Το ελληνικό «παράδοξο» και η οικονομία της γνώσης

Το ελληνικό «παράδοξο» και η οικονομία της γνώσης

Το νέο παραγωγικό μοντέλο για τη χώρα περνάει μέσα από τη γνώση και τους ανθρώπους της. Έτσι θα περάσουμε από τα ευχολόγια στις πράξεις.

Το 2013 ο ιδρυτής του Facebook Μαρκ Ζούκερμπεργκ καλούσε τον τότε Αμερικανό πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα να αλλάξει τον μεταναστευτικό νόμο στις ΗΠΑ, ώστε οι αμερικανικές επιχειρήσεις να προσελκύσουν τα καλύτερα μυαλά στον κόσμο.

Ο ίδιος με άρθρο του, τότε, στη Washington Post έφερε ξανά στο προσκήνιο τον όρο «οικονομία της γνώσης» αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Η σημερινή οικονομία… βασίζεται κυρίως στη γνώση και τις ιδέες – πόρους που είναι ανανεώσιμοι και διαθέσιμοι στον καθένα. Mια οικονομία της γνώσης μπορεί να επεκταθεί, να δημιουργήσει καλύτερες θέσεις εργασίας και να παρέχει καλύτερη ποιότητα ζωής στον καθένα μας». Λίγους μήνες αργότερα, και ανακοινώνοντας ένα ακόμα εντυπωσιακό τρίμηνο για την εταιρεία του, επανήλθε στον ορισμό, έχοντας συμπεριλάβει ιδεαλιστικά και εμπορικά χαρακτηριστικά. Σε νέες του δηλώσεις ανέφερε: «Η οικονομία της γνώσης, βοηθά τους ανθρώπους να δημιουργήσουν ανάπτυξη σε θέσεις εργασίας και να υποστηρίξουν μια μεγαλύτερη οικονομική αλλαγή στον κόσμο που βασίζεται στην πληροφορία και τις ιδέες».

Η αλήθεια είναι ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι καινούργιος, αλλά υπάρχει εδώ και μερικές δεκαετίες. Το 1990 ήταν ένας από εκείνους τους όρους που άρεσαν πολύ σε διάφορους συγγραφείς και συμβούλους με αποτέλεσμα να διευρυνθεί τόσο πολύ ο ορισμός του, ώστε να χάσει το νόημά του. Η εποχή της πληροφορίας ήταν σε άνοδο εκείνη την περίοδο και το «καύσιμό» της ήταν οι ιδέες. Όμως μέχρις εκεί. Την τελευταία δεκαετία ο όρος έχει επανέλθει για τα καλά και αυτή τη φορά στηρίζεται όχι μόνο σε ιδέες, αλλά και σε πράξεις. Στη σημερινή οικονομία, ο κύριος παράγοντας που προσδιορίζει την ανάπτυξη δεν είναι η συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά η γνώση, η έρευνα και η καινοτομία. Η γνώση προσφέρει συνθήκες για αυξανόμενες οικονομικές αποδόσεις και δημιουργεί ευκαιρίες για σχεδόν απεριόριστη ανάπτυξη.

Το λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης», όπως το έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση αφορά στη σύνδεση της έρευνας, της καινοτομίας και της εκπαίδευσης και δείχνει να διαμορφώνει νέα δεδομένα τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Κύριοι εκφραστές του παγκοσμίως είναι τα μεγάλα πανεπιστήμια και στη συνέχεια οι εταιρείες τεχνοβλαστοί (spin offs). Πρόκειται για νέες επιχειρήσεις που έχουν ως αντικείμενο την εκμετάλλευση της γνώσης που παράγεται σε ερευνητικά εργαστήρια, από άτομα υψηλού επιπέδου επιστημονικής και τεχνικής εκπαίδευσης ή και από ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς οργανισμούς, με την συνδρομή ιδιωτικών κεφαλαίων και χρηματοδοτικών οργανισμών. Τα spin offs ανήκουν σε μια ευρύτερη επιχειρηματική ομάδα, αυτή των νεοφυών επιχειρήσεων ή αλλιώς startups, σχήματα εντάσεως ανθρωπίνου κεφαλαίου και γνώσης, που διεκδικούν σημαντικό μερίδιο στην παγκόσμια οικονομία.

