mytaxi: Τα σχέδια του γερμανικού κολοσσού πίσω από την εξαγορά του Taxibeat

mytaxi: Τα σχέδια του γερμανικού κολοσσού πίσω από την εξαγορά του Taxibeat

Ο CEO της mytaxi, Andrew Pinnington, µιλά αποκλειστικά στο Fortune για τη στρατηγική επέκταση σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική μέσω Ελλάδας.

Του Δημήτριου Πόγκα

Συνάντησα τον Andrew Pinnington στις αρχές Μαρτίου στα γραφεία της mytaxi στο Αµβούργο, µε θέα στο σκεπασµένο µε γκρίζα σύννεφα λιµάνι της πόλης στον ποταµό Έλβα. Βρέθηκε στη θέση του CEO της εταιρείας που διαχειρίζεται την εφαρµογή κλήσης ταξί, µετά την απορρόφηση της βρετανικής Hailo, στην οποία επίσης κατείχε τη θέση του CEO.

Την προηγούµενη ηµέρα βρισκόταν στο Λονδίνο, για να συντονίσει το επικείµενο επαναλανσάρισµα της εφαρµογής − πλέον ως mytaxi. «Υπάρχουν δύο πράγµατα που πρέπει να επιτύχεις όταν ενώνεις δύο εταιρείες: ενοποίηση διοικητικών οµάδων, επιχειρησιακών διαδικασιών, οικονοµικών συστηµάτων, και µετακίνηση σε µια ενοποιηµένη τεχνολογική πλατφόρµα κάτω από µία µπράντα» εξηγεί ο Andrew Pinnington. Από τον Οκτώβριο, όταν ολοκληρώθηκαν οι ρυθµιστικές διαδικασίες, χρειάστηκαν πάνω από πέντε µήνες προκειµένου η mytaxi, µία εβδοµάδα µετά τη συνάντησή µας, να ανακοινώσει ότι είναι έτοιµη να µεταφέρει οδηγούς και χρήστες της Hailo στην εφαρµογή της.

Ταξίδεψα στο Αµβούργο για να συζητήσω µαζί του την εξαγορά της ελληνικής Taxibeat. Η συµφωνία ανακοινώθηκε στα µέσα Φεβρουαρίου, ενώ οι πληροφορίες συνέκλιναν πως το τίµηµα άγγιξε ένα ποσό «βορείως» των 40 εκατ. ευρώ. Αργότερα, ο Νίκος Δρανδάκης, ιδρυτής της Taxibeat, αποκάλυψε πως οι συζητήσεις για την εξαγορά διήρκεσαν πάνω από έναν χρόνο και κινδύνευσαν να µην ολοκληρωθούν όταν η mytaxi απέσυρε το αρχικό ενδιαφέρον της, προτού επανέλθει και συµφωνήσει µε ένα αναβαθµισµένο τίµηµα.

Διαβάστε ακόμη: Taxibeat: Αυτά είναι τα επόμενα βήματα μετά τη μεγάλη εξαγορά

Ο Andrew Pinnington αποφεύγει διακριτικά να αναφερθεί στο ιστορικό των συζητήσεων, καθώς αυτές άρχισαν πριν από τη συγχώνευση µε την Hailo και την ανάληψη καθηκόντων CEO στη νέα εταιρική οντότητα. Τονίζει, ωστόσο, ότι η εξαγορά της Taxibeat εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική της εταιρείας να ηγηθεί στις εφαρµογές κλήσης ταξί στην Ευρώπη.

«Η mytaxi ήταν η πρώτη εφαρµογή για ταξί και ακολούθησαν οι Hailo, Uber, αλλά και πολλοί τοπικοί “παίκτες”, όπως το Taxibeat. Όσο µεγαλώνουν οι τοπικοί “παίκτες” και ωριµάζει ο κλάδος, οι µεγάλες εταιρείες ενοποιούν τις αγορές τους, είτε µέσω οργανικής ανάπτυξης κυριαρχώντας επί των τοπικών “παικτών” και “σκοτώνοντάς” τους είτε µέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων» τονίζει ο Pinnington. «Με τη συγχώνευση mytaxi και Hailo αποκτήσαµε την πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη, µε παρουσία σε εννέα αγορές. Η πρόθεσή µας ήταν να µεγαλώσουµε αυτή τη βάση. Η Taxibeat ήταν η πρώτη συµφωνία εξαγοράς. Διατηρώ αρκετές συζητήσεις για επιπλέον εξαγορές».

