Τζορτζ Μπάλντοκ: Ένας χρόνος χωρίς τον Starman, ο George που δεν προλάβαμε να χορτάσουμε ως Γιώργο

Τζορτζ Μπάλντοκ: Ένας χρόνος χωρίς τον Starman, ο George που δεν προλάβαμε να χορτάσουμε ως Γιώργο
SUPERLEAGUE 2025-2026 / ΠΑΟ - ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ (ΜΑΡΚΟΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗΣ / EUROKINISSI) Photo: Eurokinissi
Ένας χρόνος συμπληρώνεται από τη μαύρη επέτειο του χαμού του Τζορτζ Μπάλντοκ. Ο Starman των γηπέδων και ο Γιώργος των Ελλήνων έφυγε ξαφνικά το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου του 2024 σε ηλικία μόλις 31 ετών, όμως παραμένει ακόμα παρών. Στη μνήμη των συμπαικτών του, στην οικογένεια που άφησε πίσω και στο φως που δεν θα σβήσει ποτέ.

Του Λάμπρου Τηγάνη

Ήταν το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου 2024. Kάτι απροσδιόριστο έμοιαζε να βαραίνει την ατμόσφαιρα.

Λίγο μετά τις δέκα και μισή, ο Τζορτζ Μπάλντοκ βρέθηκε νεκρός στην πισίνα του σπιτιού του.

Παγωμάρα.

Το πρωί είχε προπονηθεί με τον Παναθηναϊκό, χαμογελαστός όπως πάντα. Η Εθνική ομάδα βρισκόταν ήδη στην Αγγλία και προετοιμαζόταν για τον αγώνα του Nations League στο Γουέμπλεϊ, ενώ εκείνος είχε μείνει στην Αθήνα λόγω ενοχλήσεων, συνεχίζοντας ατομικό πρόγραμμα.

Όταν η σύζυγός του, που βρισκόταν στην Αγγλία, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του, ειδοποιήθηκε ο ιδιοκτήτης της κατοικίας. Το φως της πισίνας ήταν ακόμη αναμμένο. Κι εκεί, μέσα στη σιωπή, τον βρήκαν.

Χωρίς φωνές. Χωρίς κανένα σημάδι βίας. Μια καρδιά που σταμάτησε μέσα στη νύχτα.

Η είδηση ταξίδεψε σαν ψίθυρος που έγινε κραυγή. Από τη Γλυφάδα στα αποδυτήρια του Παναθηναϊκού, κι από εκεί στην αποστολή της Εθνικής στο Λονδίνο.

Μέσα σε λίγα λεπτά, η σιωπή τύλιξε ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό κόσμο. Κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Ο άνθρωπος που το πρωί χαιρετούσε τους συμπαίκτες του, δεν ήταν πια εδώ. Η απουσία του ήταν βαριά, ανεξήγητη, αβάσταχτη.

Ένας άνθρωπος που στα 31 του χρόνια, άφηνε πίσω του τη σύζυγό του και το μικρό τους παιδί. Μια οικογένεια που τον περίμενε να επιστρέψει και μια ζωή που είχε μόλις αρχίσει να χτίζει.

Στο σπίτι του έμεινε μόνο το φως της πισίνας να τρεμοπαίζει – ένα φως που έμοιαζε να προσπαθεί να κρατήσει τον χρόνο λίγο ακόμα.

Ήταν η νύχτα που πάγωσε το ποδόσφαιρο. Η νύχτα που σταμάτησαν όλα και άφησε πίσω της ένα μόνο ερώτημα: Πώς γίνεται ένας άνθρωπος τόσο νέος να φεύγει τόσο ξαφνικά;

Από το Μίλτον Κέινς ως τη Σέφιλντ

Ο Τζορτζ Μπάλντοκ γεννήθηκε στο Μίλτον Κέινς, μια πόλη που δύσκολα τη βρίσκεις στους ποδοσφαιρικούς χάρτες. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έμαθε τι σημαίνει προσπάθεια, μέσα σε τοπικά γήπεδα, μέσα στη βροχή και τη λάσπη, με ένα βλέμμα που από νωρίς έδειχνε πως δεν θα τα παρατούσε ποτέ.

Η οικογένειά του ήταν απλή. Ο πατέρας του, εργάτης, η μητέρα του, ήσυχη δύναμη στο σπίτι. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Σαμ, έγινε κι εκείνος ποδοσφαιριστής, κι έτσι τα παιδικά τους χρόνια μύριζαν πάντα χορτάρι.

