Τι θα μπορούσε να γίνει για να «πάρει τα πάνω της» η οικονομία της Ευρώπης;

Τι θα μπορούσε να γίνει για να «πάρει τα πάνω της» η οικονομία της Ευρώπης;

Η ΕΚΤ χαμήλωσε περαιτέρω τα επιτόκια αυτήν την εβδομάδα. Είναι αυτό όμως αρκετό; Ένας hedge fund manager κι ένας καθηγητής καταθέτουν την πρότασή τους.

των Έρικ Λόνεργκαν και Μαρκ Μπλάιθ*

Η οικονομία των ΗΠΑ συνέρχεται από τη Μεγάλη Ύφεση, αλλά η Ευρώπη παραμένει σε κακά χάλια. Ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου φλερτάρει με τον αποπληθωρισμό, κι όμως η λύση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι να προσπαθήσει να επιβάλλει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις εταιρείες να δανειστούν περαιτέρω.

Το τελευταίο παράδειγμα: Την Πέμπτη, η κεντρική τράπεζα περιέκοψε τα επιτόκια ακόμα περισσότερο και ανακοίνωσε ένα νέο σχέδιο τόνωσης της οικονομίας που περιλαμβάνει την αγορά χρηματοπιστωτικών τίτλων. Η εν λόγω κίνηση έρχεται σε μια στιγμή όπου η Ευρωζώνη παρουσιάζει σχεδόν μηδενική ανάπτυξη εδώ και ένα χρόνο, αν και τα επιτόκια είναι αρνητικά.

Άρα, γιατί να λάβει κάποιος τέτοιες αποφάσεις όταν το ουσιώδες πρόβλημα είναι απλώς ότι οι Ευρωπαίοι δεν ξοδεύουν αρκετά;

Το μείζον πρόβλημα είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν εργαλεία του 19ου αιώνα για να επιλύσουν προβλήματα του 21ου αιώνα. Όταν σχηματίστηκαν οι κεντρικές τράπεζες για πρώτη φορά, οι κυβερνήσεις τους ανέθεσαν την υποχρέωση παροχής ρευστότητας στις τράπεζες ώστε να προλαμβάνουν τους τραπεζικούς «πανικούς», καθώς και την υποχρέωση χρηματοδότησης της αγοράς κρατικών ομολόγων. Για να επιτελέσουν αυτό το έργο, οι κεντρικές τράπεζες είτε έλεγχαν τα επιτόκια, είτε αντάλλασαν τίτλους για ρευστό.

Σήμερα, έχουν ακόμη τα ίδια εργαλεία, και τίποτε παραπάνω. Είναι επιτέλους καιρός να τους δώσουμε ένα νέο εργαλείο: την ικανότητα να παρακάμπτουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα και να δίνουν ρευστό απευθείας στα νοικοκυριά.

Οι άμεσες μεταβιβάσεις ρευστού δίνουν μεγάλη ώθηση στη δαπάνη και δεν διακρίνουν ανάμεσα στους δανειζόμενους και στους αποταμιευτές, όπως συμβαίνει με τη χειραγώγηση των επιτοκίων. Επιτρέπουν επίσης στα άτομα να αποφασίσουν τι να κάνουν με τα χρήματά τους. Κάποιοι τα ξοδεύουν. Κάποιοι τα επενδύουν. Κάποιοι τα χρησιμοποιούν για να επαναπληρώσουν χρέος (καλή ιδέα, ιδιαίτερα εφόσον το χρέος επιβραδύνει την ανάπτυξη). Κάποιοι απλώς τα αποταμιεύουν, αλλά ακόμη κι αυτό βοηθά τις τράπεζες να φτιάξουν τους ισολογισμούς τους και να δανείζουν περισσότερα χωρίς ποσοτική χαλάρωση.

Όχι μόνο είναι όλο αυτό προτιμότερο από το να προσπαθούν οι κεντρικές τράπεζες να επιβάλλουν σε δανειζόμενους και σε αποταμιευτές να κάνουν κάτι παρά τη θέλησή τους, αλλά και όλα τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι οι επιστροφές ρευστού τονώνουν τη δαπάνη πολύ πιο αποτελεσματικά σε σχέση με έμμεσες πολιτικές, όπως οι αγορές ομολόγων μεγάλης κλίμακας ή οι δαπάνες για υποδομές. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μια μεταβίβαση λιγότερο από 5% του ΑΕΠ στα νοικοκυριά θα δημιουργούσε στην Ευρωζώνη ανάκαμψη μεγαλύτερη από εκείνη που προήλθε από το 20% του ΑΕΠ που δεσμεύτηκε παγκοσμίως για ποσοτική χαλάρωση από το 2008 και δώθε.

