Μηδέν εις το πηλίκο

Μηδέν εις το πηλίκο

Ο χρόνος τρέχει, η Αθήνα τραβάει το σκοινί, Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον πιέζουν έχοντας άσσους στα μανίκια και η ένταξη στο QE κουνάει το μαντήλι.

O χρόνος κυλά γρήγορα και όχι μόνο δεν είναι σύμμαχος της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά μειώνει τελείως τα περιθώρια ελιγμών. Στην ουσία, οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική πλευρά και τους Θεσμούς δεν έχουν προχωρήσει από το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Το Εurogroup της περασμένης εβδομάδας, χρησίμευσε ως γνωστοποίηση των “αυστηροποιημένων” θέσεων των δανειστών, ως κώδωνας του κινδύνου και ως παραδοχή της ελληνικής όχθης ότι δεν έχουν κλείσει τα προαπαιτούμενα, που κατά τα άλλα θα είχαν “κλειδώσει” εντός του 2016.

Με δεδομένα τα παραπάνω, αλλά και το “σκωτσέζικο ντους” σχετικά με το αν και με ποιόν τρόπο θα συμμετάσχει το ΔΝΤ, η κατάσταση έχει ως εξής: Μέχρι την ερχόμενη Δευτέρα, 6 Φεβρουαρίου, επισκέψεις από τους Θεσμούς στην Αθήνα δεν πρόκειται να έχουμε. Την Τρίτη στις 7 Φεβρουαρίου, θα λάβουμε ενημέρωση για το τί απεφάνθη το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ, το οποίο θα θέσει στο τραπέζι της συνεδρίασης τόσο το ελληνικό πρόγραμμα, όσο και τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, ενώ την ίδια μέρα θα πρέπει η ελληνική πλευρά να ενημερώσει τους δανειστές για τις αποφάσεις που έλαβε αναφορικά με τις αξιώσεις των πρώτων για a priori μετά τη λήξη του προγράμματος.

Το πακέτο των μέτρων που ζητούν οι δανειστές περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, περαιτέρω μείωση του αφορολόγητου και περικοπές στις συντάξεις, μέτρα τα οποία πρέπει να νομοθετηθούν προληπτικά για το 2018 – 2019 και φτάνουν τα 4,5 δισ. ευρώ.

Η ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει επίσης να δεσμευτεί για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% για πέντε χρόνια μετά τη λήξη του ισχύοντος μνημονίου το 2018 και επίσης πρωτογενή πλεονάσματα 3% για επιπλέον πέντε χρόνια. Το μειωμένο αφορολόγητο, που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2018, θα διαμορφωθεί από τα 8.650 ευρώ στα 6.000 κάτι που πρακτικά σημαίνει πως οι φορολογούμενοι θα επιβαρυνθούν κατά μέσο όρο με περίπου 500 ευρώ ετησίως. Δεν έχει γίνει ακόμη γνωστή η στάση των δανειστών όσον αφορά τις  περικοπές των συντάξεων αλλά έχει διαρρεύσει ότι έχουν ρίξει το “μπαλάκι” στην Αθήνα, ζητώντας να περιγραφούν οι μειώσεις που ενδέχεται να εφαρμοστούν, ποιες κατηγορίες συνταξιούχων περιλαμβάνουν, σε ποιο ποσοστό θα διαμορφωθούν και αν τελικά η προσωπική διαφορά θα είναι λύση.

Θέλουμε, το θέμα είναι αν μπορούμε

Μπορεί ο Πιέρ Μοσκοβισί να μίλησε χθες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θετική προδιάθεση αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι όλοι οι εταίροι στην Ευρωζώνη συμφωνούν πως «μπορούμε να φτάσουμε στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης σύντομα. Είχαμε πολύ θετική συνάντηση στο Eurogroup για το θέμα αυτό την περασμένη εβδομάδα και πιστεύουμε ότι με λίγη προσπάθεια μπορούμε να φτάσουμε σε συμφωνία», αλλά δεν είναι σίγουρο ότι στην Ελλάδα έχουν καταφέρει να διαβάσουν πίσω από τις λέξεις.

Δυο προβλήματα

Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση δείχνει να τεντώνει το σχοινί και να εξαντλεί τα ελάχιστα χρονικά περιθώρια που της απομένουν. Τα προβλήματα είναι δυο: Το πρώτο είναι ότι η στάση αυτή,  δείχνει πως τα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα και ότι αυτός ο αέρας καλοκαιριού 2015 που φυσάει παράλληλα με κυβερνητικά στελέχη που πετάνε “ατομικές βόμβες” περί δραχμής έργων, επιβεβαιώνουν όλους όσους μιλούν για ένα ασταθές πολιτικό σκηνικό που δεν μπορεί να εγγυηθεί εφαρμογή του αυστηρού μεταρρυθμιστικού σχεδίου που ζητείται από τη χώρα.

Το δεύτερο είναι ότι η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE της ΕΚΤ ακόμα και αν η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της ΕΚΤ είναι επιτυχής, δεν γίνεται να προχωρήσει στο πλαίσιο μιας εκκρεμούς αξιολόγησης. Σημειωτέον, η τρέχουσα αξιολόγηση θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί τον περασμένο Δεκέμβριο και σήμερα να βρισκόμαστε σε φάση προετοιμασίας της τρίτης, που ήταν προγραμματισμένη να κλείσει ως τον Μάρτιο του 2017.

Σε αυτό το “κάδρο” ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης για αγορά των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ την άνοιξη και παράλληλη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές μοιάζει να βρίσκεται εκτός χρονοδιαγράμματος, με όλες τις συνέπειες που κάτι τέτοιο συνεπάγονται. Τέλος, η συσπείρωση της κεντοαριστεράς, η πάγια θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για εκλογές και οι χλιαρές αντιδράσεις της κυβέρνησης που μέχρι πρόσφατα απέκλειε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αλλά πλέον απλά διαμηνύει ότι θα “αντέξει, φουντώνουν τα σενάρια για προσφυγή στις κάλπες, εξέλιξη η οποία στην παρούσα φάση από οικονομικής σκοπιάς  θα ήταν αρνητική, αλλά όχι απίθανη.