Εργαζόμενοι στα 67, γιατί όχι;

Εργαζόμενοι στα 67, γιατί όχι;
Είτε από χαρά στη δουλειά είτε από αναγκαιότητα αυξήθηκε ο αριθμός των εργαζομένων συνταξιούχων στη Γερμανία

Πρόσφατα ο καγκελάριος Σολτς παραπονέθηκε ότι πολλοί εργαζόμενοι δεν περιμένουν να βγουν στη σύνταξη όταν συμπληρώνουν τη νενομισμένη ηλικία, αλλά προτιμούν να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μείωση της σύνταξης. Φυσικά, όπως συμπλήρωσε, όταν είναι σε θέση να προσφέρουν εργασία. Η έμμεση προτροπή του συνδέεται με την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, μια χρόνια παθογένεια του εργασιακού περιβάλλοντος με σοβαρό αντίκτυπο στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Ειδάλλως, το πότε συνταξιοδοτείται ένας εργαζόμενος στη Γερμανία έχει οριστεί από το 2012 και αυξάνεται ανά μήνα και έτος.

13.000 από 85 χρονών και άνω!

Tο ισχύoν όριο είναι 65 χρόνια και 11 μήνες, Ωστόσο, σύμφωνα με την Γερμανική Ασφάλιση Συντάξεων ο μέσος όρος είναι μικρότερος και αγγίζει τα 64 χρόνια και έναν μήνα. Κι αν συμπεριλάβει κανείς και όσους λόγω υγείας πηγαίνουν στη σύνταξη, ο μέσος όρος είναι 62 χρόνια και 4 μήνες. Η πραγματικότητα ωστόσο αντικατοπτρίζει και μια άλλη πτυχή. Σύμφωνα με το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο RND, που επικαλείται πληροφορίες από την γερμανική κυβέρνηση, καταγράφεται αύξηση των εργαζόμενων συνταξιούχων ηλικίας από 67 και πάνω.Συγκεκριμένα τον περασμένο Μάρτιο 1.066.895 συνταξιούχοι συνεχίζουν να εργάζονται, δηλαδή 15.000 περισσότεροι από πέρυσι και 200.000 περισσότεροι από το 2015. Οι εργαζόμενοι άνω των 70 είναι 400.000 και 138.000 μάλιστα άνω των 75. Υπάρχουν και 13.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι ηλικίας από 85 και πάνω. Αλλά σε ποιους τομείς προσφέρουν τις υπηρεσίες τους; Οι 75 και πάνω σε γραφεία, σε υπηρεσίες καθαρισμού, σε τομείς αποθήκευσης, στο ταχυδρομείο, στην επίδοση αλληλογραφίας ή στην τεχνολογία κτιρίων.

Και οι 85 κι άνω; Δεν αναφέρεται με λεπτομέρειες πλην του ότι οι 446 εξ αυτών απασχολούνται ως οδηγοί οχημάτων στη δημόσια συγκοινωνία, κάτι που προξενεί κατάπληξη. Και για να υπάρχει η μεγαλύτερη εικόνα στις 31 Μαρτίου 38.531.000 πολίτες στη Γερμανία παρείχαν εξαρτημένη εργασία, εξ αυτών πάνω από ένα εκατομμύριο ήταν 67 ετών και πάνω. Ενόψει της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού που εξήγγειλε η κυβέρνηση ο πρόεδρος των Εργοδοτών Ράινερ Ντούλγκερ κάνει εκστρατεία κατάργησης της σύνταξης από τα 63 υπό την νυν μορφή της. «Έχει οδηγήσει σε διαρροή εγκεφάλων» είπε στο γερμανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο. Και επειδή το 2023 είναι χρονιά που πολλοί από τη λεγόμενη γενιά των Babyboomer θα βγουν στη σύνταξη, υπάρχει ο κίνδυνος να ανέβουν οι ασφαλιστικές εισφορές. Γι αυτό και η κυβέρνηση σχεδιάζει να καταθέσει ένα ολοκληρωμένο πακέτο συντάξεων. 

Η άλλη όψη: «εργασία από αναγκαιότητα»

Η επιλογή του χρόνου σύνταξης είναι πολλές φορές μονόδρομος και έτσι χάνεται το στοιχείο του εξωτικού. Ο Ντίτμαρ Μπαρτς, πρόεδρος της Κ.Ο. της Αριστεράς, ανέφερε ότι η «φτώχεια στην τρίτη ηλικία και οι χαμηλές συντάξεις οδηγούν τους ηλικιωμένους πίσω στον κόσμο της εργασίας». Δηλαδή για πολλούς δεν πρόκειται για απότοκο μιας ελεύθερης απόφασης, αλλά «μιας αναγκαιότητας γιατί στο τέλος του μήνα δεν μένουν και πολλά στην άκρη». Ο Μπαρτς ζητά ελκυστικές θέσεις εργασίας για άτομα άνω των 60 και προστατευτική ασπίδα από τη φτώχεια στα γεράματα. Με τον πληθωρισμό σε ύψη ρεκόρ καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική η μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό τομέα.

«Είναι απαραίτητη η αύξηση του επιπέδου της σύνταξης στο 53% και κατώτατο όριο στα 1.200 ευρώ. Χρειαζόμαστε ένα συνταξιοδοτικό ταμείο, στο οποίο να πληρώνουν όλοι οι εργαζόμενοι πολίτες, ακόμη και οι βουλευτές και οι αυτοαπασχολούμενοι». Εκπρόσωπος του υπουργείου Εργασίας έκανε λόγο για δύο όψεις του νομίσματος. «Από την μια πρόκειται και ευχάριστη εξέλιξη ότι περισσότεροι ηλικιωμένοι θέλουν να συνεχίσουν να εργάζονται και μπορούν να προσφέρουν υπό συνθήκες ευελιξίας, από την άλλη είναι σημαντικό να καταπολεμήσουμε την φτώχεια στην τρίτη ηλικία».  

Πάντως τα συνταξιοδοτικά ταμεία παρουσιάζουν θετικό ισοζύγιο στο τέλος του χρόνου. Η πρόεδρος του Ταμείου Συνταξιοδότησης Γκούντουλα Ρόζμπαχ υπογράμμισε ότι η κατάσταση είναι θετική, η χρονιά θα κλείσει με πλεόνασμα 2,1 δις ευρώ. Οι ασφαλιστικές εισφορές θα παραμείνουν σταθερές στο 18,6% μέχρι το 2026 και θα αυξηθούν στο 20,2% μέχρι το 2030, «λιγότερο από την εκτίμησή μας». Παρά την κρίση η κατάσταση στον εργασιακό τομέα παραμένει σταθερή και η προσέλκυση εργαζομένων κυρίως από χώρες της ΕΕ με εξαρτημένη εργασία συμβάλλει στο να αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές. 

Πηγή: Deutsche Welle