Δεν υπάρχει τίποτα το καινούριο στη «νέα κανονικότητα» – Ιδού ο λόγος

Δεν υπάρχει τίποτα το καινούριο στη «νέα κανονικότητα» – Ιδού ο λόγος
epa08434941 Employees of the FCA factory return to work during phase 2 of the coronavirus emergency in San Nicola di Melfi, near Potenza, Italy, 21 May 2020. Around 7,000 workers entered the factory wearing protective face masks and keeping social distance. EPA/ANTONIO VECE Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στην πραγματικότητα, αντί να «κανονικοποιήσουμε» την κατάσταση, πρέπει να δώσουμε χρόνο στον εαυτό μας να την επεξεργαστούμε πραγματικά. Οι ψυχολόγοι συμβουλεύουν ότι είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε τις απώλειες που αισθανόμαστε και να αναγνωρίσουμε το πένθος που μας περιβάλλει με μεθόδους όπως ο διαλογισμός, η διατήρηση ημερολογίου, ή η ενασχόληση με την τέχνη.

του Chime Asonye, Weforum.gr

Ο όρος «νέα κανονικότητα» χρησιμοποιείται ευρέως για να κάμψει την οποιαδήποτε αβεβαιότητα που έχει προκύψει από τον κορωνοϊό. Δίχως θεραπεία στον ορίζοντα, όλοι – πολιτικοί, δημοσιογράφοι, φίλοι και συγγενείς – φαίνεται να ενισχύουν αυτή τη ρητορική, καθώς φαντάζονται ότι η ζωή τους σταθεροποιείται μέσα σε αυτή τη «νέα κανονικότητα».

Αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο είναι ελκυστικό: ισχυρίζεται ότι τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ ξανά τα ίδια, και άρα …καλώς ορίσατε σε μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Χρησιμοποιώντας αυτή τη γλώσσα, συλλαμβάνουμε εκ νέου το πού βρισκόμασταν πριν σε σχέση με το πού βρισκόμαστε τώρα, και υιοθετούμε το παρόν μας ως το νέο πρότυπο.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε στις προσωπικές και πολιτικές μας αντιδράσεις έναντι της πανδημίας έχει σημασία. Συγκεκριμένα, η γλώσσα διαμορφώνει το πώς κατανοούμε τον κόσμο και τους τρόπους που επιλέγουμε για να τον προσεγγίσουμε.

Το πλαίσιο της «νέας κανονικότητας φέρνει μια τάξη στην τωρινή αναταραχή, αλλά δεν θα έπρεπε να είναι ο φακός μέσω του οποίου εξετάζουμε την τρέχουσα κρίση. Η «νέα κανονικότητα» δεν περιγράφει απλώς το status quo – θέτει εμπόδια στην προσωπική ψυχολογική μας ευημερία, ενώ αγνοεί και το γεγονός ότι το «κανονικό» δεν αποδίδει για την πλειοψηφία της κοινωνίας.

Η ρητορική της «νέας κανονικότητας» εξιδανικεύει το παρόν – το κανονικό είναι και σύνηθες. Μπορεί, δηλαδή, να υπάρχουν προκλήσεις δημόσιας υγείας, αλλά τα ζητήματα αυτά υποτίθεται ότι μπορούν να τύχουν της κατάλληλης διαχείρισης. Έτσι, αποδεχόμαστε τη ζωή υπό την πανταχού παρούσα απειλή της νόσου, κι όλο αυτό φαντάζει κανονικό.

Αλλά τι ακριβώς είναι κανονικό σ’ αυτή την πανδημία; Δεν είναι κανονικό να απομονώνεται μαζικά η κοινωνία, αλλά εάν είναι κανονικό τότε υποτίθεται ότι έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης. Ακόμα κι αν αισθανόμαστε απόγνωση ή απώλεια, πρέπει να συνηθίσουμε – αυτή η θνησιγενής πραγματικότητα είναι πλέον το πρότυπο.

Στην πραγματικότητα, αντί να «κανονικοποιήσουμε» την κατάσταση, πρέπει να δώσουμε χρόνο στον εαυτό μας να την επεξεργαστούμε πραγματικά. Οι ψυχολόγοι συμβουλεύουν ότι είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε τις απώλειες που αισθανόμαστε και να αναγνωρίσουμε το πένθος που μας περιβάλλει με μεθόδους όπως ο διαλογισμός, η διατήρηση ημερολογίου, ή η ενασχόληση με την τέχνη.

Καθώς περιβαλλόμαστε από αβεβαιότητα, είναι οκ να παραδεχθούμε ότι τα πράγματα δεν είναι κανονικά. Είναι οκ να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να φοβηθεί ή να θρηνήσει. Είναι οκ να μην είμαστε άνετοι με ό,τι συμβαίνει.

Επιπλέον, η «νέα κανονικότητα» παρεμποδίζει τη δυνατότητά μας να μετασχηματίσουμε θεμελιωδώς την κοινωνία. Ο κόσμος που οραματίζεται αυτή η κανονικότητα υπάρχει και λειτουργεί μόνο για την ελίτ. Η κοινωνική αποστασιοποίηση και η χρήση προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού παραμένει προνόμιο όσων έχουν τα μέσα να οχυρώνονται και να απομονώνονται. Οι εντολές παραμονής στο σπίτι δεν μπορούν να τηρηθούν από τους πάνω από 100 εκατομμύρια άστεγους παγκοσμίως.

Τέλος, με την έμφαση στα νέα διαδικτυακά εργαλεία ως μέσο σύνδεσης με τους άλλους και υπέρβασης της απομόνωσης, η «νέα κανονικότητα» αγνοεί το γεγονός ότι πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού παραμένει εκτός διαδικτύου. Στον ανεπτυγμένο κόσμο το 87% των ατόμων χρησιμοποιούν το διαδίκτυο ενώ στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 19%.

Και βέβαια, το δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό θανάτων από Covid-19 μεταξύ των μελών των μαύρων και των ισπανόφωνων κοινοτήτων στις ΗΠΑ αποκαλύπτει ανισότητες στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που είναι συστημικής φύσεως.

Η «νέα κανονικότητα» αγνοεί αυτές τις εμπειρίες και γι’ αυτό θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα σύστημα λήψης αποφάσεων που θα είναι συμπεριληπτικό και δεν θα οδηγεί στον αποκλεισμό. Αποφάσεις όπως η επιβολή lockdown θα πρέπει να λαμβάνονται μόνο αφού υπάρχει πλήρης κατανόηση των κοινωνικοοικονομικών συνεπειών τους. Και θα πρέπει να ενισχύονται οργανισμοί, όπως π.χ. χρηματοπιστωτικοί θεσμοί που παρέχουν δάνεια σε γυναίκες, για την υποστήριξη ομάδων που δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν το εισόδημά τους στη συγκυρία μετά την έλευση του κορωνοϊού.