Ξεχάστε την αγροτική παραγωγή όπως την ξέρατε

Ξεχάστε την αγροτική παραγωγή όπως την ξέρατε

Ο νέος «επιχειρηµατίας – αγρότης», η γεωργία «ακριβείας», η εξέλιξη της τεχνολογίας και ο ρόλος των µεγάλων εταιρειών.

Το διατροφικό µενού του πλανήτη αλλάζει, καθώς η αύξηση του πληθυσµού προκαλεί την ένταση της ζήτησης για γεωργικά προϊόντα. Όµως, την ίδια στιγµή, οι δυνατότητες κάλυψης των αναδυόµενων αναγκών συρρικνώνονται, λόγω της µειωµένης διαθεσιµότητας καλλιεργήσιµης γης και της κλιµατικής αλλαγής. Επίσης, οι µεταβολές στην προσφορά των τροφίµων, η αύξηση στις τιµές των εµπορευµάτων και οι νέες µορφές που έχει λάβει η διατροφική αλυσίδα µεταξύ παραγωγών και καταναλωτών έχουν σηµαντικές επιπτώσεις κυρίως στους διατροφικά ανασφαλείς πληθυσµούς της Γης.

Η Παγκόσµια Τράπεζα και τα Ηνωµένα Έθνη έχουν κάνει µια «µαύρη» πρόβλεψη: Εκτιµούν ότι δεν θα υπάρχουν αρκετά τρόφιµα για τον παγκόσµιο πληθυσµό το 2050, όταν θα έχει αυξηθεί, από τα επτά δισεκατοµµύρια που είναι σήµερα, στα 9,6 δισεκατοµµύρια. Κάποιοι ερευνητές, µάλιστα, εντοπίζουν την αφετηρία της εν λόγω έλλειψης το 2030 (καλά καταλάβατε, σε µόλις 13 χρόνια από τώρα). Οι λόγοι; Σφοδρά καιρικά φαινόµενα, όπως οι ξηρασίες και πληµµύρες, οικονοµικές δυσκολίες και πολιτικές αναταραχές σε υπανάπτυκτες χώρες. Λαµβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η Παγκόσµια Τράπεζα επισηµαίνει σε µελέτη της ότι, για να αποφευχθούν οι ελλείψεις µέχρι το 2050, η παγκόσµια κοινότητα οφείλει να παράγει τουλάχιστον 50% περισσότερα τρόφιµα απ’ ό,τι παράγει σήµερα. Πόσο εφικτό είναι αυτό; O αγροτικός τοµέας βρίσκεται σε στάδιο µετάβασης µε «πυξίδα» δύο βασικά χαρακτηριστικά: τα αποτελέσµατα της τεχνολογικής προόδου στη µείωση του κόστους παραγωγής και τη βελτίωση της ποιότητας των γεωργικών προϊόντων. Παράλληλα, ο νέος αγρότης που ασχολείται µε την καλλιέργεια της γης εξελίσσεται σε επιχειρηµατία-αγρότη, ενώ όροι όπως «agribusiness» και «γεωργία ακριβείας» χρησιµοποιούνται για να περιγράψουν αυτό το νέο πλαίσιο παραγωγής. Επίσης, µεγάλες εταιρείες, αλλά και νεοφυείς επιχειρήσεις µε «όχηµα» την τεχνολογία και νέα χρηµατοδοτικά προγράµµατα, αλλάζουν ριζικά την αγροτική ατζέντα.