Δεν εννοούμε ότι οι πολιτικοί πρέπει να έχουν αυτό το εργαλείο στη διάθεσή τους. Ο ρόλος των πολιτικών πρέπει να περιορίζεται στη νομοθέτηση αυτού του εργαλείου και στον καθορισμό των κανόνων που διέπουν τη διανομή, Μετά, οι πολιτικοί δεν θα έχουν καμία σύνδεση με την πολιτική αυτή. Οι κεντρικές τράπεζες θα παραμείνουν ανεξάρτητες και θα ακολουθούν τους στόχους πληθωρισμού. Απλώς, θα τους δοθεί ένα νέο εργαλείο για να επιτελέσουν τις λειτουργίες που τους έχουν ανατεθεί. Όταν θα έρθουν αντιμέτωπες με ύφεση ή με αποπληθωρισμό, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να μεταβιβάσουν το ποσό που κρίνουν κατάλληλο άμεσα στα νοικοκυριά. Η τράπεζα θα αποφασίζει πότε και πόσα χρήματα να μεταβιβάσει. Όταν ο στόχος σε σχέση με τον πληθωρισμό επιτευχθεί, τότε η πολιτική σταματάει. Τελεία. Όμως, αν αυτή η πολιτική είναι τόσο απλή και οι μελέτες δείχνουν ότι είναι αποτελεσματική, γιατί δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη;

Ένας λόγος είναι οι «μάχες χαρακωμάτων» για εξουσία. Όταν ο πρώην κυβερνήτης της Τράπεζας της Αγλλίας, Μέρβιν Κινγκ, ρωτήθηκε σχετικά με τις μεταβιβάσεις ρευστού, τις απέρριψε ως «δημοσιονομική πολιτική» που δεν αφορά τη δουλειά μιας κεντρικής τράπεζας, αίσθηση που απήχησαν και οι απόψεις του κυβερνήτης της Τράπεζας της Ιαπωνίας νωρίτερα φέτος. Αλλά αυτά είναι απλώς σημειολογία: νομισματική πολιτική είναι ο,τιδήποτε ζητάμε από την κεντρική τράπεζα να κάνει. Αν της δώσουμε την εξουσία να κάνει πληρωμές σε νοικοκυριά, τότε αυτό καθίσταται νομισματική πολιτική.

Άλλοι διαφωνούν με την ιδέα ότι η αποκαλούμενη «εκτύπωση χρήματος» και ο πληθωρισμός είναι συνώνυμα. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο: όλες οι σχολές οικονομικής σκέψης συμφωνούν ότι ο πληθωρισμός εξαρτάται από την ποσότητα του χρήματος που τυπώνεται, και τις συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται αυτό. Με άμεσες μεταβιβάσεις ρευστού, οι κεντρικές τράπεζες θα εκτύπωναν μικρό μέρος του χρήματος σε σχέση με την ποσοτική χαλάρωση, και θα μεταβίβαζαν χρήμα μόνο αν πίστευαν ότι θα βοηθούσε στην επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων πληθωρισμού – στόχων που η ΕΚΤ, για παράδειγμα, χάνει με την τρέχουσα πολιτική της. Αν οι μεταβιβάσεις ρευστού μπορούν να αναζωογονήσουν τη ζήτηση και να δημιουργήσουν αειφόρα ανάκαμψη, τότε οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να εξομαλύνουν τα επιτόκια, καταπολεμώντας τον πληθωρισμό στη ρίζα του, αλλά μόνο αφότου έχει λάβει χώρα μια πραγματική ανάκαμψη.

Σε καμία περίπτωση δεν προτείνουμε κάτι επαναστατικό. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι η πιο αποτελεσματική χρήση των υπαρχόντων πόρων. Ζητάμε από τις κεντρικές τράπεζες να λύσουν προβλήματα που δεν είχαν κληθεί ποτέ να αντιμετωπίσουν. Είναι σωστό και δίκαιο να τους δώσουμε και τα εργαλεία για να επιτελέσουν το έργο που τους ζητάμε.

*Ο Μαρκ Μπλάιθ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Brown και ο Έρικ Λόνεργκαν είναι μάνατζερ ενός hedge fund με έδρα στο Λονδίνο.

Διαβάστε ακόμη: 

Ο Μάριο Ντράγκι…παίρνει επιτέλους το όπλο του!

Η συνέπεια του Μάριο Ντράγκι αλλάζει τους κανόνες στην Ευρωζώνη

Σε νέο ιστορικά χαμηλό το επιτόκιο της ΕΚΤ