Γιάννης Τούντας: «Η στρατηγική One Health είναι το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουμε σήμερα»

Γιάννης Τούντας: «Η στρατηγική One Health είναι το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουμε σήμερα»
Ο Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής μιλάει στο Fortune για την εποχή των αναδυόμενων επιδημιών και εξηγεί γιατί χρειαζόμαστε ισχυρό δημόσιο τομέα Υγείας.

«Η υγεία του καθένος θα εξαρτάται όλο και περισσότερο από την Παγκόσμια Υγεία στη νέα εποχή των αναδυόμενων επιδημιών», τονίζει ο Γιάννης Τούντας και εξηγεί γιατί χρειαζόμαστε ισχυρό τομέα Δημόσιας Υγείας. Yπογραμμίζει, επιπλέον, ότι η καινοτομία και η τεχνολογία διαμορφώνουν ένα προνομιακό περιβάλλον για την ανάπτυξη ψηφιακών εφαρμογών, την ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, της νοσηλείας στο σπίτι και της Δημόσιας Υγείας, με σημαντικούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ.

Τρία χρόνια μετά την εμφάνιση της Covid, τι δεδομένα βλέπουμε να διαμορφώνονται στον χώρο της υγείας με όχημα, κυρίως, την τεχνολογία;

Η πρωτόγνωρη για την εποχή μας δραματική εμπειρία της πανδημίας επέφερε σημαντικές αλλαγές σε πολλές πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε ό,τι αφορά την ιατρική επιστήμη, ο παγκόσμιος ερευνητικός οργασμός που πυροδότησε η πανδημία οδήγησε σε χρόνο ρεκόρ σε εντυπωσιακά επιτεύγματα στα εμβόλια, τα φάρμακα, τα διαγνωστικά τεστ, αλλά και τα συστήματα επιτήρησης, καταγραφής και ενημέρωσης. Τα επιτεύγματα αυτά άνοιξαν τον δρόμο για ακόμα πιο αποτελεσματικά εφόδια στην αντιμετώπιση στο άμεσο μέλλον όχι μόνο των επιδημιών, αλλά και άλλων νοσημάτων. Νέα δεδομένα διαμορφώνονται και στις απόψεις των ανθρώπων σε ό,τι αφορά την προστασία της Yγείας. Οι άνθρωποι, κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες, συνειδητοποίησαν σε μεγάλο βαθμό πόσο ευάλωτη είναι η Υγεία σε απρόσμενες απειλές. Πολλοί συνειδητοποίησαν, ακόμα, τη σημασία της υπεύθυνης συμπεριφοράς του καθένος, αλλά και την αξία της συλλογικής και αλληλέγγυας στάσης.

Επίσης, στις αντιλήψεις τόσο των πολιτών όσο και της Πολιτείας ενισχύθηκαν η αναγκαιότητα ενός αποτελεσματικού δημόσιου συστήματος υπηρεσιών υγείας και συνακόλουθα η ανάγκη για ενίσχυσή τους σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους. Κυρίως, όμως, έγινε αντιληπτή η ανάγκη άσκησης ευρύτερων πολιτικών υγείας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Η επίμονη μάχη με την Covid-19 συνεχίζεται. Πότε πιστεύετε ότι θα τελειώσει η μάχη αυτή;

Η πανδημία, όπως σωστά είπατε, συνεχίζεται και, δυστυχώς, δεν μπορούμε να προβλέψουμε για πόσο διάστημα ακόμη θα διαρκέσει, διότι υπάρχουν ορισμένοι αστάθμητοι παράγοντες. Πρώτα απ’ όλα, οι μεταλλάξεις. Ο κορωνοϊός μεταλλάσσεται αρκετά συχνά, περίπου κάθε δύο-τρεις μήνες, ενώ πολλές είναι και οι παραλλαγές κάθε μετάλλαξης, σε αντίθεση με τον ιό της γρίπης, που παρουσιάζει λίγες μόνον μεταλλάξεις από χρόνο σε χρόνο. Όσες, μάλιστα, περισσότερες μεταδόσεις του κορωνοϊού έχουμε τόσο περισσότερες δυνατότητες του δίνονται για μεταλλάξεις και παραλλαγές. Και όπως ήδη γνωρίζουμε οι κυρίαρχες σήμερα παραλλαγές Ο4 και Ο5 είναι πολύ μεταδοτικές, ενώ λίγα γνωρίζουμε ακόμη για τις νέες μεταλλάξεις ΧΒΒ και ΒQ.1.1., που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στη Σιγκαπούρη. Ένας άλλος αστάθμητος παράγοντας είναι η μελλοντική παραγωγή νέων, πιο αποτελεσματικών εμβολίων και φαρμάκων. Το πόσο πιο αποτελεσματικά θα είναι και το πότε θα είναι διαθέσιμα δεν το γνωρίζουμε ακόμη.