Τι συµβαίνει στην Ελλάδα

Ο αγροτικός τοµέας ήταν ανέκαθεν ένας από τους βασικότερους τοµείς απασχόλησης στην Ελλάδα και αποτελεί εδώ και χρόνια βασικό πυλώνα της εγχώριας οικονοµίας και κοινωνίας. Η συµβολή του, µάλιστα, είναι πολύ µεγαλύτερη από τη µέση συµµετοχή των αντιστοίχων µεγεθών της Ευρώπης. Συγκεκριµένα, η έκταση των κυρίως αγροτικών περιοχών φτάνει στη χώρα µας στο 82%, όταν στην Ευρώπη των «28» ο µέσος όρος δεν ξεπερνάει το 52%. Επίσης, ο πληθυσµός των αγροτικών περιοχών φτάνει στην Ελλάδα στο 44%, όταν στην Ευρώπη δεν ξεπερνάει το 23%.

Ο κάποτε σηµαντικότατος αυτός κλάδος δεν κατάφερε, όµως, να µείνει ανεπηρέαστος στα χρόνια της κρίσης, καθώς πολλά δηµοσιονοµικά µέτρα έπληξαν τον αγροτικό κόσµο, ενώ το ποσοστό συµµετοχής του αγροτικού τοµέα στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας συρρικνώθηκε, από 18,3%, σε 4,2% την περίοδο 1970-2016. Με βάση, δε, τα στοιχεία της Eurostat, o γεωργικός τοµέας συµβάλλει στο ΑΕΠ κατά 2,9%, ενώ καλύπτει το 14% της απασχόλησης. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 1,2% και 5%. «Πρέπει να µελετηθούν οι ανάγκες της ελληνικής γεωργίας, ιδίως στις σηµερινές συνθήκες κρίσης, να αναδειχθούν οι δυνατότητες του πρωτογενούς τοµέα της γεωργίας και να αρχίσει η ανασυγκρότησή του, βασιζόµενοι στα σηµαντικά πλεονεκτήµατα του ελληνικού περιβάλλοντος και του ελληνικού επιστηµονικού δυναµικού» αναφέρει στο Fortune η Φάλια Οικονόµου, καθηγήτρια στο Εργαστήριο Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών. Πέραν όµως αυτών, πρέπει να εκτιµηθεί η επιπλέον προστιθέµενη αξία που δηµιουργεί η γεωργία, που µπορεί να φθάσει µέχρι 12,2 δισ. ευρώ κατ’ έτος. Υπολογίζεται ότι τα επόµενα επτά χρόνια θα δοθούν 19 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Η Φάλια Οικονόµου επισηµαίνει ότι µε την εφαρµογή νέων τεχνολογιών ενδυναµώνονται µε άµεσο και δυναµικό τρόπο η σχέση και η αλληλεξάρτηση µεταξύ της γεωργίας και του περιβάλλοντος, «µέσω της σωστής διαχείρισης και εφαρµογής των εισροών, ώστε να µειώνονται στο ελάχιστο οι επιζήµιες επιπτώσεις της γεωργίας στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου».

Γυαλιά εικονικής πραγµατικότητας, GPS και «γεωργία ακριβείας»

