Στέφανος Μήτσιος (EY Ελλάδος): Ένα άρτιο φορολογικό σύστημα πρέπει να θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο

 Στέφανος Μήτσιος (EY Ελλάδος): Ένα άρτιο φορολογικό σύστημα πρέπει να θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο
Ο Partner και Επικεφαλής Φορολογικών Υπηρεσιών της EY Ελλάδος, μοιράζεται το όραμά του για ένα άρτιο -και ρεαλιστικό- φορολογικό σύστημα.

Φόροι και γραφειοκρατία, είναι μόνο μερικοί από τους όρους που στην Ελλάδα του σήμερα, φαίνεται να δημιουργούν… «πονοκέφαλο» στον μέσο Έλληνα, όμως η φορολογία αναδεικνύεται σε θέμα ζωτικής σημασίας, τόσο σε ατομικό, όσο και σε κρατικό επίπεδο. Ο Στέφανος Μήτσιος, Partner και Επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της EY στην Ελλάδα, είναι από τους ανθρώπους που όχι μόνο καταλαβαίνουν τις πολυπλοκότητες της οικονομικής πραγματικότητας, αλλά βοηθά και τους άλλους να περιηγηθούν σε αυτές.

Mε σχεδόν 40 χρόνια εμπειρίας ως μάχιμος φορολογικός και επιχειρηματικός σύμβουλος, o κ. Μήτσιος βοηθά διεθνείς και εγχώριες επιχειρήσεις να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της μετασχηματιστικής εποχής που ζούμε, μέσω εξειδικευμένων φορολογικών συμβουλών και της δύναμης των νέων τεχνολογιών. Ειδικεύεται σε θέματα που αφορούν τις συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, στη φορολογία νομικών και φυσικών προσώπων, στις ενδοομιλικές συναλλαγές, καθώς και στον φορολογικό σχεδιασμό και τη φορολογική στρατηγική.

Ο κ. Μήτσιος μοιράστηκε με το Fortune Greece το όραμά του για ένα άρτιο φορολογικό σύστημα, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κλάδου, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας σύγχρονος λογιστής, φορολογικός σύμβουλος και οικονομολόγος, μιλώντας μας, παράλληλα, και για την υποψηφιότητά του στις επικείμενες εκλογές για τη Συνέλευση των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.

Αν έπρεπε να διατυπώσουμε με λίγες λέξεις την άποψή σας για τη μεταρρύθμιση που πρέπει να γίνει στο φορολογικό μας σύστημα, τι θα λέγατε;

Θα έλεγα ότι η διαδρομή μίας μεταρρύθμισης είναι, λίγο πολύ, γνωστή: ολιστική χαρτογράφηση προβλημάτων, συγκέντρωση λύσεων, αξιολόγησή τους και επιλογή των καταλληλότερων, διαβούλευση, υιοθέτηση. Για εμένα, ωστόσο, τα δύο πιο βασικά ζητήματα δεν σχετίζονται τόσο με αυτή τη διαδικασία, αλλά αφορούν, αφενός στη στόχευση μίας μεταρρύθμισης και, αφετέρου, την εφαρμογή της. Και τι εννοώ;

Το φορολογικό σύστημα κατά κανόνα είχε, έχει και θα συνεχίσει να έχει έναν βασικό στόχο: την τροφοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού. Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Μεταξύ των βασικών στόχων θα πρέπει να είναι, από τη μία πλευρά, ο εξορθολογισμός των φορολογικών βαρών που επωμίζονται οι πολίτες και, από την άλλη, η παροχή αναπτυξιακών κινήτρων για τις επιχειρήσεις. Έχουν, βεβαίως, γίνει ενέργειες και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Είναι, όμως, για την ώρα, λίγο αποσπασματικές και δεν διορθώνουν τη συνολική εικόνα με βάση ένα ολιστικό σχέδιο, αφήνοντας χώρο για περαιτέρω βελτιώσεις.

Επίσης, τα περισσότερα προβλήματα μίας μεταρρύθμισης αρχίζουν συχνά μετά την υιοθέτησή της, δηλαδή κατά την εφαρμογή. Ακόμη και η τελειότερη μεταρρύθμιση, αν δεν έχει κατάλληλες και αποτελεσματικές μεθόδους επιβολής και εφαρμογής, δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα.

