«Goldman Sachs, η τράπεζα που κυβερνά τον κόσμο»

«Goldman Sachs, η τράπεζα που κυβερνά τον κόσμο»

Άρθρο – αφιέρωμα της El Pais στην τράπεζα που όλοι αγαπούν να μισούν.

της Αμάντα Μαρς (*)

Η Goldman Sachs δεν είναι η μεγαλύτερη τράπεζα στον κόσμο και διεκδικεί από την JPMorgan την πρώτη θέση στην κατηγορία των επενδυτικών τραπεζών. Καμιά δεν έχει όμως μεγαλύτερη παρουσία στην προεκλογική εκστρατεία οποιασδήποτε χώρας ή στα πανό των διαδηλωτών στη Μαδρίτη, τη Νέα Υόρκη, την Αθήνα ή το Λονδίνο. «Ο Τραμπ έπρεπε να πείσει τις αγορές ότι δεν είναι τρελός, και ο καλύτερος τρόπος να το κάνει ήταν να προσλάβει ανθρώπους της Goldman», σημειώνει ο Γουίλιαμ Κόχαν, που πέρασε 17 χρόνια στην τράπεζα και στη συνέχεια έγραψε διάφορα βιβλία για τις δραστηριότητες της Γουολ Στριτ. «Νομίζω πως στον Τραμπ αρέσει ότι όλοι αυτοί οι τύποι που δεν θα έκαναν ποτέ δουλειές μαζί του βρίσκονται τώρα στην κυβέρνησή του».

Ο νεοϋορκέζος μεγιστάνας επέλεξε επίσης τον πρώην δικηγόρο της Goldman Τζέι Κλέιτον για τη θέση του προέδρου της SEC (της επιτροπής που εποπτεύει το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης) και την Ντίνα Πάουελ, από το τμήμα φιλανθρωπικών επενδύσεων, για τη θέση του συμβούλου της προεδρίας. Κάποιος μίλησε για επιστροφή της Goldman στην Ουάσινγκτον.

Μα είχε ποτέ φύγει; Εδώ κι έναν αιώνα, τόσο οι συντηρητικές όσο και οι δημοκρατικές κυβερνήσεις έχουν εναγκαλιστεί αυτό το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε το 1869 από έναν Γερμανοεβραίο ονόματι Μάρκους Γκόλντμαν, ο οποίος είχε φτάσει στη χώρα δύο δεκαετίες νωρίτερα.

Ο Χένρι Γκόλντμαν, γιος του ιδρυτή, συνέβαλε στην ίδρυση της Fed το 1913. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ρούσβελτ διόρισε στο συμβούλιό του τον πρόεδρο της τράπεζας Σίντνεϊ Βάινμπεργκ. Ο τελευταίος, γνωστός και ως «Mister Wall Street», συνεργάστηκε επίσης με τις κυβερνήσεις Αϊζενχάουερ και Λίντον Τζόνσον. Ο αντιπρόεδρος της τράπεζας Τζον Γουάιτχεντ υπηρέτησε στην κυβέρνηση Ρίγκαν και ο επίσης αντιπρόεδρος Ρόμπερτ Ρούμπιν ήταν υπουργός Οικονομικών του Κλίντον. Ο υιός Μπους διόρισε δύο στελέχη της τράπεζας στην κυβέρνησή του: τον Στίβεν Φρίντμαν στο Οικονομικό Συμβούλιο και τον Χένρι Πόλσον στο υπουργείο Οικονομικών. Αλλά και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προέρχεται από την τράπεζα.

Μετά τις πολλές κριτικές που δέχθηκε, ο Λόιντ Μπλανκφέιν δήλωσε ότι η ανάμιξη της Goldman Sachs στην πολιτική αποτελεί χρέος απέναντι στην κοινωνία όλων εκείνων που κέρδισαν πολλά χρήματα από την τράπεζα. «Οι περισσότεροι φεύγουν στα 48 ή τα 50 χρόνια τους, όταν έχουν ήδη κερδίσει αρκετά χρήματα», είπε σε μια συνέντευξή του στους Νιου Γιορκ Τάιμς. «Τότε ή ασχολούνται με τη φιλανθρωπία ή υπηρετούν τη Δημόσια Διοίκηση. Είναι λάθος ότι πάνε στην Ουάσινγκτον για να μας βοηθήσουν. Το αντίθετο συμβαίνει».

Μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, εκδόθηκαν δύο βιβλία για την τράπεζα με παρεμφερείς τίτλους. Το ένα υπογράφεται από τον βετεράνο οικονομικό ανταποκριτή Μαρκ Ρος και λέγεται «Η τράπεζα: πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο» (2010). Το άλλο είναι του Γουίλιαμ Κόχαν και λέγεται «Χρήμα και εξουσία. Πώς η Goldman Sachs έφτασε να κυβερνά τον κόσμο» (2011). Λίγο νωρίτερα, το 2009, το περιοδικό Rolling Stone είχε δημοσιεύσει ένα μακροσκελές άρθρο που χαρακτήριζε τη Goldman «γιγαντιαίο καλαμάρι-βαμπίρ κουλουριασμένο γύρω από το κεφάλι της ανθρωπότητας, που αφήνει το ανεξίτηλο ίχνος του σε οτιδήποτε μυρίζει χρήματα».

Ο ίδιος ο Μπλανκφέιν δεν δίστασε να πει το 2009 ότι η τράπεζα κάνει «τη δουλειά του Θεού». Λίγο αργότερα, η SEC του επέβαλε πρόστιμο 550 εκατομμυρίων δολαρίων επειδή δημιούργησε και πούλησε ένα πολύ σύνθετο προϊόν (τα διάσημα CDO) την εποχή ακριβώς που κατέρρεε η τράπεζα των ακινήτων, και ενώ ένας από τους πελάτες του (ο επενδυτής Τζον Πόλσον), έχοντας συμμετάσχει στην επιλογή και διάρθρωση αυτών των προϊόντων, στοιχημάτιζε εναντίον τους κατά την πώλησή τους. Το χαμηλό ποσό του προστίμου θεωρήθηκε νίκη του Μπλανκφέιν.

Για τον Κόχαν, η Goldman είναι «ένας μοναδικός θεσμός, η τράπεζα που χαίρει του μεγαλύτερου σεβασμού στον πλανήτη». Ο Μαρκ Ρος, στο δικό του βιβλίο, είναι αμείλικτος: αφηγείται τον ρόλο της τράπεζας στην κρίση, αναλύει τις πολιτικές διασυνδέσεις της και αναφέρεται σε ορισμένα γεγονότα που έλαβαν δημοσιότητα, όπως η βοήθεια της τράπεζας προς την ελληνική κυβέρνηση για την παραποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας. Εξι χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου πιστεύει ότι «η τράπεζα δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει. Είναι η καλύτερη στην πρόσληψη προσωπικού, στη διαχείριση περιουσιών και στην άσκηση επιρροής».

Η τράπεζα προσπαθεί όμως να εμφανίσει ένα πιο ανθρώπινο προφίλ και να καταπολεμήσει την κακή της φήμη: στην ιστοσελίδα της υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες, ενώ κάνει ανοίγματα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον περασμένο Απρίλιο, η Νιου Γιορκ Τάιμς δημοσίευσε ένα μακροσκελές άρθρο με τίτλο «Ένας ισπανόφωνος ομοφυλόφιλος θέτει υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή κουλτούρα της Goldman Sachs».

Επρόκειτο για τον Μάρτιν Τσάβες, επόμενο οικονομικό διευθυντή, που σχεδίασε ένα λογισμικό το οποίο παρέχει στους πελάτες περισσότερες πληροφορίες για τις διαπραγματευτικές τακτικές της τράπεζας.

Τα περυσινά κέρδη της τράπεζας αυξήθηκαν κατά 22% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά (φτάνοντας τα 7,4 δισεκατομμύρια δολάρια). Και το κέρδος ανά μετοχή, που ενδιαφέρει κυρίως τη Γουολ Στριτ, αυξήθηκε κατά 34%. Από τις αμερικανικές εκλογές μέχρι σήμερα, οι μετοχές της τράπεζας έχουν ανεβεί κατά 27%, λόγω της προσδοκίας ότι επί κυβέρνησης Τραμπ θα υπάρξει μικρότερος έλεγχος της αγοράς.

Ο Λόιντ Μπανκφέιν δεν έχει επαναλάβει ότι κάνει τη δουλειά του Θεού. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο CNN, όμως, άφησε να εννοηθεί ότι δεν κάνει κάτι πολύ διαφορετικό. «Πεθαίνω από φόβο στη σκέψη ότι γίνονται λάθη στην τράπεζά μου», είπε. «Και ξέρετε κάτι; Ο κόσμος θέλει να πεθαίνω από τον φόβο μου». Σαν να κυβερνούσε η Goldman Sachs τον κόσμο.

(*) Η Αμάντα Μαρς είναι αρθρογράφος της El Pais