Η τεχνολογία θα πρέπει να είναι φιλική προς τους ανθρώπους του πρωτογενούς τοµέα. Η εξέλιξή της θα παίξει κοµβικό ρόλο, ώστε οι αγρότες να µπορούν να διαχειρίζονται τις εκµεταλλεύσεις τους µε αποτελεσµατικό τρόπο αυξάνοντας τη λειτουργικότητα των εδαφών και την αποδοτικότητα και την ποιότητα των προϊόντων τους, βελτιώνοντας ταυτόχρονα την κατανάλωση της ενέργειας. Εάν κάποιος όρος περιγράφει ακριβώς τη χρήση νέων τεχνολογικών εργαλείων στην παραγωγή, αυτός είναι η «γεωργία ακριβείας». Στο Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών, ο τοµέας της «γεωργίας ακριβείας» έχει να παρουσιάσει έργο µέσω της ανάπτυξης λογισµικών, της χρήσης µη στελεχωµένων ελαφρών εναέριων οχηµάτων (drones – UAV) για την παρακολούθηση αγρονοµικών και περιβαλλοντικών παραµέτρων των καλλιεργειών, αλλά και της ανάπτυξης µεθόδων γεωργίας ακριβείας για την διαχείριση εχθρών και ασθενειών των καλλιεργειών. «Η ‘‘γεωργία ακριβείας’’ αναδύεται ως µια λύση µε γνώµονα την καινοτοµία και βασίζεται στη βελτιστοποίηση της διαχείρισης των εισροών σε έναν αγρό µε ακρίβεια και αποτελεσµατικότητα, ανάλογα µε τις ανάγκες των καλλιεργειών. Περιλαµβάνει τεχνολογίες που βασίζονται στη χρήση αισθητήρων για τη συλλογή δεδοµένων και σε δεδοµένα συστηµάτων δορυφορικού εντοπισµού θέσης, όπως του GPS, της τηλεπισκόπησης και του διαδικτύου, για τη διαχείριση των καλλιεργειών και τη µείωση της χρήσης λιπασµάτων, φυτοπροστατευτικών προϊόντων και του νερού» επισηµαίνει η Φάλια Οικονόµου. Πάντως, η προώθηση της υψηλής τεχνολογίας στον τοµέα της γεωργίας δεν αποτελεί µια νέα ιδέα. Η Ε.Ε. έχει ήδη αναπτύξει σχετικές πρωτοβουλίες όπως η Ευρωπαϊκή Σύµπραξη Καινοτοµίας για τη Γεωργική Παραγωγικότητα και βιωσιµότητα (EIP-AGRI), ώστε να καλύψει την αυξανόµενη ζήτηση για τρόφιµα και τη διασφάλιση της αειφόρου χρήσης των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος.

Ωστόσο, εύλογα κάποιος µπορεί να αναρωτηθεί αν η «γεωργία ακριβείας» είναι ένα ακριβό σπορ για τους Έλληνες αγρότες, ειδικά σε περίοδο απαξίωσης του αγροτικού τοµέα στην Ελλάδα, λόγω και της οικονοµικής κρίσης.

«Οι τεχνολογίες της ‘‘γεωργίας ακριβείας’’ εξακολουθούν να είναι ακριβές και απρόσιτες για τους περισσότερους. Για ορισµένες τεχνολογίες, οι αγρότες κάτοχοι µεγάλων γεωργικών εκµεταλλεύσεων ήταν ανάµεσα στους πρώτους που απέκτησαν τις πιο ‘‘έξυπνες’’ και πιο ακριβείς εκδόσεις των αγροτικών µηχανηµάτων, ενώ αγρότες µε µικρό κλήρο είναι πιο διστακτικοί ή δεν διαθέτουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις, σύµφωνα µε στοιχεία της Ένωσης Ευρωπαίων Βιοµηχάνων Γεωργικών Μηχανηµάτων (CEMA). Συγκεκριµένα, στην Ελλάδα, η υιοθέτησή της ‘‘γεωργίας ακριβείας’’ θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω των διαρθρωτικών προβληµάτων του αγροτικού τοµέα, τα οποία καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την εφαρµογή της, όπως ο µικρός γεωργικός κλήρος, η µεγάλη ηλικία των παραγωγών και το χαµηλό µορφωτικό επίπεδο» επισηµαίνει η καθηγήτρια του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου.

Ο ρόλος της έρευνας και ανάπτυξης

Εκτός από την αύξηση της παραγωγικότητας, µέσω του νέου τεχνολογικού εκσυγχρονισµού των αγροτικών εκµεταλλεύσεων, εξίσου σηµαντικές είναι η υιοθέτηση καινοτοµιών και η ενσωµάτωση των αποτελεσµάτων της έρευνας στην αγροτική παραγωγή. Με βάση στοιχεία της Eurostat, το έτος 2015, αν και οι δαπάνες της Ελλάδας για έρευνα και ανάπτυξη έφθασαν σε ιστορικό υψηλό, που ανέρχεται σε 0,96% του ΑΕΠ, η χώρα κατατάσσεται στην 20ή µόλις θέση µεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Η πρώτη «ύλη», όµως, και σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει, καθώς η αξιοποίηση της παραγόµενης γνώσης στον τοµέα των τροφίµων από τα πανεπιστήµια και τα ερευνητικά ιδρύµατα, σε συνδυασµό µε τη σωστή άσκηση της γεωργίας και την κατάλληλη επιλογή ποικιλιών, µπορεί να οδηγήσει σε προϊόντα µε «εθνική ταυτότητα».