Τη δυσκολία εφαρμογής επιτείνει η μεγάλη διασπορά και δυσλειτουργία των φορολογικών υπηρεσιών, η ελλιπής εκπαίδευση των λειτουργών, η μη επαρκής στελέχωση και η απουσία ηλεκτρονικών ή άλλων εργαλείων που να επιταχύνουν και να διευκολύνουν το έργο τους. Τη δυσχεραίνει, δε, ακόμη περισσότερο, η απουσία κουλτούρας συμμόρφωσης των φορολογουμένων, μεταξύ άλλων γιατί δεν έχει δημιουργηθεί στην κοινωνία η βεβαιότητα της σωστής και, κυρίως, της ανταποδοτικής αξιοποίησης των φορολογικών εσόδων.

Άρα οι λέξεις που έχω πάντα στο νου μου είναι: δικαιότερο, εξορθολογισμένο, αναπτυξιακό και ευκολότερα υλοποιήσιμο φορολογικό σύστημα.

Προφανώς ο δρόμος για τη μετατροπή των λέξεων σε πραγματικότητα, είναι μακρύς και γεμάτος προκλήσεις. Και για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω περισσότερο στα έργα και λιγότερο στα λόγια. Χρειάζονται, λοιπόν, στοχευμένες και συστηματικές ενέργειες από πολλά μέρη, ενταγμένες σε ένα σωστό σχέδιο και εξαιρετική επιμονή, τη στιγμή που προκύπτουν τα προβλήματα, ίσως και διαρκώς, μερικές φορές. Να μη δεχτείς τίποτα άλλο πέρα από τη λύση τους και να μη σταματήσεις μέχρι να βρεθούν οι λύσεις. Χωρίς παρεκκλίσεις.

Μέσα από την πολυετή εμπειρία σε έναν παγκόσμιο οργανισμό όπως η EY, συναντήσατε άρτια φορολογικά συστήματα που να έχουν λύσει τα προβλήματα που διατυπώσατε;

Ας είμαστε ρεαλιστές. Δεν υπάρχουν τέλεια συστήματα. Όλα σε «συνθήκες εργαστηρίου», μπορεί να μοιάζουν άρτια. Αλλά, έξω από τη «γυάλα», στην πραγματική ζωή, την αγορά, την κοινωνία και την οικονομία, προκύπτουν μία-μία οι αδυναμίες. Γιατί η κοινωνία είναι πολυδιάσταση, οι ανάγκες είναι πολυσύνθετες και, καμιά φορά, και αλληλοσυγκρουόμενες. Η τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά και η δυναμική της ίδιας της ζωής, δεν απαντώνται εύκολα με νομοθετικές ρυθμίσεις.

Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε και οραματιστές. Δηλαδή, να διαμορφώσουμε ένα σύστημα που, με δύο λόγια, θα επιδιώκει και, κατά το μέτρο του εφικτού, θα επιτυγχάνει οικονομική αποτελεσματικότητα και κοινωνική οικονομική δικαιοσύνη. Θα πρέπει να έχει τη σωστή στόχευση, να είναι πιο απλοποιημένο και οι εφαρμοστές του να είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι. Να διαθέτει ρυθμίσεις με τις οποίες οι πολίτες να επιδιώκουν, κατά κανόνα, τη συμμόρφωση και όχι την παράκαμψή του, γιατί θα εμπιστεύονται το κράτος και την αξιοποίηση των φόρων αυτών. Να προβλέπει αναπτυξιακά κίνητρα για τις επιχειρήσεις, που θα ενισχύσουν τα έσοδά τους και έτσι, έμμεσα, και τους καταβαλλόμενους φόρους. Όχι με αύξηση συντελεστών και άρα μείωση καθαρών εσόδων για αυτές, αλλά με αύξηση μικτών εσόδων, φόρων, αλλά και καθαρών εσόδων.

Εύκολο; Όχι.

Εφικτό, όμως; Ναι.

