HSBC: Αναβαθμίζει την Ελλάδα σε overweight

HSBC: Αναβαθμίζει την Ελλάδα σε overweight
Photo:
Η Ελλάδα υπερτερεί έναντι της Αιγύπτου σε όρους οικονομίας, αποτιμήσεων και ρευστότητας, τονίζει ο οίκος. Εχει δρόμο ακόμη το Χρηματιστήριο. Το στοίχημα στις ελληνικές τράπεζες και οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη.

Σε αναβάθμιση της σύστασης για Ελλάδα σε overweight από neutral προχωρά η HSBC, μετά την αναβάθμιση της σύστασης για τις ελληνικές τράπεζες σε “buy”.

Ο οίκος υποβαθμίζει παράλληλα την Αίγυπτο σε neutral από overweight, σημειώνοντας ότι από μακροοικονομικής πλευράς, οι δύο οικονομίες κινούνται πλέον σε αντίστροφες τροχιές.

Οπως αναφέρει η HSBC, στην Ελλάδα η εκλογή φιλικής προς το επιχειρείν κυβέρνησης αλλά και η επιτάχυνση της ανάπτυξης δείχνουν να βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους, κάτι που ενισχύει τις προοπτικές και για το χρηματιστήριο.

Σε όρους αποτίμησης, το Ρ/Ε της ελληνικής αγοράς διαμορφώνεται στο 15,4, πολύ υψηλότερα του 10,8 για την Αίγυπτο, με βάση τις εκτιμήσεις για το 2019. Ωστόσο, η κερδοφορία των ελληνικών εταιρειών αναθεωρείται συνεχώς σε υψηλότερα επίπεδα, τη στιγμή που οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν κατρακυλήσει σε νέα χαμηλά στο 1,5%, με το 10ετές της Αιγύπτου στο 14%. Ως εκ τούτου, τα πραγματικά επιτόκια, με βάση και τον πληθωρισμό, διαμορφώνονται στο 2,2% και 10,9% αντίστοιχα. Αυτό οδηγεί σε μείωση του σχετικού κόστους κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Οπως αναφέρει η HSBC, η διασπορά των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι πολύ μικρότερη από αυτή της Αιγύπτου, με τον οίκο να χαρακτηρίζει την Αίγυπτο ως ένα «ξεκάθαρα πολυπληθές trade». Σε κλαδική βάση, επισημαίνει ότι η αλλαγή στη στάση της αναμένεται να υλοποιηθεί κυρίως μέσω προσαρμογών στην έκθεση που έχει στον χρηματοοικονομικό κλάδο.

Εχει δρόμο ακόμα το χρηματιστήριο

H HSBC σημειώνει ότι το ΧΑ έχει κινηθεί καλά φέτος, αλλά έχει ακόμα δρόμο. Η μακροοικονομική ιστορία της χώρας έχει βελτιωθεί σημαντικά, με μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση στο τιμόνι. Ειδικοί παράγοντες που σχετίζονται με τις μετοχές, όπως οι αποτιμήσεις, τα κέρδη και η ρευστότητα, προσθέτουν στα θετικά επιχειρήματα κατά τη γνώμη του οίκου.

Από μακροοικονομική σκοπιά, η HSBC περιμένει φέτος ανάπτυξη 1,7% του ΑΕΠ και 2,2% το 2020. Εν συνεχεία, ελαφρά επιβράδυνση στο 2% το 2021. Για να πετύχει αυτές τις σχετικά υψηλές επιδόσεις, «κλειδί» είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI). Το γεγονός ότι πέρυσι έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο από τη χρονιά που η χώρα μπήκε στο ευρώ και το ότι η Νέα Δημοκρατία εμφανίζει ένα φιλοεπενδυτικό προφίλ είναι ενθαρρυντικό. Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα της χώρας να επιτυγχάνει ανάπτυξη τουλάχιστον 1,5% του ΑΕΠ είναι ύψιστης σημασίας (σε συνδυασμό με τη διατήρηση του κόστους δανεισμού χαμηλά), για να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του πολύ υψηλού χρέους (181,1% του ΑΕΠ).

Η Νέα Δημοκρατία έχει δεσμευτεί για περισσότερο φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές απ’ ό,τι η προηγούμενη κυβέρνηση, κάτι που έως τώρα έχουν καλωσορίσει οι αγορές. Η κυβέρνηση σκοπεύει να μειώσει τη φορολογία στα εταιρικά κέρδη στο 24% από 28% και του φόρου στα μερίσματα στο 5% από το 10%. Επιπλέον μέτρα θα μπορούσαν να υιοθετηθούν αν υπάρξει δημοσιονομικός χώρος, όπως η αύξηση των ποσοστών απόσβεσης ή η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων επί της περιουσίας.

Θετικά μακροοικονομικά στοιχεία θα έχουν θετική επίπτωση στο χρηματιστήριο, εκτιμά η HSBC. Οι πολλαπλασιαστές που στηρίζονται στην κερδοφορία δεν είναι «φθηνοί», αλλά η βάση κερδοφορίας είναι χαμηλή και, σύμφωνα με τον οίκο, έχει περιθώριο ισχυρής βελτίωσης. Η εκτίμηση για το P/E του 2019είναι 15,4 φορές. Η μέση προσδοκία για την αύξηση της κερδοφορίας το 2019 και το 2020 είναι γύρω στο 17% και για τις δύο χρονιές. Οι αναθεωρήσεις για την κερδοφορία ήταν οι πλέον θετικές στις αναδυόμενες αγορές τους τελευταίους έξι μήνες και η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει βυθιστεί στο 1,5% έναντι 4,3% στις αρχές της χρονιάς.

Σύμφωνα με την HSBC ο πιο καλός τρόπος να «παίξεις» στο ελληνικό χρηματιστήριο είναι οι τράπεζες (σ.σ. χθες αναβάθμισε σε «buy» τη σύσταση και για τις τέσσερις), ενώ εκτιμά ότι το ΧΑ θα συνεχίσει να εκπλήσσεται θετικά από τη μεταρρυθμιστική ατζέντα, με αναβαθμίσεις επί τα βελτίω για τα μακροοικονομικά και τις τράπεζες.