις τρέχουσες όσο και για τις σταθερές τιμές. Ειδικότερα, η ποσοστιαία κατανομή των 12 κατηγοριών έχει ως εξής: είδη διατροφής 20,4%, στέγαση 14,1%, μεταφορές 12,9%, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια 10,5%, διάφορα αγαθά και υπηρεσίες 8,8%, υγεία 7,3%, είδη ένδυσης και υπόδησης 5,8%, διαρκή αγαθά 4,4%, αναψυχή και πολιτισμός 4,7%, επικοινωνίες 4,2%, οινοπνευματώδη ποτά και καπνός 3,8% και εκπαίδευση 3,2%.

Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2016), η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών των νοικοκυριών (αύξηση 7,4%) παρατηρείται για εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία, ενώ ακολουθούν οι δαπάνες για στέγαση (αύξηση 3,2%) και για αναψυχή και πολιτισμό (αύξηση 2,8%). Εννέα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν αύξηση, με τη μικρότερη (0,4%) στα είδη διατροφής. Οι κατηγορίες στις οποίες παρατηρείται μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης είναι τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (1,4%), τα οινοπνευματώδη ποτά και ο καπνός (0,5%) και η υγεία (0,3%).

Μεγαλύτερη αύξηση στη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (τρέχουσες τιμές) στις υποκατηγορίες δαπανών, καταγράφεται στον τηλεφωνικό εξοπλισμό (47,1 %) και στις οικονομικές υπηρεσίες (συνδρομές σε πιστωτικές κάρτες, αμοιβές λογιστών κ.λπ.) κατά 26,5%, ενώ μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στην κοινωνική προστασία (17,9%).

Όσον αφορά στις δαπάνες στα είδη διατροφής, παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), για έλαια και λίπη (3,2%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (2,8%) και μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (0,4%), ενώ παρατηρείται αύξηση της μηνιαίας δαπάνης για καφέ, τσάι και κακάο (6.3%), λαχανικά (2,6%), φρούτα (2,4%), ψάρια (2%), ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κλπ. (1,3%), λοιπά αγαθά είδη διατροφής (1%), αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (0,9%), και κρέας (0,6%).

Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο των νοικοκυριών, ωστόσο η μεγαλύτερη δαπάνη που καταγράφεται σε όλους τους τύπους νοικοκυριών αφορά σε είδη διατροφής. Ειδικότερα:

Νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο ηλικίας 65 ετών και άνω, έχουν λιγότερες δαπάνες κατά 45,4% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δυο παιδιά έως και 16 ετών έχουν περισσότερες δαπάνες κατά 145,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών. Νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 76,4 % της μέσης μηνιαίας δαπάνης, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 213,5% αυτής. Μείωση κατά 0,2% σε σύγκριση με το 2016, καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο μισθωτό, ενώ αύξηση καταγράφεται με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο χωρίς μισθωτούς κατά 4,2%, με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς κατά 1,7% και με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο κατά 0,6%.

Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.165,81 ευρώ μηνιαίως ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.477,79 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, 21,1% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές. Νοικοκυριά που διαμένουν στο Νότιο Αιγαίο δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 119 % της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά που διαμένουν στη Στερεά Ελλάδα το 63,3% αυτής.

Συνθήκες διαβίωσης

Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:

*Τηλεόραση έγχρωμη (100%)

*Κινητό τηλέφωνο (90,9%)

*Σταθερό τηλέφωνο (85%)

*Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ, τουλάχιστον ένα (66%)

*Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (68,1%)

*Πλυντήριο πιάτων (36,7%)

*Καταψύκτη (30,6%)

*Δεύτερη κατοικία (15,8%) και

*Κλειστό χώρο στάθμευσης (12,9%), ενώ χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 41,3%.

Ανισότητα

Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,3 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,5 για το 2016). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,2, όπως και το 2016, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική

δαπάνη). Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 31,6% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 14%.

O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,1% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνον η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (18,2% το 2016), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 12,2% του πληθυσμού (11,3% το 2016) όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).

Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 33% των δαπανώντων μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 31,4% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής ενώ τα μη φτωχά το 19,7%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι, κ.λπ.), η δαπάνη τους για την υγεία ανέρχεται στο 8,5% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη των μη φτωχών ανέρχεται στο 7,5%.

Καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη

Σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για την Ιταλία και την Ισπανία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για το Ηνωμένο βασίλειο οι δαπάνες στις μεταφορές και στη στέγαση. Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,6% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Ιταλία έως 3,2% στην Ελλάδα. H Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,3% και 7,1 % του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.