Ο απολογισμός της Συνόδου Κορυφής: Τα παζάρια και οι προκλήσεις για την Ελλάδα

Ο απολογισμός της Συνόδου Κορυφής: Τα παζάρια και οι προκλήσεις για την Ελλάδα
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης (Κ) συμμετέχει στις εργασίες της Συνόδου Κορυφής των ηγετών των χωρών μελών της ΕΕ στις Βρυξέλλες, Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020, Είναι η πρώτη Σύνοδος με φυσική παρουσία από τον περασμένο Φεβρουάριο. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναμένεται να προτείνει πρόταση-συμβιβασμό για το Ταμείο Ανάκαμψης. ΑΠΕ-ΜΠΕ/consilium.europa.eu/Mario Salerno Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η πολυήμερη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ αποτέλεσε οριακή στιγμή στη διαχείριση των εσωτερικών αντιφάσεων της Ένωσης. Τώρα μπορεί να γίνει απολογισμός των πραγματικών αποτελεσμάτων της.

Ήταν μία από τις πιο έντονες αντιπαραθέσεις στην πρόσφατη ιστορία της ΕΕ, παρότι η ιστορική διαδρομή της Ένωσης έχει ουκ ολίγες περιπτώσεις μεγάλων αντιπαραθέσεων, σχεδόν σε όλες τις κρίσιμες στιγμές αυτής της ιστορικής διαδρομής της.

Μόνο που αυτή τη φορά η Ευρώπη ήρθε αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό, τα ίδια τα όρια της αντίληψής της για την ενοποίηση. Αυτό που έμοιαζε αυτονόητο για τους υποστηρικτές της αρχικής εκδοχής του Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή το να εκμεταλλευτεί η ΕΕ τη δυνατότητα να εκδώσει κοινό χρέος για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από τα μέτρα για την πανδημία, για άλλους φάνταζε αμοιβαιοποίηση του κινδύνου και μεταβιβαστική ένωση.

Το παράδοξο ήταν ότι σε μια ιδιότυπη ιστορική μεταστροφή, ήταν η Γερμανία, χώρα που κατεξοχήν είχε θέσει στο παρελθόν την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου και τη μεταβιβαστική ένωσης ως απόλυτο όριο, που τώρα προσπάθησε να πείσει το μπλοκ των «φειδωλών» χωρών» που έβλεπαν έναν πραγματικό κίνδυνο στο ταμείο ανάκαμψης.

Ένας συμβιβασμός ανοιχτός σε διάφορες αναγνώσεις

Ο ίδιος ο τελικός συμβιβασμός μοιάζει έτσι διατυπωμένος ώστε να μπορεί να καλύψει δύο αντιφατικές και ίσως συγκρουσιακές οπτικές.

Από τη μια, υπάρχει όλη η επιμονή ότι πρόκειται για μια έκτακτη επιλογή, που αντιστοιχεί στη μοναδικότητα της συγκυρίας με την πανδημία και δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Δεν έχουμε, δηλαδή, την απόφαση μιας πάγιας πρακτικής ευρωπαϊκού δανεισμού.

Παράλληλα, η αύξηση του τμήματος του Ταμείου Ανάκαμψης που θα δοθεί με τη μορφή δανείων και όχι ενισχύσεων, έρχεται να προσφέρει εγγυήσεις ότι για τον έκτακτο κοινό δανεισμό κληθούν κάποια στιγμή τα κράτη να πληρώσουν το λογαριασμό.

Από την άλλη, όμως, είναι η πρώτη φορά που επιλέγει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε τέτοια κλίμακα να προχωρήσει σε έναν τέτοιας κλίμακας κοινό δανεισμό. Τα «καταραμένα» ευρωομόλογα, έστω και ως έκτακτο μέτρο, ετοιμάζονται για υλοποίηση και θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει ότι ως πρώτο βήμα αποτελεί τομή.

Σύμφωνα, με αυτή την ανάλυση από τη στιγμή που κάτι γίνεται, πάντα μπορεί και να επαναληφθεί ανοίγοντας ένα νέο δρόμο για τη δυνατότητα της Ένωσης να χρηματοδοτεί κοινές πολιτικές.

Μισοάδειο ή μισογεμάτο ποτήρι;

Προφανώς και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι θέμα οπτικής. Εάν κανείς παρακάμψει όλη τη δυσκολία που υπήρξε μέχρι το τελικό αποτέλεσμα και το δει απλώς ως μια ακόμη παραλλαγή- έστω και κάπως χρονικά επιμηκυμένη- της κλασικής τελετουργίας διαπραγμάτευσης της ΕΕ, τότε όντως το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί δικαίωση όσων χωρών πρότειναν εξαρχής τη λύση του κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού.

Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για δύσκολη αλλά υπαρκτή πολιτική νίκη και του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και κυρίως της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ.

Από την άλλη, όμως, η ίδια η δυστοκία στην εξεύρεση λύσης και συμβιβασμού θα μπορούσε να θεωρηθεί επίσης ένα κρισιακό φαινόμενο στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η Ευρώπη φάνηκε να είναι ένα ατέλειωτο παζάρι, χωρίς αρχές, χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς κοινό όραμα και με τον υποτίθεται ηγετικό πυρήνα να δυσκολεύεται να σπρώξει τα πράγματα προς τη λύση.