Ο δρ Ευάγγελος Βέργος, γεωπόνος – ζωοτέχνης µε ειδίκευση στην αναπαραγωγή και τη γενετική βελτίωση αγροτικών ζώων, αναφέρεται στο παράδειγµα της Αµερικανικής Γεωργικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη, που εδώ και δεκαετίες δίνει ιδιαίτερη έµφαση στην εφαρµοσµένη έρευνα που αφορά τη «γεωργία ακριβείας», καθώς και στην παραγωγή νέων προϊόντων, αξιοποιώντας τη σηµερινή γνώση και κάνοντας χρήση των εξαιρετικών κλιµατολογικών συνθηκών που η χώρα µας διαθέτει, προς όφελος του αγροτικού πληθυσµού. «Απώτερος σκοπός µας είναι η ανάπτυξη της υπαίθρου. Η Αµερικανική Γεωργική Σχολή, ως το παλαιότερο εκπαιδευτικό γεωργικό ίδρυµα της χώρας, έχει πληθώρα ποιοτικών προϊόντων να επιδείξει όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία έχουν παραχθεί ως αποτέλεσµα γεφύρωσης της εκπαίδευσης και έρευνας µε την παραγωγή. Στρατηγικός στόχος είναι τα οφέλη των προσπαθειών µας να διανθιστούν στην περιφέρεια της Ελλάδας και των βαλκανικών χωρών µέσα από προγράµµατα βιωµατικής εκπαίδευσης και συµβουλευτικής που επιλαµβάνεται η Σχολή Επαγγελµατικής Εκπαίδευσης από το πρόγραµµα γεωργικών εφαρµογών, το οποίο ασκεί όλα αυτά τα χρόνια» αναφέρει.

Παράλληλα, η σχολή έχει συµπράξει µε εταιρείες όπως η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, ώστε να εφοδιάσει τους παραγωγούς µε την απαραίτητη τεχνογνωσία. Χαρακτηριστικό παράδειγµα το πρόγραµµα «εφοδιΑΖουµε», το οποίο παρέχει µια σειρά επιµορφωτικών σεµιναρίων γύρω από τις µεθόδους καλλιέργειας κριθαριού. Το πρόγραµµα ξεκίνησε το 2013 µε πρωτοβουλία της εταιρείας και στοχεύει στην ανάπτυξη της νεανικής δηµιουργικότητας και επιχειρηµατικότητας, στην εξέλιξη των µικροµεσαίων επιχειρήσεων και την ενίσχυση των παραγωγών κριθαριού, παρέχοντας υποστήριξη, κατάρτιση και τεχνογνωσία. «Η στήριξη της αγροτικής οικονοµίας αποτελεί για εµάς στρατηγική προτεραιότητα, στην αποστολή µας να παράγουµε αξία για τον τόπο και τους συνεργάτες µας. Μαζί µε αξιόπιστους συνεργάτες, όπως η Αµερικανική Γεωργική Σχολή, παρέχουµε στους παραγωγούς διαρκή επιµόρφωση και πρόσβαση σε τεχνογνωσία που θα τους βοηθήσει να αυξήσουν τη στρεµµατική απόδοσή τους και να αναπτυχθούν συνολικά» αναφέρει η Έλλη Παναγιωτοπούλου, υπεύθυνη Εταιρικών Σχέσεων της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας.