Τα καλοκαίρια τους περνούσαν με μια μπάλα και έναν στόχο – να φτάσουν κάποτε εκεί που άλλοι έφταναν μόνο στα όνειρά τους.

Στα δεκαέξι του φόρεσε τη φανέλα της MK Ντονς. Δεν ήταν ποτέ το παιδί που ξεχώριζε από το ταλέντο, αλλά γιατί πάντα προσπαθούσε περισσότερο από τους άλλους. Ήταν ο πρώτος που έφτανε στην προπόνηση και ο τελευταίος που έφευγε.

Πέρασε από δανεισμούς σε μικρές ομάδες. Νορθάμπτον, Μπέρι, Τάμγουορθ και Μπρίστολ Σίτι φιλοξένησαν τον μικρό τότε Μπάλντοκ στα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα.

Εκεί, μέσα στη σιωπή των μικρών κατηγοριών, χτίστηκε ο χαρακτήρας του. Η απλότητα, η αντοχή, η πίστη στην καθημερινή δουλειά.Τίποτα δεν του χαρίστηκε και ίσως γι’ αυτό εκτίμησε αργότερα κάθε στιγμή που ζούσε στο υψηλότερο επίπεδο.

Το 2017 ήρθε η ευκαιρία. Η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ τον έκανε δικό της. Και κάπως έτσι, ένα ντροπαλό παιδί βρήκε τη δική του φωνή.

Στο Μπράμαλ Λέιν αγωνίστηκε πάνω από 200 φορές, έγινε σημείο αναφοράς, παράδειγμα δουλειάς και ψυχής. Οι φίλαθλοι της Σέφιλντ του έδωσαν το δικό του τραγούδι: το “Starman” του Ντέιβιντ Μπάουι.

Κάθε φορά που ανέβαινε τη δεξιά πλευρά, το γήπεδο σείονταν:

“There’s a starman waiting in the sky…”

Τότε ακουγόταν σαν ύμνος. Τώρα μοιάζει με ειρωνεία της ζωής, σαν την αναπόφευκτη μοίρα που βρίσκει όλους τους ανθρώπους, εκείνη που δεν κοιτά ηλικία ή φύλο. Γιατί σήμερα, εκεί πάνω, υπάρχει πράγματι ένας Starman.

Και το όνομά του λάμπει σαν αστέρι.

Το τραγούδι προς τιμήν του Τζορτζ Μπάλντοκ από τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ:

Έλληνας στην ψυχή

Από την άνοιξη εκείνης της χρονιάς είχαν αρχίσει οι πρώτες κουβέντες. Ο Τζον Φαν Σχιπ τον είχε ήδη στο μυαλό του. Ήξερε πως αυτός ο δεξιός μπακ από το Σέφιλντ είχε κάτι ελληνικό μέσα του.

Ύστερα ήρθε η πανδημία. Τα πάντα πάγωσαν, μα το όνομά του δεν ξεχάστηκε.

Δύο χρόνια μετά, με τον Γκουστάβο Πογιέτ πια στον πάγκο, η πρόσκληση ήρθε. Κλήση για το Nations League, για τα τρία παιχνίδια που έμοιαζαν να κλείνουν έναν κύκλο και να ανοίγουν έναν άλλον.

Το ντεμπούτο του έγινε στο Δουβλίνο, αλλαγή στο τέλος του αγώνα με την Ιρλανδία. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε βασικός με το Κόσοβο, κι έπειτα, στον Βόλο, φόρεσε για πρώτη φορά τη γαλανόλευκη μπροστά σε ελληνικό κοινό.

Μετά το τέλος εκείνου του παιχνιδιού, πλησίασε την κάμερα, χαμογέλασε και είπε:

“Καλησπέρα… το όνομα μου είναι Γιώργος.”

Μία φράση που ακούστηκε αμήχανα στην αρχή· κι όμως, μέσα της έκρυβε κάτι βαθύτερο. Την αποδοχή. Την ταυτότητα. Την καρδιά. Αλλά και τις ρίζες της μητέρας του, Ελληνίδας δεύτερης γενιάς που του μιλούσε πάντα για τη χώρα της, για τη θάλασσα, για την περηφάνια.

Ο Τζορτζ μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι όπου η Ελλάδα δεν ήταν ξένη λέξη, αλλά ιστορίες, στιγμές και ήχοι.

Δεν ήταν απλώς ένας Άγγλος που φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής. Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ανήκει. Που μάθαινε σιγά σιγά τη γλώσσα, τα πρόσωπα, τα βλέμματα, τους τρόπους. Που ζούσε το ελληνικό ποδόσφαιρο με τη σοβαρότητα που του ταίριαζε.