Όπως μας έχει δείξει η εμπειρία μας στην ΕΥ, ένα επιτυχημένο εγχείρημα μετασχηματισμού, πέρα από την υιοθέτηση της τεχνολογίας και την προώθηση της καινοτομίας, οφείλει να τοποθετεί και τον άνθρωπο στο επίκεντρο. Άρα, για να πετύχουμε όσα περιέγραψα, πρέπει να κάνουμε, τόσο τους λειτουργούς της φορολογικής διοίκησης, όσο και τους πολίτες, κοινωνούς αυτής της αλλαγής, ώστε να μπορούν να καταλάβουν την αξία της και να συνειδητοποιήσουν ιδίοις όμμασι τα οφέλη της.

Πώς είναι να αντιμετωπίζει ένας φορολογικός σύμβουλος καθημερινά τα προαναφερθέντα προβλήματα στην παροχή των υπηρεσιών του;

Τα ζητήματα υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν, λιγότερο ή περισσότερο. Είναι αναπόφευκτο. Το στοίχημα, πιστέψτε με, είναι ο τρόπος που τα αντιμετωπίζεις. Τα έβλεπα πάντα – και ιδιαίτερα όσο αποκτούσα πιο μεγάλη εμπειρία – σαν μία όλο και πιο περίπλοκη πρόκληση, ένα πρόβλημα που έπρεπε να λύσω. Δηλαδή επεδίωκα να εμβαθύνω στην πρόκληση, να κάνω τη σωστή ανάγνωση, να καταλάβω τη φύση του προβλήματος και να επιλέξω την καλύτερη από τις εναλλακτικές λύσεις. Μπορεί να ακούγεται κάπως ιδανικό, αλλά δεν είναι τόσο.

Καταρχάς, γιατί αυτό έχουν ανάγκη οι πελάτες και γιατί το οικονομικό μου υπόβαθρο, έχει να κάνει πολύ με την ορθή ανάγνωση και αξιολόγηση των αριθμών και των συμπερασμάτων. Άρα η μεθοδολογία, μού ήταν οικεία. Βοήθησε, εξάλλου, και η EY, η εταιρεία με την οποία δραστηριοποιούμαι σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, γιατί διαρκώς εξελίσσεται και εξελίσσει τους ανθρώπους της προς αυτή την κατεύθυνση.

Εφάρμοσα έτσι, στην πράξη, το να «βλέπω τη λύση σε κάθε πρόβλημα και όχι το πρόβλημα σε κάθε λύση» – για να παραφράσω λίγο, αν μου επιτρέπετε, τη σχετική ρήση του Τσώρτσιλ.

Για αυτό ακριβώς τον λόγο, αποφάσισα να δηλώσω υποψηφιότητα στις επερχόμενες εκλογές για την ανάδειξη της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, με τη Δημοκρατική Κίνηση Οικονομολόγων & Συνεργαζόμενοι (ΔΗ.ΚΙ.Ο-Σ.). Για να υπηρετήσω πολύ συγκεκριμένους και πρακτικούς στόχους, παρά τις δυσκολίες που επικρατούν.

Και θα ήθελα, με την ευκαιρία αυτής της συζήτησης, να καλέσω όλους τους συνάδελφους του κλάδου μας – λογιστές, φοροτεχνικούς, οικονομολόγους – να προσέλθουν στις κάλπες, να ασκήσουν το δικαίωμά τους και να ενισχύσουν με την ψήφο τους το κρίσιμο έργο που επιτελεί το Επιμελητήριο για τον κλάδο μας και την εθνική οικονομία, εκλέγοντας ανθρώπους που θα δώσουν πρακτικές λύσεις στα πραγματικά προβλήματα της αγοράς.

Στο πλαίσιο της ψηφιοποίησης του Δημοσίου τα τελευταία χρόνια, έχουμε διαπιστώσει ότι πολλές εργασίες διεκπεραιώνονται (π.χ., πιστοποιητικά και άλλα), με τη χρήση των κωδικών taxisnet, με αποτέλεσμα μία μερίδα συμπολιτών μας να περιμένει από τον λογιστή να τους βοηθήσει σε όλους τους τομείς. Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση σε αυτό;

Πράγματι, έχουμε δει ακόμη και αιτήματα σε λογιστές από πελάτες τους, για να τους κλείσουν ραντεβού μέχρι και για εμβόλιο! Εντοπίζεται, άρα, μία ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος του λογιστή σε κάτι πολύ ευρύτερο – συχνά, πέραν του πεδίου επαγγελματικής του εξειδίκευσης, αυξάνοντας δραματικά τον, ήδη, βεβαρημένο φόρτο τους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η εξέλιξη υποβαθμίζει και δυσχεραίνει πρακτικά τον ρόλο του λογιστή που, αντίθετα, πρέπει να επιτελεί ένα πολύ σοβαρότερο έργο, της κατάλληλης υποστήριξης των πελατών του στα φορολογικά, λογιστικά και οικονομικά ζητήματα που τους απασχολούν. Και όχι να λειτουργεί ως «γραμματειακή υποστήριξη».

