Οι 12 πολυεθνικές που άντεξαν στην κρίση

Οι 12 πολυεθνικές που άντεξαν στην κρίση

Ποιες είναι οι εταιρείες που βγήκαν αλώβητες από τη κρίση και και προχωρούν σε επενδύσεις.

Πολύ μεγαλύτερες αντοχές σε σχέση με τις ελληνικές εταιρείες επιδεικνύουν στην οικονομική κρίση οι πολυεθνικοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων που παρουσίασαν για την περσινή χρονιά οι εν Ελλάδι θυγατρικές 12 κορυφαίων πολυεθνικών ομίλων.

Ειδικότερα, πάνω από τις μισές κατάφεραν να αυξήσουν τις πωλήσεις και τα κέρδη τους, ενώ αρκετές άλλες με βάση τα δεδομένα της εποχής πέτυχαν να διατηρήσουν σε ικανοποιητικό επίπεδο τα μεγέθη τους. Ανάμεσα σε αυτές είναι οι καπνοβιομηχανίες JTI και BAT, η ζυθοποιία Μύθος του δανέζικου ομίλου Carlsberg, αλλά και η αυτοκινητοβιομηχανία Toyota, οι οποίες μετά από ένα καταστροφικό 2012 βελτίωσαν αισθητά τις επιδόσεις τους. Χαρακτηριστική επίσης είναι η περίπτωση της θυγατρικής του γαλλικού κολοσσού της Bic, η οποία το 2013 πέτυχε να αυξήσει κατά 10% τις πωλήσεις και κατά 79,5% την κερδοφορία της χάρη στην εξωστρέφειά της.

Μάλιστα, πέρυσι τα ξυραφάκια της βρέθηκαν στην κορυφή των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τις επιτραπέζιες ελιές, ένα από τα πιο εμβληματικά προϊόντα της χώρας μας. Εξίσου ευεργετική αποδείχθηκε η εξωστρέφεια και για τη βιομηχανία Vivechrom, η οποία ανήκει στον όμιλο της Akzonobel, τη μεγαλύτερη εταιρεία χρωμάτων στον κόσμο.

Η απόφασή της να επαναδραστηριοποιηθεί στην αγορά της Κύπρου λειτούργησε καταλυτικά στις επιδόσεις της, σε μια χρονιά κατά την οποία η οικοδομική δραστηριότητα είχε κυριολεκτικά παγώσει. Παρ’ όλα αυτά, δεν λείπουν και οι θυγατρικές πολυεθνικών που «είδαν» τις πωλήσεις και τα κέρδη τους να συρρικνώνονται ή και να γυρίζουν σε αρνητικό έδαφος, όπως η Heineken και η Pepsico, η οποία για ακόμη μια χρονιά είχε ζημίες-μαμούθ (16,8 εκατ. ευρώ). Πτωτικά κινήθηκε και η Colgate-Palmolive, τόσο σε επίπεδο πωλήσεων (-13,25%) όσο και σε επίπεδο κερδοφορίας (κάμψη 9,89% στα κέρδη προ φόρων).

Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι πολυεθνικές επέδειξαν υψηλές αντοχές στην κάμψη της κατανάλωσης, πολύ μεγαλύτερες από αυτές των αμιγώς ελληνικών εταιρειών, οι οποίες στην πλειονότητά τους εξακολουθούν και σήμερα να ταλανίζονται από την έλλειψη ρευστότητας και το ακριβό κόστος χρήματος. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως αποκλίνουν ή χαλαρώνουν τις ενέργειες τους για τη μείωση του λειτουργικού κόστους. Η περιστολή των εξόδων και η διατήρηση επαρκούς ποσότητας ταμειακών διαθεσίμων βρίσκονται από την αρχή της κρίσης ψηλά στην ατζέντα τους, και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να είναι στον πυρήνα κάθε νέου business plan που εκπονείται. Δεν είναι λίγες οι φορές που κορυφαία στελέχη πολυεθνικών τονίζουν πως οι συνθήκες παραμένουν δύσκολες και υπογραμμίζουν πως δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό.