Κάθε συμμετοχή του έμοιαζε με δήλωση χαρακτήρα. Από το Σταντ Ντε Φρανς, εκεί όπου στάθηκε απέναντι στον Εμπαπέ χωρίς να κάνει πίσω, μέχρι τα προπονητικά στα Σπάτα, όπου έφευγε πάντα τελευταίος.

Κι όταν ήρθε το καλοκαίρι, πήρε τη μεγάλη απόφαση: να φύγει από τη Σέφιλντ.

Από το μέρος όπου είχε γίνει πατέρας, φίλος, σύμβολο μιας ομάδας. Και τότε είπε μέσα του πως ήρθε η ώρα να επιστρέψει εκεί όπου χτυπούσε πια η μισή του καρδιά.

Στην Ελλάδα. Στον Παναθηναϊκό.

Η συμφωνία είχε γίνει από νωρίς. Ο Τζορτζ – ή μάλλον ο Γιώργος – ετοίμαζε τις βαλίτσες του, χαμογελαστός, έτοιμος για το νέο ξεκίνημα. Μια νέα ζωή, σε μια νέα πόλη, σ’ ένα νέο σπίτι που θα γέμιζε σύντομα και από την οικογένειά του.

Δεν πρόλαβε πολλά.

Πρόλαβε όμως να αγαπηθεί σαν δικό μας παιδί, δένοντας με έναν τραγικό τρόπο την χώρα που τον δέχτηκε σαν φίλο και άφησε πίσω του μια σιωπή που πονά και θα πονά για πολύ καιρό ακόμα.

Η νύχτα του Γουέμπλεϊ

Η είδηση του θανάτου του Τζορτζ Μπάλντοκ έπεσε σαν βομβά πάνω στην Εθνική ομάδα. Στα τηλέφωνα, στα μηνύματα, στα βλέμματα των παικτών που δεν μιλούσαν. Κανείς δεν ήξερε τι να πει, πώς να σταθεί, πώς να πιστέψει πως ο άνθρωπος που έκανε προπόνηση μαζί τους, δεν θα ξαναέμπαινε στα αποδυτήρια.

Κι ύστερα, μέσα σε λίγες μέρες, η Ελλάδα έπρεπε να ταξιδέψει στο Γουέμπλεϊ.  Ένα ματς απέναντι στην Αγγλία. Την πατρίδα του Τζορτζ. Στο μέρος που είχε δει τα παιδικά του όνειρα να γεννιούνται.

Πώς να παίξεις ποδόσφαιρο κουβαλώντας κάτι τέτοιο; Πώς να σταθείς απέναντι στη χώρα που του έμαθε το παιχνίδι, για να της το επιστρέψεις σαν ύστατο αντίο;

Στα αποδυτήρια πριν τη σέντρα, η σιωπή ήταν βαριά. Και τότε ακούστηκε η φωνή του αρχηγού. Ο Τάσος Μπακασέτας μίλησε με λόγια που έβγαιναν από την ψυχή του:

“Ξέρουμε τι σημαίνει ο Τζορτζ για όλους μας. Ήταν πάντα το παράδειγμα. Έδινε και την ψυχή του, έβαζε την ομάδα πάνω απ’ τον εαυτό του. Σήμερα θα παίξουμε όπως έπαιζε εκείνος. Με καρδιά. Με πίστη. Με σεβασμό.”

Οι φράσεις του έμειναν να αιωρούνται στον αέρα, κόλλησαν στα βλέμματα, στα χέρια των διεθνών που έσφιγγαν γροθιές. Κανείς δεν μίλησε μετά. Δεν χρειαζόταν. Και βγήκαν στο γήπεδο. Μαύρα περιβραχιόνια, πρόσωπα σκυθρωπά, μάτια που κοιτούσαν ψηλά.

Στο κέντρο, ενός λεπτού σιγή. Ένα Γουέμπλεϊ παγωμένο, 90.000 άνθρωποι να σωπαίνουν για έναν δικό τους άνθρωπο.

Από το πρώτο λεπτό, η Εθνική έπαιξε σαν ομάδα που είχε ξεπεράσει τα όρια της λογικής. Ο καθένας έτρεχε και για τον εαυτό του και για εκείνον. Όλοι μάρκαραν, κάλυπταν, φώναζαν, σαν να ήξεραν πως τους παρακολουθεί από κάπου ψηλά. Όλοι έπαιζαν και για τον Τζορτζ.