Κερδίζει έδαφος η συµβολαιακή καλλιέργεια

Ένα ακόµα χαρακτηριστικό της νέας αγροτικής «κουλτούρας» είναι τα προγράµµατα συµβολαιακής καλλιέργειας. Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις επιδιώκουν στενή συνεργασία µε γεωργούς και αγρότες, και υπογράφουν προγράµµατα συµβολαιακής καλλιέργειας, σύµφωνα µε τα οποία οι αγρότες παραδίδουν τα αγροτικά τους προϊόντα στην εταιρεία σε προκαθορισµένη τιµή, και αυτή µε τη σειρά της προχωρεί στην τυποποίηση και διάθεσή τους στο εµπόριο. Παράγοντες της αγοράς κάνουν λόγο για αύξηση των συµβολαίων καλλιέργειας σε ποσοστό που φθάνει στο 50% τα τελευταία χρόνια.

Σ’ αυτήν τη µεγάλη «οµπρέλα» της συµβολαιακής καλλιέργειας εντάσσονται συνήθως αγροτικά προϊόντα µε µεγάλη ζήτηση όπως το κριθάρι, το σιτάρι, η ντοµάτα, τα καπνά, το γάλα, η σταφίδα, τα σπαράγγια. Τα τελευταία χρόνια προστίθενται και νέα είδη, όπως γκότζι µπέρι, ρόδι, µύρτιλλα, γνωστά και ως µπλούµπερι, βότανα, αιθέρια έλαια, αλλά και φαρµακευτικά φυτά, όπως βασιλικός, ιπποφαές, αλόη, δεντρολίβανο, κρανιά και στέβια.

Ένα από τα µεγαλύτερα προγράµµατα συµβολαιακής γεωργίας και κτηνοτροφίας είναι αυτό που «τρέχει» η Τράπεζα Πειραιώς. Καλύπτει όλη την παραγωγική, εφοδιαστική και µεταποιητική αλυσίδα του αγροτικού προϊόντος, µε στόχο την επωφελή συνεργασία παραγωγών και επιχειρήσεων εµπορίας, µεταποίησης και διάθεσης της αγροτικής παραγωγής και σ’ αυτό η τράπεζα λειτουργεί ως συντονίστρια και χρηµατοδότρια. Υπολογίζεται ότι από το 2013, οπότε και άρχισε να υλοποιείται το πρόγραµµα, έχουν ενταχθεί περισσότεροι από 22.000 αγρότες και περισσότερες από 250 επιχειρήσεις. Σύµφωνα µε στοιχεία που δηµοσιοποίησε πρόσφατα η Τράπεζα Πειραιώς, το σύνολο των εξαγωγών των επιχειρήσεων που έχουν ενταχθεί στη συµβολαιακή γεωργία ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ, µε περισσότερα από 50 προϊόντα προς 75 χώρες, εισφέροντας πολύτιµο συνάλλαγµα.

Μια ακόµη µεγάλη εταιρεία που στράφηκε νωρίς σε πρόγραµµα συµβολαιακής καλλιέργειας είναι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, η οποία, εκτός από τη συµβολαιακή καλλιέργεια κριθαριού για βυνοποίηση και παραγωγή µπίρας, «τρέχει» και συµβολαιακή για την παραγωγή σπόρου στον ελλαδικό χώρο, σε συνεργασία µε το Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών. Αποτέλεσµα αυτής της συνεργασίας είναι η σταθεροποίηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του κριθαριού για βυνοποίηση, ενώ έχει επιτευχθεί αύξηση των µέσων στρεµµατικών αποδόσεων περίπου κατά 30 κιλά ετησίως, από την έναρξη της εφαρµογής του προγράµµατος. «Τα στρέµµατα κυµαίνονται ανάλογα µε τις ανάγκες της εταιρείας, και αν προκύψει πλεόνασµα, τότε υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής κριθαριού ή βύνης» αναφέρει o Βασίλης Κωτούλας, γεωπόνος-επιστηµονικός υπεύθυνος του προγράµµατος συµβολαιακής γεωργίας της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας. «Για τη φετινή σεζόν υπολογίζουµε ότι καλλιεργούνται για το πρόγραµµά µας 160.000 στρέµµατα για παραγωγή βυνοποιήσιµου κριθαριού και 10.000 στρέµµατα για σποροπαραγωγή. Τα δύο προγράµµατα είναι άρρηκτα συνδεδεµένα και εξελίσσονται παράλληλα. Πραγµατοποιώντας τη σποροπαραγωγή στην Ελλάδα, έχουµε τη δυνατότητα να συµπιέζουµε το κόστος του σπόρου για τον παραγωγό, ο οποίος λαµβάνει πιστοποιηµένο σπόρο σε ανταγωνιστική τιµή σε σχέση µε τον εισαγόµενο» προσθέτει ο ίδιος.