Επισφάλειες

Ιδιαίτερο βάρος δίδεται και στις επισφάλειες, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν μείζον ζήτημα για την αγορά, παρόλο που σχεδόν όλες οι εταιρείες ασφάλισης πιστώσεων έχουν επανακάμψει δυναμικά. Η διαχείρισή τους θα πρέπει να αποτελεί καθημερινό πονοκέφαλο καθώς τα «ανοίγματα» προς τους πελάτες ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, ενώ την ίδια ώρα οι ημέρες καθυστέρησης των πληρωμών μεταξύ των επιχειρήσεων αυξήθηκαν περαιτέρω το 2014, αντί να μειώνονται.

Συγκεκριμένα, όπως έδειξε και το τελευταίο Βαρόμετρο Συναλλακτικής Συμπεριφοράς που διεξάγει η εταιρεία ασφάλισης πιστώσεων Atradius, η καθυστέρηση στις αποπληρωμές στην Ελλάδα ανήλθε στις 66 ημέρες από 63,2 ημέρες προηγουμένως, και αρκετά πάνω από τον μέσο όρο των 52 ημερών που είναι στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι όλοι, ανεξαιρέτως, τρέμουν στο ενδεχόμενο κατάρρευσης κάποιας μεγάλης επιχείρησης, όπως έγινε πριν από μερικά χρόνια με την αλυσίδα Ατλάντικ ή πιο πρόσφατα με την Nutriart (πρώην Κατσέλης) και τα Sprider Stores, καθώς θα αφήσουν πίσω χρέη που δύσκολα θα καλυφθούν. Βέβαια, οι πολυεθνικές τουλάχιστον στο κανάλι των σούπερ μάρκετ έχουν εξασφαλίσει καλύτερους όρους αποπληρωμής σε σχέση με τους Έλληνες προμηθευτές, λόγω των γενναίων παροχών που προσφέρουν αλλά και των όρων που θέτουν στους πελάτες για να προμηθεύσουν τα προϊόντα τους. Περισσότερη είναι η αγωνία που έχουν οι Έλληνες μικρομεσαίοι έμποροι και βιοτέχνες, οι οποίοι δεν έχουν την ευρωστία να αντεπεξέλθουν σε νέα «κανόνια».

«ΧΤΙΖΟΥΝ» ΘΕΣΕΙΣ

Αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον
Έτοιμες να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη και να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις δηλώνουν αρκετές πολυεθνικές, με στόχο να ενισχύσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως οι περισσότερες ξένες εταιρείες έχουν προεξοφλήσει ότι τα χειρότερα πέρασαν και πλέον ποντάρουν δυνατά στο σενάριο της ανάκαμψης. «Καμία δεν θέλει να βρεθεί να υπολείπεται του ανταγωνισμού, όταν η ελληνική οικονομία αρχίσει να επιστρέφει και πάλι σε ρυθμούς ανάπτυξης. Θέλουν, εκμεταλλευόμενες τα πλεονάζοντα κεφάλαια που διαθέτουν, αλλά και τα προβλήματα των εγχώριων παικτών να ενδυναμώσουν τη θέση και τα μερίδιά τους στην εγχώρια αγορά», επισημαίνουν χαρακτηριστικά.

Στην πρώτη γραμμή βρίσκονται κυρίως οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στον χώρο των καταναλωτικών αγαθών, όπως η ΑΒ Βασιλόπουλος του βελγικού ομίλου της Delhaize, η οποία δρομολογεί επενδύσεις ύψους 75 εκατ. ευρώ μέσα στο 2014 για τη δημιουργία 32 νέων καταστημάτων, αλλά και η Bic Βιολέξ της γαλλικής Bic, η οποία θα διαθέσει 32 εκατ. ευρώ για την αναβάθμιση των γραμμών παραγωγής ξυριστικών.

Τέλος, και η Αθηναϊκή Ζυθοποιία (Heineken), έχει σε εξέλιξη επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 19 εκατ. ευρώ για την προμήθεια νέου εξοπλισμού και τη δημιουργία νέων προϊόντων που ανταποκρίνονται στις συγχρονες ανάγκες των καταναλωτών.

Πηγή: Ημερησία

Διαβάστε ακόμα:

Η ΛΙΣΤΑ: Οι 100 μεγαλύτερες εταιρείες στην Ελλάδα

Οι οκτώ πυλώνες της ευρωπαϊκής στρατηγικής ενεργειακής ασφάλειας

Που κρύβεται ο «μαύρος» χρυσός της Ελλάδας

Προχωρούν δύο διεθνείς διαγωνισμοί από το ΤΑΙΠΕΔ