Τονίζει πως ρόλο στην απόφαση έπαιξε τόσο η ελληνική αγορά ταξί, την οποία χαρακτηρίζει ως µία από τις µεγαλύτερες στην Ευρώπη, όσο και τα παρόµοια χαρακτηριστικά, κουλτούρα και προσέγγιση µε την mytaxi που διαθέτει το Taxibeat. Παρά τις µικρές διαφορές (για παράδειγµα, στον τρόπο µε τον οποίο έχουν αναπτυχθεί τεχνολογικά οι δύο πλατφόρµες), η εµπειρία που προσφέρουν σε πελάτες και οδηγούς είναι, σε µεγάλο βαθµό, παρόµοια. Ένας επιπλέον λόγος ήταν πως και οι δύο εταιρείες λειτουργούν σε αρµονία µε τις ισχύουσες ρυθµίσεις και τους αδειοδοτηµένους οδηγούς ταξί, χωρίς να επιδιώκουν να «σπάσουν τους κανόνες».

«Είχε ιδιαίτερο νόηµα να εντάξουµε την εταιρεία του Νίκου (σ.σ.: Δρανδάκη) στην οικογένειά µας. Ο τρόπος λειτουργίας της είναι ευθέως σχετικός και εφαρµόσιµος στον δικό µας τρόπο λειτουργίας» υπογραµµίζει ο Andrew Pinnington. Όταν αναφέρεται στον δηµιουργό της Taxibeat, o CEO της mytaxi τον χαρακτηρίζει «αυλητή» του παραµυθιού. «Είναι ένας ηγέτης µε όραµα, δηµιουργικός και ενεργητικός. Είναι πολύ καλός στο να κινητοποιεί τους συνεργάτες του µε τις ιδέες του. Έχει µια νεανική οµάδα µε δυναµική και κίνητρα που ταιριάζει µε τις δικές µας οµάδες» προσθέτει.

Διαβάστε ακόμη: Απόστολος Αποστολάκης: Τι έμαθα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της Taxibeat

Παρότι ακόµη δεν έχει ανακοινωθεί συγκεκριµένο χρονοδιάγραµµα υλοποίησης της συµφωνίας, το Taxibeat θα ενοποιηθεί µε την πλατφόρµα και το brand της mytaxi. Έτσι, θα προσφέρει τη δυνατότητα και στους επισκέπτες από το εξωτερικό που είναι εξοικειωµένοι µε το όνοµα της mytaxi να χρησιµοποιούν Έλληνες οδηγούς ταξί. Επιπλέον, θα εξακολουθήσει και αναµένεται να επεκταθεί περαιτέρω η εφαρµογή και στη Λατινική Αµερική, όπου αυτή τη στιγµή έχει παρουσία στη Λίµα του Περού –σε καινούργια γραφεία πλέον– υπό  ένα νέο brand: την Beat, η οποία θα χρησιµοποιεί την τεχνολογία και το περιβάλλον του Taxibeat.

Είναι η πρώτη φορά που η mytaxi αποκτά παρουσία στη Λατινική Αµερική. Εκεί θα εστιάσει περισσότερο η οµάδα του Taxibeat, ενώ ο ίδιος ο Andrew Pinnington και η οµάδα του θα παραµείνουν προσηλωµένοι στο ευρωπαϊκό αποτύπωµα της εταιρείας, που συµπεριλαµβάνει την Ελλάδα.

«Έστησαν µια επιτυχηµένη και αναπτυσσόµενη επιχείρηση στη Λατινική Αµερική, που όµως λειτουργεί µε ένα διαφορετικό µοντέλο και µέσα σε ένα διαφορετικό ρυθµιστικό περιβάλλον από την Ευρώπη. Είναι πολύ ενδιαφέρον για εµάς να το αντιµετωπίσουµε ως µία διαφορετική οντότητα» τονίζει ο Andrew Pinnington. Επί του παρόντος, δηλώνει, δεν υπάρχουν συγκεκριµένα σχέδια για επέκταση και σε άλλες πόλεις.

«Uber και Didi έχουν αναπτυχθεί επιθετικά στην Λατινική Αµερική και έχουν δηµιουργήσει µια πολύ ενδιαφέρουσα αγορά εκεί. Η επιτυχία στο Περού δηµιουργεί σκέψεις επέκτασης και σε άλλες πόλεις, ωστόσο πρέπει να εξετάσουµε πολύ προσεκτικά σε ποια τοποθεσία θέλουµε να αναµειχθούµε. Η αγορά της Λίµα αποδίδει, και αν συνεχίσει έτσι, θα ήµασταν ανόητοι να µην κοιτάξουµε και άλλες πόλεις».

Στην Ελλάδα, η καινούργια εφαρµογή αναµένεται να συµπεριλάβει features που χρήστες, και οδηγοί έχουν συνηθίσει στο Taxibeat, όπως η βαθµολόγηση του οδηγού και η επιλογή του οδηγού που θέλει ο χρήστης, παρότι αυτά παρέχονται µε διαφορετικό τρόπο σε άλλες αγορές όπου δραστηριοποιείται η mytaxi. Τέλος, ίδιο αναµένεται να παραµείνει και το µοντέλο εσόδων, δηλαδή ένα ποσοστό προµήθειας από κάθε κούρσα το οποίο πρόκειται να αποδίδεται στην εταιρεία. 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Fortune Ιουνίου που κυκλοφορεί