Χρέη δισεκατομμυρίων βούλιαξαν το ιστορικό Motor-City

Χρέη δισεκατομμυρίων βούλιαξαν το ιστορικό Motor-City

Τι σημαίνει η χρεωκοπία και ποια θα είναι η επόμενη μέρα για το Ντιτρόιτ;

Το λίκνο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και της θρυλικής Motown του Μάρβιν Γκέι και των Temptations, η πόλη του Ντιτρόιτ, αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον που θα εκτυλιχθεί το επόμενο διάστημα στα δικαστήρια.

Σε ένα έγγραφο 3.000 σελίδων, ο διορισμένος από την αμερικανική κυβέρνηση διαχειριστής των οικονομικών του Ντιτρόιτ, Κέβιν Ορ, περιγράφει πολύ αναλυτικά πόσα και σε ποιους χρωστάει ο Δήμος και αδυνατεί να πληρώσει. Στη λίστα περιλαμβάνονται ονομαστικά όλοι οι εν ενεργεία και συνταξιούχοι δημοτικοί υπαλλήλοι, ομολογιούχοι, επιχειρηματίες πιστωτές και οι εταιρείες που ασφάλισαν το χρέος της πόλης.

Το χρέος και ο «πόλεμος» με τα συνδικάτα
Με το συνολικό χρέος να εκτιμάται μεταξύ 18 και 20 δισ. δολαρίων, στόχος του σχεδίου είναι όλοι να μοιραστούν το βάρος. Αυτό σημαίνει θυσία δύο «ιερών αγελάδων»: των ομολόγων που διασφαλίζονται από τα έσοδα των δημοτικών τελών, και των επιδομάτων και συντάξεων των εργαζομένων. Και οι δυο πλευρές προετοιμάζονται για σκληρές μάχες.

Σύμφωνα με το σχέδιο του κυρίου Ορ, οι ομολογιούχοι θα χάσουν περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια. Το ποσό αυτό είναι μεν πολύ μικρό σε σχέση με τα 11,5 δισ. του μη διασφαλισμένου χρέους που προτείνεται να «κουρευτεί», ωστόσο, έχει σημάνει συναγερμός για τους επενδυτές. Κι αυτό γιατί αν αρκετοί ομολογιούχοι συμφωνήσουν μεταξύ τους να αντιμετωπίσουν δικαστικά το Ντιτρόιτ για να αποσπάσουν περισσότερα χρήματα από τα ελάχιστα που τους επιφυλάσει το ήδη κατατεθέν σχέδιο, τότε η επίσημη υπαγωγή του Δήμου στο αντίστοιχο «άρθρο 99», και στη συνέχεια η εξυγίανση των οικονομικών του, μπορεί να καθυστερήσουν μήνες ή και χρόνια.

Διαβάστε: Υπό πίεση ο Ισπανός πρωθυπουργός

«Αυτός είναι ο χειρότερος εφιάλτης για τη Wall Street», υποστηρίζει ο Ρίτσαρντ Μπρόντσκι, σύμβουλος οικονομικών του Δήμου της Νέας Υόρκης. «Θα πρέπει να κάτσουν όλοι στο τραπέζι -ίσοι μεταξύ ίσων- και τα συνδικάτα και οι φορολογούμενοι».

Εκτός από τους ομολογιούχους, ετοιμοπόλεμα είναι και τα συνδικάτα των εργαζομένων του Δήμου και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, που ήδη αποπειράθηκαν να μπλοκάρουν δικαστικά την αίτηση για χρεωκοπία και προστασία από τους πιστωτές, την οποία κατέθεσε την Πέμπτη ο Δήμος με την έγκριση του κυβερνήτη της Πολιτείας του Μίσιγκαν.

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί οι περικοπές στα επιδόματα υγείας να γίνουν αποδεκτές, αλλά το «κούρεμα» των συντάξεων είναι βαθιά τραυματική εξέλιξη για τα συνδικάτα του Ντιτρόιτ κι όχι μόνο.

Υπολογίζοντας το έλλειμμα για τα δυο ταμεία του Δήμου στα 3,5 δισ. δολάρια, ο Ορ υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τις περικοπές. Ωστόσο η νομοθεσία του Μίσιγκαν απαγορεύει τη μείωση των συνταξιοδοτικών επιδομάτων που έχουν εγκριθεί σε εργαζόμενους και συνταξιούχους. Μόνο ο ομοσπονδιακός νόμος μπορεί να ανατρέψει αυτό το δεδομένο, γι’ αυτό και όλες οι κρίσιμες εξελίξεις θα κριθούν στα ομοσπονδιακά δικαστήρια και η διαδικασία θα είναι αρκετά χρονοβόρα, περίπλοκη και πιθανώς πολύ ακριβή.