Η Φάλια Οικονόµου, περιγράφοντας τα οικονοµικά πλεονεκτήµατα της ένταξης των παραγωγών στο πρόγραµµα της συµβολαιακής καλλιέργειας του κριθαριού, αναφέρει: «Αρχικά, ο παραγωγός γνωρίζει εκ των προτέρων, πριν από τη σπορά της καλλιέργειας, την ελάχιστη εγγυηµένη τιµή του προϊόντος. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να υπολογίσει το κέρδος που προκύπτει από την καλλιέργεια του κριθαριού και να αποφασίσει αν είναι συµφέρουσα για εκείνον ή όχι. Παράλληλα, µέσω των συµβολαίων, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία εγγυάται την απορρόφηση του συνόλου της εντός των συµβολαιακών προδιαγραφών παραγωγής και ποιότητας, δίνοντας στον αγρότη σηµαντική διέξοδο σε χρονιές υψηλών αποδόσεων. Εν συνεχεία, η διάθεση των σπόρων γίνεται επί πιστώσει, καθώς η αξία τους συµψηφίζεται µε την παράδοση της παραγωγής τον Ιούνιο (8 µήνες πίστωση). Με τον τρόπο αυτό αντιµετωπίζεται εν µέρει η έλλειψη ρευστότητας, που αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα το γεωργικού κλάδου. Τέλος, ιδιαίτερα σηµαντική είναι η άµεση πληρωµή των παραγωγών σχεδόν αµέσως µετά την παραλαβή του προϊόντος».

Συµπερασµατικά, ο πρωτογενής τοµέας δεν πρέπει στην Ελλάδα να είναι πλέον παίκτης του πάγκου, αλλά να ενταχθεί στη βασική ενδεκάδα. Η ανάπτυξη της Ελλάδας πρέπει να στηρίζεται σ’ αυτόν, κάτι που οφείλουν να συνειδητοποιήσουν τόσο η κυβέρνηση και οι επιχειρηµατίες, όσο και οι επενδυτές και οι παραγωγοί. Στην ασφυκτική κατάσταση που έχει διαµορφώσει η οικονοµική κρίση στην Ελλάδα, η σύζευξη δύο βασικών πυλώνων της ελληνικής οικονοµίας, της αγροδιατροφής και του τουρισµού, µπορεί να δώσει σηµαντικές «ανάσες» στην οικονοµία. Εάν σκεφτούµε ότι οι εισροές τουριστών στην Ελλάδα τα αµέσως επόµενα χρόνια µπορεί να ξεπεράσουν τα 30 εκατ. αφίξεις ετησίως, θα είναι µεγάλο λάθος να µην αξιοποιηθούν επαρκώς για την προβολή των ελληνικών τροφίµων και ποτών, ερχόµενοι σε επαφή µε προϊόντα πολύ υψηλής ποιότητας που «εξασφαλίζει» η ελληνική γη.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Fortune Ιουνίου που κυκλοφορεί