Μια «αυτοκρατορία» από μολύβια

Μια «αυτοκρατορία» από μολύβια

Πως η Faber-Castell, επιμένοντας γερμανικά, ελίσσεται στην κρίση.

Η εικόνα του να πετά μολύβια από τον πύργο του κάστρου του κάτω στην πέτρινη αυλή, τον έχει σημαδέψει. Παρ’ όλα αυτά, ο Κόμης Άντον-Βόλφγκανγκ Γκραφ φον Φάμπερ-Κάστελ δεν είναι η κλασσική περίπτωση ενός ημίτρελου-Βαυαρού εν προκειμένω- αριστοκράτη.

Με αυτήν την κίνηση, άλλωστε, ο 72χρονος κόμης στην πραγματικότητα διαφήμιζε το πόσο καλή είναι η πραμάτεια του. Είναι, βλέπετε, ο όγδοος κληρονόμος της οικογένειας που δημιούργησε τον όμιλο Faber-Castell: έναν από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως κατασκευαστές μολυβιών, στυλό, γραφιστικής ύλης και πολυτελών αξεσουάρ γραφείου, που ιδρύθηκε το 1761 και παραμένει έκτοτε «όρθιος» στην αγορά, σε πείσμα της επέλασης της τεχνολογίας.

Σήμερα, η Faber-Castell έχει 14 εργοστάσια κι απασχολεί 7.000 υπαλλήλους, σε περισσότερες από 100 χώρες. Παρά όμως το γεγονός ότι ένα μεγάλος μέρος της παραγωγής της έχει μεταφερθεί σε άλλες χώρες -όπως π.χ. στη Βραζιλία και στην Ινδονησία, με όλα τα θετικά, αλλά και τα αρνητικά που συνεπάγεται το outsourcing- για το αρχηγείο της η εταιρία επιμένει γερμανικά.

Βρίσκεται εδώ κι έναν αιώνα στις όχθες του ποταμού Ρέκνιτζ, στο κρατίδιο του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, στα βορειοανατολικά της Γερμανίας, έχοντας όλα αυτά τα χρόνια ως σήμα κατατεθέν τη σκεπή από κεραμίδια και τα παραθυρόφυλλα σε παστέλ αποχρώσεις.

Η μισή παραγωγή από αυτό το παλιό εργοστάσιο πηγαίνει σε εξαγωγές, κυρίως σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης. «Για ποιο λόγο διατηρούμε την παραγωγή στη Γερμανία; Για δύο λόγους», εξηγεί στους New York Times o κόμης Φάμπερ-Κάστελ. «Πρώτον, επειδή θέλουμε να κρατήσουμε την τεχνογνωσία εδώ. Και δεύτερον, γιατί το made in Germany ακόμη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο».

Διαβάστε ακόμη: IBM: Κάντο όπως το Kickstarter!

«Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Faber-Castell είναι πώς θα εξελιχθεί η γραφή στην ψηφιακή εποχή», παρατηρεί ο σύμβουλος επιχειρήσεων Χέρμαν Ζίμον. «Θα συνεχίσουν τα παιδιά να γράφουν με μολύβια και στυλό;», αναρωτιέται. Επί του παρόντος, η αγορά δοκιμάζει τις αντοχές της εταιρείας.

Αν και οι πωλήσεις αυξήθηκαν φέτος κατά 3,5%, τα κέρδη υπέστησαν καθίζηση της τάξης του 27%, κυρίως όμως εξαιτίας της δημιουργίας νέων «κρίκων» στην επιχειρηματική «αλυσίδα» της σε Λατινική Αμερική και Ασία. Αλλά η επέκταση δεν είναι το μοναδικό μέσο που η Faber-Castell επιστρατεύει για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της. Επενδύει παράλληλα και στην καινοτομία.

Από το τριγωνικό μολύβι που λάνσαρε στην αγορά στη δεκαετία του ’90 -με τις ανάγλυφες κουκκίδες στο πάνω μέρος του, που έκαναν ευκολότερο το κράτημά του και το κατέστηκαν εμπορικό χιτ- έχει πια προχωρήσει παρακάτω.

Πλέον στα προϊόντα της χρησιμοποιεί μη τοξικές επιστρώσεις χρώματος, φιλικών προς το περιβάλλον. Περηφανεύεται δε σε τέτοιο βαθμό για το πόσο ακίνδυνο είναι το μελάνι στους παιδικούς μαρκαδόρους που κατασκευάζει, ώστε ο Κόμης Άντον κατέβασε φέτος ένα ολόκληρο ποτήρι από δαύτο, σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση!

Διαβάστε ακόμη: Η ευρωπαϊκή Disneyland σε… θλίψη

Παράλληλα, η Faber-Castell προωθεί με αξιώσεις στην αγορά την ακριβή σειρά της: από χρωματιστά μολύβια για καλλιτέχνες μέχρι την πιο ακριβή πένα της, φτιαγμένη από πολύτιμους λίθους και χρυσό, την οποία πωλεί στη λιανική έναντι 10.000 δολαρίων.

Σήμερα, τα πολυτελή προϊόντα της αντιστοιχούν στο 10% των πωλήσεών της. Και αποτελούν ουσιαστικά την «made in Germany» ανταπάντηση στις χαμηλού κόστους και ποιότητας εναλλακτικές από την μακρινή Ασία.

Όσο για τις προοπτικές της εταιρείας; Παρά την κυριαρχία της ψηφιακής τεχνολογίας στην καθημερινότητα του ανθρώπου, ο Κόμης Φάμπερ-Κάστελ πιστεύει ότι ο κόσμος δεν θα σταματήσει ποτέ να γράφει με στυλό, με πένα ή έστω με μολύβι.

Το χρειαζόμαστε για να σημειώνουμε εκτυπωμένα έγγραφα ή να βάζουμε σε αυτά τις ιδιόχειρες υπογραφές μας, επισημαίνει. Κι ακόμη και στις πλούσιες χώρες εξακολουθούν να θεωρούνται απαραίτητα για να μπορέσουν τα παιδιά να αναπτύξουν την επιδεξιότητα να γράφουν και να διαβάζουν.

«Το μολύβι», λέει, «μπορεί κατά κάποιον τρόπο να αποτελεί ένα αρχαϊκό προϊόν, αλλά είναι ακόμη απαραίτητο. Και θα παραμείνει “ζωντανό” για πολύ περισσότερο απ’ ότι αρκετοί πιστεύουν».