Διαβάστε: Ο Σνόουντεν ξαναχτυπά με το «XKeyscore»

Το Ντιτρόιτ μετά τη χρεωκοπία
Παρότι οι αξιωματούχοι της πόλης δηλώνουν ότι η ζωή θα συνεχιστεί φυσιολογικά όσο η υπόθεση εξετάζεται από τα δικαστήρια, το σίγουρο είναι ότι από εδώ και πέρα όλοι βαδίζουν σε μη χαρτογραφημένη περιοχή, με τους κατοίκους να εκφράζουν φόβους για περαιτέρω συρρίκνωση των ήδη διαλυμένων υπηρεσιών.

Ο διαχειριστής-δικηγόρος Κέβιν Ορ θα συνεχίσει να διοικεί το Ντιτρόιτ στη διάρκεια όλης της διαδικασίας, έχοντας απόλυτη εκτελεστική εξουσία, ενώ ο Δήμαρχος Ντέιβ Μπινγκ και το εκλεγμένο δημοτικό συμβούλιο θα εξακολουθούν να διατηρούν τα αξιώματα τους και να λαμβάνουν αποφάσεις για την καθημερινότητα των πολιτών, τις οποίες, όμως, ο Ορ θα μπορεί να αναιρεί όταν το θεωρεί σωστό.

Παρότι κι άλλες μεγάλες πόλεις «φλέρταραν» με την χρεωκοπία -όπως η Νέα Υόρκη και το Κλήβελαντ τη δεκαετία του 1970 και η Φιλαδέλφεια δυο δεκαετίες αργότερα, για να βρουν τελικά λύση εκτός δικαστηρίων- η περίπτωση του Ντιτρόιτ, λένε οι ειδικοί, είναι ιδιαίτερα δύσκολη, επειδή δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο τομέα ή σε μια αποτυχημένη οικονομική συμφωνία.

Είναι πολλοί οι παράγοντες που τα τελευταία χρόνια γονάτισαν την πόλη: η συρρίκνωση της βάσης των φορολογουμένων σε μια πόλη που παρέμενε μεγάλη, το κόστος της περίθαλψης και της συνταξιοδότησης, η αντιμετώπιση του χρέους με περισσότερο δανεισμό, τα αυξανόμενα ελλείμματα στον προϋπολογισμό από το 2008, η κατάρρευση του Δήμου λόγω της δυσλειτουργίας, της έλλειψης αρχείων, και των παλιών ηλεκτρονικών συστημάτων.

Η πόλη βρίσκεται εδώ και 20 χρόνια σε διαρκή παρακμή: το 40% από τα φώτα των δρόμων δεν λειτουργούν, περισσότερα από τα μισά πάρκα έχουν κλείσει την τελευταία πενταετία, μόνο 10-14 από τα 36 ασθενοφόρα είναι σε θέση να κυκλοφορούν, τα περιπολικά και τα οχήματα της πυροσβεστικής είναι επί χρόνια ασυντήρητα.

Διαβάστε: Γιατί δεν πήγε ο Ομπάμα στην Κένυα

Ο πληθυσμός του Ντιτρόιτ μειώθηκε σταδιακά από 1,8 εκατ. κατοίκους τη δεκαετία του ’50, σε 700.000 σήμερα. Περίπου 80.000 ακίνητα είναι εγκαταλελειμμένα και το 2011 οι μισοί από τους ιδιοκτήτες των 305.000 ακινητών δεν πλήρωσαν φόρους. Το 36% των κατοίκων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ σύμφωνα με το FBI, το ποσοστό εγκληματικότητας είναι το υψηλότερο για πόλη άνω των 200.000 κατοίκων τα τελευταία 40 χρόνια και η διαφθορά ενδημεί.

«Εκτός από τον Δήμαρχο Μπινγκ», γράφει ο Κηθ Ρίτσμπουργκ στη Washington Post, «σχεδόν όλη η πολιτική τάξη έχει χρεωκοπήσει, έχει βουλιάξει από τα σκάνδαλα. Ο τελευταίος εκλεγμένος Δήμαρχος πριν τον Μπινγκ, για παράδειγμα, ο Κουέιν Κιλπάτρικ, βρίσκεται στη φυλακή για κακουργηματικές πράξεις».

Όποια εξέλιξη και να έχει, η χρεωκοπία του Ντιτρόιτ θα δημιουργήσει νέα δεδομένα για τους ομολογιούχους, για τους επενδυτές, για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Οι αντιπαραθέσεις και οι διαμαρτυρίες -μέσα και έξω από τα δικαστήρια- θα είναι σκληρές. Ωστόσο, πολλοί υποστηρίζουν ότι όσο επώδυνη και να είναι αυτή η θεραπεία-σοκ, ίσως να αποτελεί ευκαιρία για το Ντιτρόιτ να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του και να μετατραπεί σε μια πιο μικρή πόλη, βιώσιμη, με ισορροπημένα οικονομικά.