Το ελληνικό «παράδοξο»

Στην Ελλάδα, τα τελευταία δύσκολα χρόνια, ο όρος «καινοτομία» ακούγεται όλο και περισσότερο ως η λύση στο πρόβλημα της ανεργίας, του περιορισμού της διαρροής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό και της αύξησης της παραγωγικότητας της οικονομίας. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα μας βρίσκεται ανάμεσα στις πρώτες 20 μεταξύ 186 χωρών ως προς τις επιστημονικές επιδόσεις, αλλά υστερεί σημαντικά στους επιστημονικούς δείκτες επιδόσεων καινοτομίας (22η μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28). (European Innovation Scoreboard 2017).

 

Πρόκειται για ένα «χάσμα καινοτομίας» που ανακλάται εδώ και χρόνια στην κρίση ανταγωνιστικότητας που υπάρχει στην ελληνική οικονομία. Χαρακτηριστικά, αν και η χώρα μας έχει σημαντικό αριθμό καινοτόμων επιχειρήσεων, αυτές παράγουν καινοτομία που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μέση ή χαμηλή ένταση γνώσης, ενώ οι μισθοί παραμένουν εξίσου χαμηλοί.

Όπως ανέφερε ο Κώστας Φωτάκης, αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας, στο πλαίσιο του Athens Innovation Festival, που διοργάνωσαν στο Ζάππειο Μέγαρο το ΕΒΕΑ και οι Industry Disruptors – Game Changers, στόχος είναι η διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου για την Ελλάδα με βάση την οικονομία της γνώσης με αξιώσεις.  «Πρωτοβουλίες όπως αυτή του Athens Innovation Festival που διοργανώνεται από το ΕΒΕΑ και την Περιφέρεια Αττικής βοηθούν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας που έχει ήδη ξεκινήσει, ώστε η Οικονομία της Γνώσης να αποτελέσει νέο παραγωγικό πρότυπο βασισμένο στην Έρευνα και την Καινοτομία.» αναφέρει ο ίδιος στο FortuneGreece.com.

Τα νέα εργαλεία και το EquiFund

«Κορμός» ενός τέτοιου νέου μοντέλου οφείλει να είναι το ανθρώπινο δυναμικό που έχει μείνει στην Ελλάδα, αλλά και όσοι έχουν εγκαταλείψει την χώρα και πρέπει να πάρουν ισχυρά κίνητρα για να επιστρέψουν. Ο δρόμος μόνο εύκολος δεν είναι και οι παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν και να έχουν διάρκεια αφορούν τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Ήδη οι επιχειρήσεις έχουν ενισχύσει τις δαπάνες στον τομέα της έρευνας, που έφτασαν το 2016 τα 723 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ.

Παράλληλα δράσεις και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία όπως το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας & Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) και το νέο υπερταμείο (EquiFund) διαμορφώνουν νέα δεδομένα στο ελληνικό ερευνητικό και επιχειρηματικό οικοσύστημα. Στην πρώτη περίπτωση το ΕΛΙΔΕΚ ενισχύει με πρόσθετους πόρους ύψους 240 εκατ. ευρώ για την τριετία 2017 – 2019 τους νέους ερευνητές και την ελεύθερη έρευνα στα ελληνικά ΑΕΙ, επιδιώκοντας να βάλει στην «καρδιά» της αλλαγής την ίδια την επιστημονική κοινότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από τις 1669 προτάσεις ερευνητικών έργων μεταδιδακτόρων που έχουν υποβληθεί στο ΕΛΙΔΕΚ, οι 160 προτάσεις προέρχονται από Έλληνες του εξωτερικού που επιθυμούν να επιστρέψουν και να υλοποιήσουν το ερευνητικό τους έργο σε Ελληνικά ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα.

Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή της επενδυτικής πλατφόρμας του EquiFund, έχουν ήδη γραφτεί πολλά. Το μόνο σίγουρό είναι ότι μέσω των πόρων του, που μπορεί να φτάσουν ακόμα και το 1 δισ. ευρώ για την επόμενη πενταετία, δημιουργούνται νέες ευνοϊκές συνθήκες, τόσο για ιδέες σε επίπεδο πανεπιστημίου (Παράθυρο Καινοτομίας), όσο και για startups (Πρώιμο Στάδιο) και ΜμΕ (Στάδιο Ανάπτυξης), που πρέπει να αποτελέσουν το βασικό όχημα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Στο EquiFund συνεπενδύουν 10 – 12 επενδυτικά ταμεία (venture capitals), εκ των οποίων τα έξι έχουν ήδη ανακοινωθεί, ενώ οι βασικοί πόροι του ταμείου φτάνουν τα 260 εκατ. ευρώ (200 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ και 60 εκατ. από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων). Σύμφωνα με πληροφορίες του Fortune, το ποσό εκκίνησης για το 2018 ανέρχεται μέσω της μόχλευσης ιδιωτικών κεφαλαίων ήδη στα 500 εκατ. ευρώ.

Παρά τις όποιες ενστάσεις και τις ανησυχίες για τυχόν λογικές «πλειστηριασμού» στην ελληνική αγορά, οι διαχειριστές των κεφαλαίων εμφανίζονται αισιόδοξοι για το νέο εγχείρημα, καθώς έχει πλέον υιοθετηθεί μια πιο ολιστική, συγκροτημένη και βήμα προς βήμα προσέγγιση.

«Βαρίδι» το μη μισθολογικό κόστος

Αντίβαρο σε όλα τα παραπάνω εξακολουθεί να αποτελεί η υπερφορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων και κυρίως το μη μισθολογικό κόστος, που σχετίζεται με τις κρατήσεις και τις υπέρογκες εισφορές που καλούνται να καταβάλουν οι έλληνες επιχειρηματίες. Εκπρόσωποι της ελληνικού οικοσυστήματος νεοφυούς επιχειρηματικότητας ανέφεραν στο πλαίσιο του Athens Innovation Festival ότι παραμένει ακριβό «σπορ» το να προσελκύσουν και να προσλάβουν νέους εργαζόμενους με υψηλή ειδίκευση στις εταιρείες τους, κάτι που άμεσα τις καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με startups άλλων χωρών της Ε.Ε. Δε φτάνει μόνοι οι επιχειρήσεις να καταλάβουν πόσο σημαντικό είναι να υιοθετήσουν την καινοτομία, αλλά πρέπει να μπορούν να αξιοποιήσουν και την «made in Greece» γνώση.

Επίσης για τα θέματα των startups πρέπει να υιοθετηθεί μια δέσμη μέτρων, όπως φορολογικά κίνητρα σε επενδυτές που θέλουν να βάλουν τα χρήματά τους σε νέες εταιρείες, έκδοση startup visa, ώστε να προσελκύσουμε ταλαντούχους ανθρώπους από όλο τον κόσμο, που θέλουν να έρθουν να ζήσουν και να επιχειρήσουν στην Ελλάδα. Τέλος ένα σταθερό και προνομιακό φορολογικό πλαίσιο που θα περιλαμβάνει ειδικό καθεστώς για τις νεοφυείς επιχειρήσεις τουλάχιστον για δέκα χρόνια, ώστε να εξασφαλιστεί η σταθερότητα που ζητούν οι επενδυτές. Οδηγός για αυτό μπορεί να είναι η πολιτική της Γαλλίας τα τελευταία χρόνια.

Διαβάστε σχετικά:

Τι μπορούμε να μάθουμε από τον Μακρόν για τις startups