Μπορεί το Παγκόσμιο Κύπελλο να σώσει τον τουρισμό της Βραζιλίας;

Μπορεί το Παγκόσμιο Κύπελλο να σώσει τον τουρισμό της Βραζιλίας;

Η χώρα έχει έκταση σχεδόν όσο η μισή Νότια Αμερική, αλλά προσελκύει μόνο το 1/5 των τουριστών διεθνώς.

Δυο στους τρεις φιλάθλους στην πόλη Recife της Βραζιλίας, που φιλοξενούσε τους αγώνες Κυπέλλου Συνομοσπονδιών, δεν κατάφεραν να βρουν ξενοδοχείο για να διανυκτερεύσουν. Οι αξιωματούχοι έστελναν τους επισκέπτες τουλάχιστον 120 χιλιόμετρα μακρύτερα στην ενδοχώρα, σαν να λέμε ότι οι φίλαθλοι που πήγαιναν να δουν τους Nicks στην Νέα Υόρκη, έκλειναν ξενοδοχείο στη Φιλαδέλφεια.

Η χώρα του Καρναβαλιού και των διάσημων πάρτι στις παραλίες έρχεται τελευταία όσον αφορά στους ξένους τουρίστες ανά κάτοικο στο δυτικό ημισφαίριο, με μοναδική εξαίρεση την Βενεζουέλα.

Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα βρει κανείς επισκέπτη που να έφυγε δυσαρεστημένος από τις διακοπές του στην χώρα, ενώ η ανερχόμενη μεσαία τάξη έχει αναπληρώσει το κενό της ζήτησης, με αποτέλεσμα η τουριστική βιομηχανία της Βραζιλίας να είναι η έκτη μεγαλύτερη στον κόσμο. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε πολλούς άλλους τομείς της οικονομίας, ο τουριστικός τομέας βρήκε εύφορο έδαφος για να αυξήσει τις τιμές, να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα και να συνεισφέρει αρνητικά στο προβληματικό εξωτερικό έλλειμμα.

Διαβάστε: Χρέη δισεκατομμυρίων βούλιαξαν το ιστορικό Motor-City

Η κατανάλωση από τους τουρίστες δεν ήταν αντίστοιχη με τον πληθωρισμό την τελευταία πενταετία, την ώρα που οι ίδιοι οι Βραζιλιάνοι άρχισαν να προτιμούν τις διακοπές στο Μαϊάμι ή τη Λισαβόνα από τα ταξίδια στην χώρα τους. Η πρόσφατη συναλλαγματική αδυναμία του δολαρίου βοήθησε αυτή την τάση, με αποτέλεσμα το έλλειμμα στον τουριστικό τομέα πέρσι να φθάσει τα 15,6 δισ. δολάρια.

Πώς μπόρεσε η Βραζιλία, «ευλογημένη» με 7,500 χιλιόμετρα ηλιόλουστης ακτογραμμής, τα θαύματα του Αμαζονίου και το φημισμένο Ρίο ντε Τζανέιρο, να μην αναπτύξει ικανοποιητικά τον τουρισμό της;

Οι ξένοι φίλαθλοι το διαπίστωσαν καταρχάς στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου τους. Ακόμα και στα πολυτελή ξενοδοχεία της Recife, τα αγγλικά είναι μια παντελώς άγνωστη γλώσσα. Λόγω του μεγάλου μεγέθους της χώρας, της απομόνωσης και της ανισότητας στην εκπαίδευση, οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν ελάχιστη ή καθόλου επαφή με άλλες γλώσσες.

Τα θέρετρα και τα εστιατόρια πληρώνουν μεγάλα μπόνους για τις υπηρεσίες δίγλωσσου προσωπικού. «Εάν μπορείς να πληρώσεις για να κάνεις μαθήματα Αγγλικών, δεν θα δουλέψεις στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου», λέει ο γερμανικής καταγωγής Γκούντε Σνάιντερ, ιδιοκτήτης μοτέλ. «Το πιθανότερο είναι ότι θα σου ανήκει η επιχείρηση».

Διαβάστε: Πόλεμος Μεξικού και Κάρλος Σλιμ

Ένα από εμπόδια για την ανάπτυξη του τουρισμού είναι η απόκτηση βίζας. Εκτός από την τερατώδη γραφειοκρατία, το κόστος φθάνει τα 160 δολάρια. Έπειτα είναι τα αεροπορικά ταξίδια, που είναι απαραίτητα για να καλυφθούν οι μεγάλες αποστάσεις. Από τις 100 χώρες που έχουν υπογράψει διακρατικές συμφωνίες για τη διευκόλυνση της λειτουργίας των ξένων αεροπορικών εταιρειών, η Βραζιλία είναι μία από τις ελάχιστες που δεν τις έχουν ακόμα εφαρμόσει. Επομένως, όλα τα δρομολόγια γίνονται με τις ντόπιες εταιρείες, τα αεροπλάνα των οποίων είναι σχεδόν πάντα γεμάτα και είναι εύκολο να χαθεί η ενδιάμεση πτήση.

Ακόμα κι όταν ο τουρίστας προσγειωθεί στη Recife για παράδειγμα, για να δει έναν αγώνα, το ταξίδι του δεν έχει ακόμα τελειώσει. Η αναμονή για ταξί μπορεί να διαρκέσει πάνω από μισή ώρα, χάρη στο μονοπώλιο του συνεταιρισμού ταξί αεροδρομίων.

Για όλα τα προβλήματα οι Βραζιλιάνοι ρίχνουν το φταίξιμο στην κακή φήμη που έχει η χώρα από τη δεκαετία του 1990, όταν η χαοτική κατάσταση της οικονομίας και η έξαρση της βίας μεταξύ των συμμοριών, σημάδεψαν τον τουρισμό. Παρότι η ανησυχία της ασφάλειας υπάρχει μεταξύ των τουριστών, οι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι όλα είναι θέμα δημοσίων σχέσεων.

Τα προβλήματα όμως είναι πιο περίπλοκα: όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα η Βραζιλία βρίσκεται στην 51η θέση σε σύνολο 140 χωρών, ενώ οι περίπλοκοι ισχύοντες κανονισμοί, οι υψηλές τιμές και το πολύ κακό οδικό δίκτυο κατατάσσουν την χώρα στις 25 χειρότερες σε αυτές τις κατηγορίες, κάτω ακόμα και από το Καζακστάν και την Γκάμπια.