Τι πραγματικά σημαίνει η απόφαση της ΕΚΤ για την Ελλάδα

Τι πραγματικά σημαίνει η απόφαση της ΕΚΤ για την Ελλάδα

Πως δανείζονται οι ελληνικές τράπεζες από τον ELA , οι επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία και το μήνυμα Ντράγκι στην κυβέρνηση.

Του Τάσου Ζάχου

Η ανακοίνωση της ΕΚΤ ότι σταματάει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας προς τις τράπεζες αιφνιδίασε. Και αυτό γιατί έρχεται σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για τη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους εταίρους της, με τις πιέσεις, κυρίως από το γερμανικό στρατόπεδο, να αυξάνονται.

Από αυτή την άποψη πρόκειται κυρίως για μια «πολιτική» απόφαση και ένα σαφές μήνυμα του Μάριο Ντράγκι στην Αθήνα ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνουν γρήγορα και σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Όπως αναφέρει η ΕΚΤ στη ανακοίνωση που εξέδωσε, η απόφαση της να μην αποδέχεται κατ΄ εξαίρεση τα ελληνικά ομόλογα ευθυγραμμίζεται με τους υφιστάμενους κανόνες του ευρωσυστήματος, καθώς στην παρούσα φάση δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί μια επιτυχής ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο του Προγράμματος προσαρμογής.

Με απλά λόγια η κεντρική τράπεζα μας αναφέρει ότι ή πρέπει να ακολουθήσουμε το υπάρχον πρόγραμμα ή να να καταλήξουμε σε μια νέα συμφωνία, αποδεκτή όμως από τους εταίρους μας και γρήγορα… Όπως αναφέρει το Reuters, η κίνηση της ΕΚΤ δείχνει εκτεταμένη δυσαρέσκεια μεταξύ των κρατών – μελών της ευρωζώνης αναφορικά με τα σχέδια της νέας ελληνικής κυβέρνησης.

Ως προ το οικονομικό σκέλος της απόφασης, η ανακοίνωση της ΕΚΤ σημαίνει πως η ρευστότητα προς τις τράπεζες θα διοχετεύεται αποκλειστικά μέσω του Μηχανισμού Έκτακτης Ανάγκης (ELA) της Τραπέζης της Ελλάδος. Δηλαδή η ΕΚΤ αυξάνει την πίεση στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, άρα και στην κυβέρνηση, αλλά δεν αίρει τη στήριξη της στις ελληνικές τράπεζες.

Τι ίσχυε μέχρι τώρα
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ είχε αποφασίσει να δέχεται κατ΄ εξαίρεση τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση στις πράξεις αναχρηματοδότησης παρόλο που αυτά δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας, μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Σύμφωνα με πληροφορίες ο Μάριο Ντράγκι έχει επισημάνει προς το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα ότι εάν η Ελλάδα βγει από το πρόγραμμα στήριξης, η ΕΚΤ δεν θα μπορεί να δέχεται ως ενέχυρο τα ελληνικά ομόλογα εφόσον έχουν αξιολόγηση χαμηλότερη του «ΒΒΒ-».

Οι εγγυήσεις αποτελούν ομόλογα που εκδίδουν οι τράπεζες, τα εγγυάται το Δημόσιο και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο ως ενέχυρο για άντληση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή τον ELA. Η έκδοσή τους προβλέπεται από το νόμο Αλογοσκούφη (πυλώνας ΙΙ για ενίσχυση της ρευστότητας) και αποτελεί έκτακτη κρατική βοήθεια.

Μόνο προεκλογικά οι ελληνικές τράπεζες , στο διάστημα μεταξύ 1η με 23 Ιανουαρίου, εξέδωσαν νέα ομόλογα με εγγύηση Δημοσίου ονομαστικής αξίας 12,38 δισ. ευρώ. Το ποσό ανεβαίνει στα 23 δισ. ευρώ, αν συνυπολογισθούν και οι εκδόσεις Δεκεμβρίου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσφυγή σε κρατική βοήθεια τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις 30/9 οι τέσσερις τράπεζες είχαν ομόλογα με εγγύηση Δημοσίου αξίας 26,9 δισ. ευρώ και στις 23 Ιανουαρίου το ύψος τους έφθασε στα 50,94 δισ. ευρώ. Πρακτικά στο δίμηνο Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου σχεδόν διπλασιάστηκε το μέγεθος των εγγυήσεων.