Τέλος, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν τα μέτρα που θα πρέπει να λαμβάνει το κάθε κράτος χωριστά, αλλά και η διεθνής κοινότητα συνολικά, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας, καθώς και ο βαθμός συμμόρφωσης των πολιτών στα εκάστοτε μέτρα. Τούτων δοθέντων, το πιο πιθανό σενάριο είναι της συνέχισης της πανδημίας σε περιορισμένη έκταση για ορισμένους μήνες, με εξάρσεις που ήδη βιώνουμε τις τελευταίες βδομάδες στη χώρα μας, και που θα είναι πιο έντονες όσο περισσότερο ξεχνάμε τη μάσκα, τις αποστάσεις, την υγιεινή των χεριών και τον εμβολιασμό, με τα ποσοστά στην Ελλάδα να παραμένουν ακόμη απογοητευτικά, ειδικά για την αναμνηστική δόση. Στη συνέχεια, πιθανότατα, ο κορωνοϊός να γίνει ενδημική νόσος, όπως περίπου και η γρίπη, χωρίς να αποκλείεται η πλήρης εξαφάνισή του, κάτι που έχει συμβεί σε άλλους ιούς.

Εκτός από τις ανησυχίες που εκφράζετε για το παρόν, πόσο βάσιμους θεωρείτε τους φόβους για ενδεχόμενες νέες πανδημίες;

Στη δεκαετία του 1960, η εποχή των λοιμωδών νοσημάτων θεωρούνταν ότι είχε παρέλθει. Στην ταχεία μείωσή τους, τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στον ανεπτυγμένο κόσμο, συνέβαλαν αρχικά η θεαματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και στη συνέχεια τα αντιβιοτικά και πολλά νέα εμβόλια. Η πολιομυελίτιδα και η ευλογιά αποτέλεσαν παρελθόν. Το 1968, ο επικεφαλής των υγειονομικών υπηρεσιών των ΗΠΑ διακήρυξε ότι ο πόλεμος κατά των λοιμώξεων είχε κερδηθεί. Το 1975, ο πρύτανης της φημισμένης Ιατρικής Σχολής του Yale δήλωσε πως δεν θα προκύπταν πλέον νέα μεταδοτικά νοσήματα. Όμως, κατά τη δεκαετία του 1970, όλες αυτές οι εκτιμήσεις διαψεύστηκαν. Από τότε μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα βιώνει ένα νέο κύμα έξαρσης των λοιμωδών νοσημάτων, νέες επιδημίες και πανδημίες, με εκατομμύρια θύματα σε όλον τον πλανήτη. Από το 1975 έως το 2020 είχαν καταγραφεί περισσότερες από τριάντα επιδημίες, ως επί το πλείστον ιογενούς αιτιολογίας, όπως Embola, AIDS, MERS, SARS, κ.ά., με αποκορύφωμα την τρέχουσα πανδημία της Covid-19.  Βρισκόμαστε πλέον σε μια εποχή νέας νοσηρότητας, την οποία οι ιστορικοί της Ιατρικής αποκαλούν εποχή των αναδυόμενων επιδημιών.

Πού, κατά τη γνώμη σας, οφείλεται η ανάδυση των νέων επιδημιών;

Τα κύρια αίτια γι’ αυτό το φαινόμενο εντοπίζονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών και η Παγκόσμια Οργάνωση για την Υγεία των Ζώων, σε κοινή τους διακήρυξη πριν από λίγα χρόνια είχαν εντοπίσει τέσσερις βασικές αιτίες για την ανάδυση και τη διάδοση των νέων επιδημιών: το εμπόριο των εξωτικών ειδών, τη βρώση άγριων ζώων, τις συνθήκες εκτροφής των ζώων και, κυρίως, την αυξανόμενη ζήτηση για ζωική πρωτεΐνη παγκοσμίως.

