Standard & Poor’s: Η Ελλάδα δεν αντέχει πλεόνασμα άνω του 1,5%

Standard & Poor’s: Η Ελλάδα δεν αντέχει πλεόνασμα άνω του 1,5%
A view shows the Standard & Poor's building in New York's financial district February 5, 2013. The U.S. government is seeking more than $5 billion in a lawsuit against rating agency Standard & Poor's over mortgage bond ratings, U.S. Attorney General Eric Holder said on Tuesday. The civil suit against S&P and its parent McGraw-Hill Cos Inc is the first federal enforcement action against a credit rating agency over alleged illegal behavior related to the 2007-2009 U.S. financial crisis. REUTERS/Brendan McDermid (UNITED STATES - Tags: BUSINESS CRIME LAW POLITICS) - RTR3DE5A

Ο οίκος διατήρησε αμετάβλητο το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας, στη βαθμίδα Β- . Στο 179% το χρέος στο τέλος του 2016. 

Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s Global Ratings διατήρησε αμετάβλητο το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα B-, σημειώνοντας την άποψή της ότι είναι μοιρασμένοι οι κίνδυνοι για την αξιολόγηση αυτή τους επόμενους 12 μήνες.

Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης, σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο οίκος, «αντανακλά την εκτίμησή μας ότι η ελληνική κυβέρνηση ικανοποιεί —αν και με καθυστερήσεις— τους τυπικούς όρους του προγράμματος στήριξής της».

Για το χρέος
Ο οίκος προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας (σ.σ. της γενικής κυβέρνησης) θα κορυφωθεί στο τέλος του 2016 στο 179% του ΑΕΠ, που είναι το υψηλότερο όλων των χωρών που αξιολογεί. «Η σταδιακή επιστροφή της ονομαστικής ανάπτυξης, η δημοσιονομική προσαρμογή, τα σωρευτικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ύψους 2% του ΑΕΠ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, πιθανόν θα μειώσουν το δημόσιο χρέος στο 173% του ΑΕΠ το 2018», προσθέτει η S&P.

Οι αναλυτές προβλέπουν πως με τη σταδιακή επιστροφή της ανάπτυξης, η δημοσιονομική προσαρμογή και τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περίπου στο 2% του ΑΕΠ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, πιθανότατα θα υποχωρήσει στο 173% του ΑΕΠ ως το 2018, την τελευταία χρονιά εφαρμογής του προγράμματος.

Ο οίκος σημειώνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι σήμερα χαμηλό, καθώς κυμαίνεται μεταξύ 1% και 1,5%. Το βάρος αυτό, προσθέτει, είναι ανεκτό και μπορεί να παραμείνει, εφόσον η χώρα μπορεί να αναχρηματοδοτείται με το ίδιο ευνοϊκούς όρους από τις αγορές στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος (το 2018) και η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται σταθερά και με ταχύ ρυθμό σε πραγματικούς και ονομαστικούς όρους. «Ο κίνδυνος για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα είναι να μην ισχύσει η μία ή και οι δύο από τις προϋποθέσεις αυτές», σημειώνει ο οίκος.

Μια διαγραφή του δημόσιου χρέους θα βελτίωνε την καθαρή εξωτερική θέση της Ελλάδα, από την στιγμή που το 80% του δημόσιου χρέους δεν ανήκει σε κατοίκους της χώρας, επισημαίνεται.

Για τα πρωτογενή πλεονάσματα
Ο οίκος αναμένει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει το φετινό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, αλλά θεωρεί ότι η κυβέρνηση θα δυσκολευθεί τα επόμενα χρόνια να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, χωρίς να δημιουργεί ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις αλλού στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

«Περίπου το 10% του πλυθησμού συνεισφέρει κοντά το 60% των φορολογικών εσόδων, ενώ πάνω από το μισό των μισθωτών και των συνταξιούχων δεν πληρώνουν καθόλου φόρο εισοδήματος (έναντι αντίστοιχου ποσοστού 9% στην ευρωζώνη). Η επικέντρωση της δημοσιονομικής πίεσης στα πιο παραγωγικά και κινητικά τμήματα του πληθυσμού μπορεί να επιβαρύνει την ανάπτυξη και να επιδεινώσει την παραγωγή, κατά την εκτίμηση μας. Αλλά ενδεχομένως το μεγαλύτερο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό ρίσκο παραμένει το ασφαλιστικό σύστημα, με τις τρέχουσες δαπάνες για συντάξεις να είναι μακράν οι μεγαλύτερες στην ευρωζώνη στο 17,5% του ΑΕΠ. Οι ετήσιες μεταβιβάσεις προς το κοινωνικό σύστημα ασφάλισης ανέρχονται στο 10% του ΑΕΠ, έναντι 2,5% στην ευρωζώνη».

Στην ανακοίνωση σημειώνεται πως ακόμα και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις για μέση ανάπτυξη 4,5% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ με κόστος δανεισμού κάτω από το 2%, θα χρειαστούν 17 επιπλέον χρόνια προτού το καθαρό δημόσιο χρέος της Ελλάδας υποχωρήσει κάτω από το επίπεδο του 100% του ΑΕΠ.

Για το 2016 η S&P προβλέπει ύφεση 1% του ΑΕΠ. Η πρόβλεψη αυτή αποδίδεται στα πρόσθετα φορολογικά μέτρα, το μπλοκάρισμα του τραπεζικού τομέα και την «ετοιμοθάνατη» εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα. Αναμένεται σταδιακή ανάκαμψη το 2017 (2%) την οποία θα ακολουθήσει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,75% του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους και 4,25% σε ονομαστικούς το 2018 και το 2019.

Για τις τράπεζες
Το βασικό πρόσκομμα για την οικονομία είναι η εδώ και καιρό πίεση στον τραπεζικό κλάδο. Όπως το Δημόσιο οι τράπεζες στηρίζονται στη χρηματοδότηση της ΕΚΤ και του ELA, η οποία καλύπτει το 25% του ενεργητικού. Μεταξύ Σεπτεμβρίου 2010 και Μαίου 2016 εκτιμάται ότι έφυγαν 136,4 δισ. ευρώ καταθέσεων (77% του ΑΕΠ), αν και η κατάσταση σταθεροποιήθηκε φέτος το δεύτερο τρίμηνο. Με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο 44% του χαρτοφυλακίου οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τον ιδιωτικό τομέα, ενώ επιχειρήσεις και νοικοκυριά ίσως βάλουν ως προτεραιότητα την πληρωμή των (αυξημένων) φόρων από την αποπληρωμή των δανείων τους. Η πίεση του τραπεζικού τομέα, σύμφωνα με την S&P σχετίζεται και με την πιθανή εξάρτηση από το κράτος. Η πρόβλεψη του οίκου σε ότι αφορά το ελληνικό χρέος, πάντως δεν αντανακλά πρόβλεψη για περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση του κράτους στις τράπεζες παρότι παραμένουν διαθέσιμα για το σκοπό αυτό 19,6 δισ. ευρώ και υπάρχει το ρίσκο να χρειαστεί επιπλέον δημόσια στήριξη.

Εκτιμά δε ότι η επαναφορά του waiver θα βοηθήσει την κερδοφορία των τραπεζών. Περιμένει όμως σταδιακή άρση των capital controls.