Ακριβότερος ο δανεισμός από τον ELA
Πλέον οι ελληνικές τράπεζες θα δανείζονται αποκλειστικά από τον ELA, τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας της ΤτΕ. Όμως και τα περίπου 50 δισ. ευρώ που έχουν ήδη δανειστεί από την ΕΚΤ, θα πρέπει να μεταφερθούν στον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητας , ανεβάζοντας το κόστος χρήματος από το 0,05% στο 1,55%.

Επίσης ερώτημα παραμένει το κατά πόσο οι τράπεζες θα μπορούν πλέον να αγοράζουν έντοκα γραμμάτια, άρα να δανείζουν το ελληνικό δημόσιο, κάτι που αποτελεί «ανάσα» ρευστότητας για την Ελλάδα στη παρούσα κατάσταση, από τη στιγμή που οι ξένοι επενδυτές έχουν αποφασίσει να απέχουν από τις εκδόσεις γραμματίων λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας.

Διευκρινίζεται ότι η απόφαση αυτή δεν έχει άμεση επίπτωση στην κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, καθώς αυτές θα καλύπτονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των κανόνων του ευρωσυστήματος. Όπως επισημαίνει το Bloomberg, συνολικά η κίνηση της ΕΚΤ θα έχει λογικά πολύ μικρό αντίκτυπο στις ελληνικές τράπεζες -υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χαθεί εντελώς η εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα τις επόμενες ημέρες- και θα πρέπει να τη δούμε ως εξής: η ΕΚΤ ασκεί πίεση στην ελληνική κυβέρνηση.

Σύμφωνα με το πρακτορείο, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν στηρίζεται ιδιαίτερα στο ελληνικό δημόσιο χρέος ως ενέχυρο για την εξασφάλιση ρευστότητας. Επιπρόσθετα, το χρέος αυτό υφίσταται «κούρεμα» έως και 40% όταν χρησιμοποιείται από την ΕΚΤ ως εγγύηση.

Όμως η απόφαση αυτή αυξάνει την πίεση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς το κόστος χρήματος ανεβαίνει και αυτό έχει επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχει εκροή καταθέσεων, έστω και ελεγχόμενη και απορρόφηση εντόκων γραμματίων Δημοσίου από τις τράπεζες, που δεν ανανέωσαν οι ξένοι επενδυτές.

Οι καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών προσεγγίζουν τα 150 δισ. ευρώ, ακολουθώντας φθίνουσα πορεία από τον Δεκέμβριο με την προκήρυξη πρόωρων εκλογών και το προεκλογικό κλίμα αβεβαιότητας. Το χάσμα ρευστότητας μεταξύ καταθέσεων και δανείων, τα οποία ανέρχονται στα 214 δισ. ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες το κάλυπταν το προηγούμενο διάστημα με τον δανεισμό τους από την ΕΚΤ, δηλαδή αντλούσαν ποσό της τάξεως των 65 δισ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι η άντληση ρευστότητας από τον ELA δεν προϋποθέτει την παραμονή της χώρας σε πρόγραμμα καθώς ο κίνδυνος ανήκει θεωρητικά εξ ολοκλήρου στην ΤτΕ. Ως «έκτακτος» μηχανισμός, ο ELA έχει δύο βασικά μειονεκτήματα. Πρώτον έχει περιορισμένη διάρκεια, ενώ η χορήγηση της πολυπόθητης ρευστότητας δεν είναι εξασφαλισμένη καθώς περνάει από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ  σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Δεύτερον, είναι ακριβός μηχανισμός με το κόστος δανεισμού να κυμαίνεται στο 1,55% εκ των οποίων περίπου το 0,7% καταλήγει ως προμήθεια στο ελληνικό κράτος.

Το κόστος για την πραγματική οικονομία
Το 2012 οι ελληνικές τράπεζες είχαν φτάσει να είναι εκτεθειμένες κατά περισσότερα από 120 δισεκατομμύρια ευρώ στον ELA και μάλιστα με υψηλότερο τότε κόστος σε σχέση με σήμερα.

Η επιβάρυνση των πιστωτικών ιδρυμάτων περνάει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στην πραγματική οικονομία, είτε υπό μορφή αύξησης επιτοκίων για τις νέες χορηγήσεις, είτε με «πάγωμα» των χορηγήσεων.

Δηλαδή οι τράπεζες «φρενάρουν» ακόμα περισσότερο τη χορήγηση νέων στεγαστικών ή επιχειρηματικών δανείων, κάτι που σημαίνει λιγότερη ρευστότητα σε μια αγορά που ήδη αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα.

Διαβάστε σχετικά: H ΕΚΤ σταματάει προσωρινά να δέχεται τα ελληνικά χρεόγραφα – Τι απαντά το ΥΠΟΙΚ