Το ελληνικό τυρί που παράγεται με τη συνοδεία κλασικής μουσικής

Το ελληνικό τυρί που παράγεται με τη συνοδεία κλασικής μουσικής

Στη Δεσκάτη Γρεβενών βρίσκεται κτηνοτροφική μονάδα με συστήματα αυτόματου αρμέγματος που λειτουργούν υπό τους ήχους του Μπαχ και του Μπετόβεν!

Όταν ακούμε για κτηνοτροφία, οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας την εικόνα απαρχαιωμένων στάβλων που τις περισσότερες φορές δεν πληρούν τις απαιτούμενες συνθήκες υγιεινής. Τα πράγματα ευτυχώς έχουν αλλάξει αρκετά, γεγονός που οφείλεται τόσο στην έλευση της τεχνολογίας, όσο και στη νέα γενιά κτηνοτρόφων που επιδεικνύουν μεγαλύτερο ζήλο και επαγγελματισμό.

Στη Δεσκάτη Γρεβενών η οικογένεια Τσιγάρα, η οποία διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες κτηνοτροφικές μονάδες στην περιοχή της Μακεδονίας, έχει εξελίξει τις παραδοσιακές πρακτικές που ακολουθούνταν μέχρι πρότινος, αφού στις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις της φιλοξενούνται συστήματα αυτόματου αρμέγματος τα οποία λειτουργούν υπό τον ήχο κλασσικής μουσικής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το γάλα που πίνετε ή το τυρί που φτάνει στο τραπέζι σας χρειάζεται τις συνθέσεις του Μπετόβεν ή του Μπαχ για να παραχθεί!

«Παρατηρήσαμε πως όταν, κατά τη διάρκεια της ημέρας, ακούγαμε μουσική, τα ζώα ηρεμούσαν και ανέβαινε η ποσότητα γάλακτος που παρήγαγαν. Έτσι αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε την κλασσική μουσική στο εσωτερικό των στάβλων, αφού τα αμνοερίφια χαλάρωναν και η όλη διαδικασία γινόταν πιο εύκολη», αναφέρει στο fortunegreece.com ο Χρήστος Τσιγάρας, ένας εκ των ιδιοκτητών της κτηνοτροφικής μονάδας, που απαριθμεί 2.000 αιγοπρόβατα στην περιοχή της Δεσκάτης σε μια συνολική έκταση 5.000 στρεμμάτων, από τα οποία τα 1.000 καλλιεργούνται με σιτηρά.

Η οικογενειακή επιχείρηση διαθέτει επίσης και ομώνυμο τυροκομείο στο οποίο βρίσκονται τοποθετημένα κάθε λογής χειροποίητα παραδοσιακά προϊόντα, τα οποία έχουν αποκτήσει το δικό τους καταναλωτικό κοινό στη Βόρειο Ελλάδα. Το 50% περίπου της παραγωγής διοχετεύεται στη Θεσσαλονίκη, ενώ δεύτερη αγορά σε πωλήσεις είναι η Χαλκιδική.

Εκλεκτά γαλακτοκομικά προϊόντα όπως φέτα, γιαούρτι, ξυνοτύρι, αλλά και χειροποίητα λουκάνικα με τις αντίστοιχες πιστοποιήσεις, βρίσκονται τοποθετημένα σε σούπερ μάρκετ καθώς και σε ξενοδοχεία της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί πως τα τυροκομικά προϊόντα της οικογένειας Τσιγάρα έχουν τιμήσει Πρόεδροι της Δημοκρατίας, αλλά και αρκετοί Έλληνες Πρωθυπουργοί, αφού σήμα κατατεθέν τους είναι η πλούσια γεύση και η άριστη ποιότητα.

Σύμφωνα με τον κ. Τσιγάρα το συγκριτικό πλεονέκτημα των ντόπιων γαλακτοκομικών προϊόντων, που τους δίνει αυτή την υπεροχή στη γεύση, είναι η πρώτη ύλη που λαμβάνουν στην καθημερινή διατροφή τους τα ζώα. Στα βιολογικά κτήματα στην ευρύτερη περιοχή της Δεσκάτης παράγονται ζωοτροφές χωρίς φυτοφάρμακα, ενώ η πλούσια χλωρίδα σε βότανα που προσλαμβάνεται μέσω της ελεύθερης βοσκής, περνάει στο γάλα -και κατ’ επέκταση στο κρέας του ζώου- εκείνες τις θρεπτικές ουσίες που είναι ευεργετικές για τον ανθρώπινο οργανισμό.

«Όσο και αν προσπαθούν να μας ανταγωνιστούν οι ξένοι δεν τα καταφέρνουν»

Σχολιάζοντας την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να δώσει το «πράσινο φως» σε καναδικές εταιρείες να μπορούν να παράγουν και να κυκλοφορούν στην αγορά της χώρας τους «καναδική φέτα», όταν πρόκειται για ένα ελληνικό Π.Ο.Π. προϊόν, ο κ. Τσιγάρας επισημαίνει ότι ακόμη και αν έχουν αυτή τη δυνατότητα το αποτέλεσμα δεν θα είναι το ίδιο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, όσο και αν προσπαθούν να μας ανταγωνιστούν οι ξένοι με το γιαούρτι, το ξυνοτύρι ακόμη και με τα κακής ποιότητας λευκά τυριά που επιχειρούν να ονομάσουν «φέτα», δεν τα καταφέρνουν και ο λόγος είναι απλός: «Η φέτα δεν μπορεί να γίνει από αγελαδινό, παρά μόνο από αιγοπρόβειο γάλα κάτι που οι Ολλανδοί, οι Δανοί και οι Γάλλοι αδυνατούν να καταλάβουν».

Ο διεθνής ανταγωνισμός είναι σίγουρα μια παράμετρος που, λόγω της κρίσης, λαμβάνεται υπόψη όλο και πιο πολύ τα τελευταία χρόνια από τους επαγγελματίες του κλάδου. Ωστόσο, δεν συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημα. Για τους Έλληνες κτηνοτρόφους το μεγαλύτερο «αγκάθι» παραμένει η δυσβάσταχτη φορολογία. «Η κτηνοτροφία στην Ελλάδα έχει τελειώσει. Κανένας κτηνοτρόφος δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της επιχείρησής του. Όταν ο ίδιος ο Υπουργός αναγνωρίζει το πρόβλημα του κλάδου και δεν προτείνει καμία εναλλακτική λύση, τότε καταλαβαίνετε ότι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Ακόμα και οι αγρότες δραστηριοποιούνται σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εμάς».