Εκτός, όμως, από τη διαταραχή της διατροφικής αλυσίδας, και σε συνάρτηση με αυτή, σημαντική συμβολή στην αύξηση των επιδημιών έχουν και η καταστροφή της βιοποικιλότητας, η αλλοίωση των οικοσυστημάτων, η κλιματική αλλαγή, η εντατικοποίηση της γεωργίας, η αστικοποίηση, καθώς και η ραγδαία αύξηση των διεθνών ταξιδιών και του εμπορίου στο πλαίσιο της εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν οδηγήσει στην περαιτέρω διάδοση ή την εμφάνιση ζωονόσων. Αυτές οι ασθένειες, πριν από την Covid-19, πρόσβαλλαν περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους ετησίως και ευθύνονταν για παραπάνω από δύο εκατομμύρια θανάτους τον χρόνο. Υπολογίζεται, επίσης, πως περίπου το 75% των νέων μολυσματικών ασθενειών που προσβάλλουν τους ανθρώπους προέρχεται από τα ζώα, ενώ σχεδόν το 60% όλων των ανθρώπινων παθογόνων είναι ζωονόσοι.

Πιστεύετε πως πήραμε το μάθημά μας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση και την πρόληψη των επιδημιών;

Το βασικό μάθημα είναι η συνειδητοποίηση του γεγονότος, από τους πολίτες και την Πολιτεία, ότι οι επιδημίες καταπολεμούνται πρωτίστως στην κοινότητα και δευτερευόντως στα νοσοκομεία. Αν και ο λογαριασμός θα γίνει όταν απαλλαγούμε από τον εφιάλτη της πανδημίας, η βαθμολογία μας μέχρι τώρα στο μάθημα αυτό διαφέρει από χώρα σε χώρα. Πολλές κυβερνήσεις στον δυτικό κόσμο αποφασίζουν τη λήψη ή τη χαλάρωση των μέτρων με γνώμονα τις αντοχές του νοσοκομειακού συστήματος, και όχι με βάση τους επιδημιολογικούς δείκτες, ως θα όφειλαν. Ορισμένοι πάλι πολιτικοί διακηρύσσουν πως έληξε η πανδημία, είτε για να εισπράξουν τα εύσημα της υποτιθέμενης, νίκης είτε γιατί προτάσσουν τις ανάγκες της οικονομίας έναντι της υγείας, πιθανόν αγνοώντας πως όταν χειροτερεύει η υγεία χειροτερεύει και η οικονομία. Για να δοθεί, όμως, με επιτυχία η μάχη στην κοινότητα, χρειαζόμαστε ισχυρό τομέα Δημόσιας Υγείας, ο οποίος περιλαμβάνει την πρόληψη της αρρώστιας, την προστασία της υγείας και την προαγωγή-αγωγή υγείας, και ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, όπως είναι το ΕΣΥ στη χώρα μας.

Οι επιδημίες καταπολεμούνται πρωτίστως στην κοινότητα και δευτερευόντως στα νοσοκομεία. Για να δοθεί με επιτυχία η μάχη χρειαζόμαστε ισχυρό τομέα Δημόσιας Υγείας.

Μιλήσατε για τον ρόλο της πρόληψης, όταν ακόμη ήταν σχεδόν άγνωστη λέξη. Σήμερα μιλάτε με έμφαση για τη Δημόσια Υγεία ως άμεση προτεραιότητα σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο. Στη χώρα μας γίνονται γενναία βήματα προς αυτή την κατεύθυνση;

Βήματα γίνονται με μεγάλη καθυστέρηση, αλλά δεν θα τα έλεγα «γενναία». Ήμασταν μέχρι προ τριετίας η μοναδική χώρα στην Ευρώπη χωρίς πανεπιστημιακή σχολή Δημόσιας Υγείας.