Αυτό είναι αυτονόητο. Όμως, εκείνο που με απασχολεί είναι το πώς θα αλλάξει αυτή η κατάσταση. Και έχω καταλήξει ότι η λύση αυτού του προβλήματος, έχει δύο βασικούς πυλώνες: την κατάλληλη ενημέρωση των πολιτών και την κατάλληλη συλλογική στάση των λογιστών.

Θα πρέπει, δηλαδή, οι ίδιοι οι λογιστές, να ενημερώνουν από την αρχή τους πελάτες τους για το τι εμπίπτει, αλλά και δεν εμπίπτει στις υπηρεσίες τους, χωρίς να προχωρούν στην εξυπηρέτηση αιτημάτων έξω από αυτό το πλαίσιο αρμοδιοτήτων. Η πρακτική αυτή, θα πρέπει να εφαρμόζεται χωρίς εξαίρεση. Αυτό είναι το πιο βασικό, για να μην χρησιμοποιείται ως ανταγωνιστικό μέσο προσέλκυσης κάποιου πελάτη.

Από την άλλη, το Επιμελητήριο πρέπει να προχωρήσει σε μία καμπάνια που να αναβαθμίζει τον ρόλο του λογιστή και να τονίζει τις δυνατότητές του, που σαφώς δεν είναι οι εργασίες που αναφέραμε παραπάνω. Οφείλουμε να φροντίσουμε, συνεπώς, ενεργά και για την εκπαίδευση και ενημέρωση των συναδέλφων μας, συλλογικά και με πλάνο, ώστε να ανταπεξέλθουν στο σημερινό περιβάλλον.

Σε συνέχεια της παραπάνω ερώτησης, βλέπουμε συχνά συμπολίτες μας επαγγελματίες ή επιχειρηματίες να λένε «ο λογιστής μου» και να περιμένουν ουσιαστική βοήθεια, ωστόσο συχνά δημιουργείται ένας ανταγωνισμός στις τιμές. Τι πιστεύετε ως προς αυτό;

Καταρχήν να πω, ότι την πραγματικότητα αυτή δεν συναντάται μόνο στους λογιστές, αλλά σχεδόν σε όλα τα επαγγέλματα, ειδικά αυτά που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών. Έτσι, υπό το βάρος του ανταγωνισμού, βλέπουμε συναδέλφους να εξαναγκάζονται να αναλάβουν έναν μεγαλύτερο όγκο εργασιών, για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Η τιμή είναι το βασικότερο ανταγωνιστικό εργαλείο και αξιοποιείται σε πολλές περιπτώσεις. Ξέρουμε, όμως, ότι στην παροχή υπηρεσιών, η τιμή δεν είναι το καλύτερο κριτήριο, γιατί πολλές φορές μία καλή τιμή αποβαίνει σε βάρος της ποιότητας.

Δυστυχώς, ο πελάτης, τη στιγμή που προχωρά σε μία ανάθεση, δεν μπορεί να δει ή να προβλέψει την ποιότητα του έργου (θα τη δει αργότερα), αλλά αντιλαμβάνεται άμεσα το βραχυπρόθεσμο κέρδος της μειωμένης τιμής. Σε αυτό το δύσκολο πρόβλημα, πιστεύω θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ελάχιστης κατώτατης τιμής, για την προστασία του «ευ (αντ)αγωνίζεσθαι». Επίσης, οι επαγγελματίες θα πρέπει να δίνουν εύλογες εκπτώσεις με βάση τον τζίρο, την ποιότητα του έργου και άλλες αντικειμενικές παραμέτρους, και όχι «να χτυπούν τα έργα», αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις ποιοτικές διαφορές των υπηρεσιών τους και τα αποτελέσματα αυτών σε προγενέστερα έργα.