Εκείνο το βράδυ, η Εθνική Ελλάδας δεν είχε έντεκα παίκτες στο γήπεδο. Είχε δώδεκα. Ακόμα και όταν η Αγγλία ισοφάρισε, η Ελλάδα απάντησε.

Και στο 89’, ήρθε το γκολ. Ο Παυλίδης, με κίνηση σχεδόν ποιητική, έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο φορ της Μπενφίκα ήταν να τρέξει στην κερκίδα των Ελλήνων οπαδών και να φιλήσει το μαύρο περιβραχιόνιο που φορούσε στο αριστερό του μπράτσο, αποδίδοντας τον ελάχιστο φόρο τιμής στον συμπαίκτη του που είχε χαθεί τόσο ξαφνικά.

Αγγλία – Ελλάδα 1-2. Μια νίκη που ξεπερνούσε το αποτέλεσμα. Που δεν χωρούσε σε στατιστικά. Ήταν μεγαλείο ψυχής. Καθαρό, ανόθευτο, σχεδόν ιερό.

Όταν τελείωσε το ματς, δεν υπήρξαν πανηγυρισμοί. Οι παίκτες έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον, σιωπηλοί, βουρκωμένοι. Ο Πέλκας έκλαιγε. Ο Κουλιεράκης κρατούσε το κεφάλι του. Ο Παυλίδης κοίταζε τον ουρανό. Είχαν νικήσει, μα έμοιαζαν σαν να είχαν χάσει τα πάντα.

Κάποιος έφερε τη φανέλα του. Άσπρη, με το 2 στην πλάτη. Την σήκωσαν ψηλά, και για μια στιγμή, το φως των προβολέων έπεσε πάνω της σαν ευλογία. Δεν χρειάζονταν λόγια. Δεν υπήρχε τίποτα να ειπωθεί. Εκείνο το βράδυ, στο Γουέμπλεϊ, η Εθνική Ελλάδας, πέρα από την Αγγλία, κέρδισε τον σεβασμό όλου του κόσμου και χάρισε στον Τζορτζ το πιο τίμιο αντίο.

Ένα χρόνο μετά, ο Starman δεν έσβησε ποτέ

Ένας χρόνος πέρασε. Κι όμως, τίποτα δεν μοιάζει παλιό. Ο Τζορτζ Μπάλντοκ λείπει, μα είναι παντού.

Στις φωτογραφίες των αποδυτηρίων, στις ιστορίες που λέγονται χαμηλόφωνα, στα βλέμματα που γυρίζουν προς τον ουρανό κάθε φορά που παίζει η Εθνική.

Στον Παναθηναϊκό, η απουσία του έγινε χρέος τιμής. Οι πράσινοι πλήρωσαν ολόκληρο το συμβόλαιό του στη σύζυγό του, μια σπάνια πράξη σεβασμού, όπως ακριβώς θα το ήθελε κι εκείνος.

Στον αγώνα της Κυριακής κόντρα στον Ατρόμητο ο Τσέριν σκόραρε και πανηγύρισε μαζί με τους συμπαίκτες του, σηκώνοντας τη φανέλα με το 32 στον ουρανό.

Το ίδιοι και οι οπαδοί, στις κερκίδες της Λεωφόρου, έβαλαν δύο μεγάλα πανό προς τιμήν του, φωνάζοντας πως ο Τζορτζ είναι ακόμη μαζί τους.

Στη Σέφιλντ, εκεί όπου τον λάτρεψαν σαν δικό τους παιδί, τα λουλούδια δεν έλειψαν ποτέ απ’ το Μπράμαν Λέιν. Έξω απ’ τη Θύρα 2, οι φίλαθλοι αφήνουν ακόμα και σήμερα φανέλες με το όνομά του, κασκόλ και γράμματα.

Κάποιος άφησε κι ένα χαρτί με τους στίχους του Ντέιβιντ Μπάουι: “There’s a starman waiting in the sky…”

Ένας χρόνος μετά, ο χρόνος δεν κατάφερε να τον σβήσει. Γιατί ο Τζορτζ Μπάλντοκ δεν έφυγε. Έγινε κομμάτι εκείνων που τον αγάπησαν. Έγινε το τραγούδι τους, η ανάσα τους, η έμπνευσή τους. Ένας Starman που δεν έσβησε ποτέ.

Κάπου ψηλά, ο Τζορτζ χαμογελά. Γιατί οι άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν χάνονται, αλλά γίνονται φως για τους υπόλοιπους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Πηγή: sport24.gr