Δίνουμε για τη Δημόσια Υγεία μόνο το 1,3% των δημόσιων δαπανών υγείας, όταν σε πολλές χώρες της ΕΕ το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 4%.

Γι’ αυτό παραμένουμε πρωταθλητές στο κάπνισμα, έχουμε εγκαταλείψει τη μεσογειακή διατροφή, είμαστε από τους πιο παχύσαρκους λαούς της Ευρώπης και ασκούμαστε λιγότερο από τους περισσότερους Ευρωπαίους. Απογοητευτικά είναι και τα ποσοστά στη διενέργεια των βασικών προληπτικών εξετάσεων. Νόμοι για τη Δημόσια Υγεία ψηφίζονται «κάθε τρεις και λίγο», χωρίς να πολυεφαρμόζονται. Ο πιο πρόσφατος νόμος του 2020, αν και ανεπαρκής, κατά τη γνώμη μου, δημιούργησε ένα ευνοϊκό θεσμικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της πρόληψης, το οποίο, σε συνδυασμό με τα σημαντικά ποσά που προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, ελπίζουμε να οδηγήσει σε σημαντικά βήματα το επόμενο διάστημα.

Τι προϋποθέτει η στρατηγική One Health του ΠΟΥ και τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα, καθώς και οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, για να δούμε απτά αποτελέσματα;

Η υγεία του καθενός θα εξαρτάται όλο και περισσότερο από την Παγκόσμια Υγεία, Global Health, όπως έχει ονομαστεί διεθνώς. Για τον σκοπό αυτό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διακήρυξε πρόσφατα τη στρατηγική της Ενιαίας Υγείας /One Health, η οποία αναγνωρίζει τη διασύνδεση μεταξύ ανθρώπων, ζώων, φυτών και του κοινού τους περιβάλλοντος για την αντιμετώπιση των ζωονόσων, προκειμένου να ασκηθούν πολιτικές σε διεθνές κυρίως επίπεδο. Ωστόσο, το εύρος της Ενιαίας Υγείας είναι σαφώς μεγαλύτερο και μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους κλάδους, τομείς και θέματα, όπως είναι η περιβαλλοντική υγεία και η υγεία των οικοσυστημάτων, η οικολογία, η άγρια ζωή, η χρήση της γης, η βιοποικιλότητα, τα νοσήματα που μεταδίδονται με ξενιστές, ενώ ακόμη και τα πεδία των χρόνιων ασθενειών, της ψυχικής υγείας, της επαγγελματικής υγιεινής και των μη μεταδοτικών ασθενειών, μπορούν να επωφεληθούν από την προσέγγιση της Ενιαίας Υγείας.

Πάνω απ’ όλα, όμως, η στρατηγική της Ενιαίας Υγείας είναι το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουμε στη μάχη κατά των αναδυόμενων επιδημιών. Για να γίνουν όλα αυτά, εκτός από την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας, θα χρειαστεί τα κράτη να θέσουν τον τομέα της Δημόσιας Υγείας στις άμεσες προτεραιότητες της ασκούμενης εθνικής πολιτικής και των δημοσίων δαπανών, δημιουργώντας νέους θεσμούς και νέες υπηρεσίες και διαμορφώνοντας νέες σχέσεις συνέργειας της Δημόσιας Υγείας με τα συστήματα υπηρεσιών υγείας, δημόσια και ιδιωτικά, στα οποία θα υπάρξουν επίσης σημαντικές αλλαγές.

Τα 600 εκατ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης για τις υποδομές του ΕΣΥ και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αρκούν για τις δημόσιες δομές; Και τι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα θεωρείτε απαραίτητες;

Οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι σημαντικοί, αλλά δεν αρκούν για τη συνολική ανασυγκρότηση του ΕΣΥ. Στην πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις, για το «Νέο ΕΣΥ», προτείνουμε τρόπους επιπρόσθετης χρηματοδότησης με την προσέλκυση ιδιωτικών πόρων και την καθιέρωση επικουρικής και συμπληρωματικής ασφάλισης για την ενσωμάτωση των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών στη θεσμική χρηματοδότηση. Η προσέλκυση των ιδιωτικών πόρων μπορεί να επιτευχθεί μέσω των συμπράξεων του Δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως στα νοσοκομεία, καθώς και με συμβάσεις με την ιδιωτική ασφάλιση, αλλά και με την παροχή επιπρόσθετων αμειβόμενων υπηρεσιών. Οι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα δεν θα πρέπει να περιοριστούν στις κατασκευές, τις ανακαινίσεις και τον εξοπλισμό, αλλά σκόπιμο είναι να επεκταθούν στην αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων υποδομών σε πολλά νεόδμητα επαρχιακά νοσοκομεία, προς όφελος του τοπικού πληθυσμού, αλλά και για την ανάπτυξη του Ιατρικού Τουρισμού, που παραμένει ακόμη στα σπάργανα.

Ποια θα είναι στο άμεσο μέλλον τα πιο σημαντικά επιτεύγματα στον χώρο της Υγείας, και πώς μπορούν να αξιοποιηθούν στη χώρα μας;

Όλοι οι τομείς της υγείας θα επωφεληθούν σημαντικά. Ειδικότερα, στον τομέα της πρόληψης έχουν ήδη αρχίσει διεθνώς καινοτόμες εφαρμογές. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, δημιουργήσαμε μαζί με τους συνεργάτες μου ένα καινοτόμο εξ αποστάσεως πρόγραμμα πρόληψης και προαγωγής-αγωγής υγείας, το οποίο με ειδικό ερωτηματολόγιο αξιολογεί την υγεία των συμμετεχόντων και τους παράγοντες που την καθορίζουν, και παρέχει εξατομικευμένες οδηγίες αγωγής υγείας και εξατομικευμένα πρωτόκολλα για τους εμβολιασμούς και για τη διενέργεια των προληπτικών εξετάσεων με υπενθυμίσεις. Εδώ και περίπου έναν χρόνο ο ΕΔΟΕΑΠ παρέχει το πρόγραμμα αυτό σε ασφαλισμένους και δικαιούχους του Ταμείου. Επίσης, στο πλαίσιο του προγράμματος της Βόρειας Εύβοιας, στο οποίο έχω αναλάβει με την υποστήριξη της διαΝΕΟσις την εκπόνηση των μελετών για την ανασυγκρότηση του υγειονομικού τομέα, έχουμε συμπεριλάβει τέσσερα καινοτόμα ψηφιακά έργα εξ αποστάσεως πρόληψης και προαγωγής υγείας για τον γενικό πληθυσμό και για τη φροντίδα των χρόνιων ασθενών στο σπίτι. Τα προγράμματα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να αξιοποιηθούν σε εθνικό επίπεδο, καθώς και από επιχειρήσεις και οργανισμούς που διαθέτουν γιατρό εργασίας. Θα προσθέσω ότι βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερα ευνοϊκή εποχή.

Τα υπουργεία Υγείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης διαμορφώνουν ένα προνομιακό περιβάλλον για την ανάπτυξη ανάλογων ψηφιακών εφαρμογών, με την επέκταση της τηλεϊατρικής, την καθιέρωση του προσωπικού γιατρού και την εφαρμογή του Ηλεκτρονικού Φακέλου Υγείας, καθώς και με τις προτεραιότητες που έχουν δοθεί για την ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, της νοσηλείας στο σπίτι και της Δημόσιας Υγείας στη χώρα μας, με σημαντικούς εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους.

Κύριε Τούντα, αν είχατε απέναντί σας τον υπουργό Υγείας, τι θα του επισημαίνατε;

Να γράψει Ιστορία καθιερώνοντας στο ΕΣΥ αξιοκρατική διοίκηση σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από τη θεσμοθέτηση Εκτελεστικής Επιτροπής και γενικού διευθυντή στην κορυφή, στα πρότυπα του βρετανικού NHS, πάνω στο οποίο βασίστηκε το δικό μας ΕΣΥ. Χωρίς αποτελεσματική διοίκηση, κάθε αλλαγή που επιχειρείται θα έχει περιορισμένα αποτελέσματα.

*Φωτογραφίες: Σύλβια Διαμαντοπούλου

**Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Fortune που κυκλοφορεί στις 2 Νοεμβρίου.