Ως αποτέλεσμα, απέναντι σε μια μεγάλη κρίση και παρότι η ΕΕ έχει στη διάθεσή της τα σημαντικά εργαλεία του ιδιαίτερου οικονομικού και νομισματικού καθεστώτος, που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε ταχύτερη έξοδο από την κρίση, το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης ήταν να περιοριστούν οι ενισχύσεις και να αυξηθούν τα δάνεια (άρα και το χρέος των κρατών-μελών που θα τα λάβουν.

Αυτό ακριβώς είναι που ορίζει και το διακύβευμα. Το κλειδί δεν θα είναι τόσο το μέγεθος αυτού του προγράμματος, όσο το εάν και κατά πόσο το γεγονός ότι έσπασε το ταμπού του κοινού ευρωπαϊκού χρέους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ξανά και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Υπό κανονικές συνθήκες η απάντηση θα ήταν σχεδόν αυτονόητη: εφόσον έγινε το πρώτο βήμα, τότε θα γίνουν και τα επόμενα. Όμως, μέσα στην ιδιότυπη κρίση ηγεμονίας στο εσωτερικό της ΕΕ, τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητο.

Τα ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον

Τμήμα της διαπραγμάτευσης και μια εκτεταμένη αντιπαράθεση για το εάν και πώς θα εγκρίνονται τα σχετικά ποσά και το εάν και σε ποιο βαθμό θα εξαρτώνται από προγράμματα μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό των χωρών.

Το ζήτημα εδώ αφορά το συνολικότερο πλαίσιο με το οποίο θα αντιμετωπίσει από εδώ και πέρα την «δημοσιονομική πειθαρχία» η ΕΕ. Ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί για το 2020 ουσιαστικά να μην έχει τεθεί θέμα πλεονασμάτων και ελλειμμάτων, με δεδομένα ότι όλες οι χώρες δύσκολα θα μπορέσουν να κινηθούν μέσα στα όρια, όμως το ερώτημα για το 2021 είναι ανοιχτό.

Γιατί μπορεί να έσπασε το ταμπού του ευρωπαϊκού δανεισμού, έστω και σε πεπερασμένη κλίμακα, όμως απέχουμε πολύ από τον μετασχηματισμό μιας βαθιά εμπεδωμένης αντίληψης λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας που σε κρίσιμες και μεταβατικές περιόδους μπορεί να λειτουργήσει ως αναπτυξιακή τροχοπέδη.

Η πρόκληση για την Ελλάδα

Η ελληνική αντιπροσωπεία επέστρεψε ικανοποιημένη και ανακουφισμένη από τις Βρυξέλλες. Εξ ου και η υπογράμμιση του συνολικού μεγέθους των ποσών που θα λάβει η χώρα από το νέο ΕΣΠΑ, την ΚΑΠ το Next Generation EU (αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «ταμείο ανάκαμψης»).

Υπάρχει το ζήτημα ότι αυξήθηκε το τμήμα των ποσών από το τρίτο χρηματοδοτικό μέσο που θα έχουν τη μορφή δανείων, όμως συνολικά τα ποσά είναι μεγάλα.

Βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά που έρχονται μεγάλα ποσά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τα δύο προηγούμενα ΕΣΠΑ ήταν σημαντικά και κανείς μπορεί πια να κάνει μια αποτίμηση τόσο του βαθμού στον οποίο κάλυψαν χρηματοδοτικά κενά όσο, όμως, και του βαθμού στον οποίο δεν αντέστρεψαν μια βαθιά προβληματική και κρισιακή συνθήκη για την ελληνική οικονομία.

Αυτό σημαίνει ότι η εξασφάλιση των ποσών είναι ουσιαστικά μόνο η αρχή. Οι πραγματικές προκλήσεις έπονται. Και αυτές δεν μπορούν να περιοριστούν απλώς στη διεκδίκηση της μέγιστης δυνατής «απορροφησιμότητας», με την ελπίδα ότι αυτά καθαυτή θα πυροδοτήσει αναπτυξιακές δυναμικές, κατά βάση με μια λογική ότι μεγαλύτερη διαθέσιμη δαπάνη που θα πέσει σε κάθε είδους έργα, θα φέρει ανάπτυξη.

Μόνο που ξέρουμε ότι αυτό έχει όρια. Μπορεί να αναπτύχθηκε ένα ολόκληρο φάσμα δεξιοτήτων γύρω από τη σύνταξη τεχνικών δελτίων ή το σχεδιασμό προγραμμάτων με βάση την ύπαρξη κονδυλίων, αλλά αυτό δεν αποτέλεσε αναπτυξιακό σχέδιο.

Αυτό θα απαιτούσε την μελέτη των πραγματικών παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, της ιεράρχησης κλάδων και τομέων, την εξέταση συνεργειών ανάμεσα σε έρευνα, εκπαίδευση και παραγωγή, την αναζήτηση κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας, την κατανομή προτάσεων σε όλη τη χώρα. Αυτό θα προϋπέθετε, επίσης, πραγματική γνώση των τεχνολογικών υποδομών, των διαθέσιμων δεξιοτήτων, των συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Θα ήθελε, επίσης, την υπέρβαση ενός ορισμένου τρόπου συζήτησης όπου η επίκληση των «μεταρρυθμίσεων», στην πραγματικότητα μερικών βασικών φιλελεύθερων οικονομικών αρχών, αποκτά χαρακτηριστικά «μαγικής σκέψης» και όχι πραγματικό οικονομικό σχέδιο.