Μήπως η Goldman Sachs αυξάνει την τιμή της Coca-Cola;

Μήπως η Goldman Sachs αυξάνει την τιμή της Coca-Cola;

Στο στόχαστρο η αμερικανική τράπεζα για τις τιμές αλουμινίου.

 

Του Στίβεν Γκάντελ

Αν αγοράσατε ένα κουτάκι Coca-Cola το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ίσως πληρώσατε 0,002 δολάρια επιπλέον εξαιτίας της Goldman Sachs. Ακόμα χειρότερα, το αμάξι που οδηγήσατε για να αγοράσετε αυτό το κουτάκι Coca-Cola κόστισε 12 δολάρια περισσότερα απ’ όσα πραγματικά έπρεπε να πληρώσετε για να το αγοράσετε, και πάλι εξαιτίας της Goldman Sachs.

Φυσικά, δεν παίζει ρόλο αν τα συγκεκριμένα ποσά είναι μικρά. Η «μαύρη μαγεία» της Wall Street συνίσταται στο να αντλούνται μικρά ποσά από τον καθένα μας, και ύστερα αυτά να αναδιανέμονται με τη μορφή παχυλών μπόνους σε ένα μικρό σχετικά αριθμό προνομιούχων.

Όμως, όταν θες να υποστηρίξεις ότι η Wall Street μας εκμεταλλεύεται, πρέπει να βασίσεις την ανάλυσή σου σε σαφή ποσοτικά στοιχεία. Και δεν είναι διόλου σίγουρο ότι η κριτική ενάντια στην Goldman Sachs και στο ρόλο της στην αγορά αλουμινίου κάνει κάτι τέτοιο.

Η ιστορία σχετικά με τη χειραγώγηση της αγοράς αλουμινίου και τη διατήρηση τεχνητά υψηλών τιμών – με όφελος 5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως – από την Goldman Sachs παρουσιάστηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο σε ένα άρθρο στους New York Times. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το 2003 εισήχθη ένας κανονισμός βάσει του οποίου επιτρεπόταν στην Goldman και σε άλλες εταιρείες της Wall Street να εξαγοράζουν εταιρείες που συμμετέχουν στην αγοραπωλησία πρώτων υλών, ανάμεσα στις οποίες και μέταλλα όπως το αλουμίνιο. Και αυτό ακριβώς έκανε η Goldman. Εξαγόρασε μία σειρά εταιριών αποθήκευσης στο Ντιτρόιτ που αποθηκεύουν και αποστέλλουν αλουμίνιο.

Οι New York Times τονίζουν ιδιαίτερα το γεγονός ότι σχεδόν κανένα μέρος του αλουμινίου που κατέχει η Goldman δεν αποστέλλεται ποτέ σε πελάτες. Αντίθετα, η Goldman το μεταφέρει από τη μία αποθήκη στην άλλη, χωρίς κάποιο φανερό λόγο.

Διαβάστε: Χορός ψηφιακών εκατομμυρίων

Κι όμως, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Οι πελάτες της Goldman δεν είναι η Coca-Cola και η General Motors, ή κάποιος άλλος τελικός χρήστης αλουμινίου. Οι πελάτες της Goldman είναι επενδυτές, οι οποίοι δεν εμπλέκονται στην επιχειρηματική δραστηριότητα της κατασκευής προϊόντων. Δεν έχουν κάποια πραγματική χρήση για το μέταλλο, παρά μόνο την αποθήκευσή του, την οποία αναλαμβάνει η Goldman εκ μέρους τους. Όταν τελικά πουληθεί, το αλουμίνιο ίσως καταλήξει σε έναν άλλο επενδυτή, ο οποίος θα το τοποθετήσει σε μία άλλη αποθήκη που μπορεί κι αυτή να ανήκει στην κατοχή της Goldman.

Ένα μεγάλο μέρος της μετακίνησης του αλουμινίου λαμβάνει χώρα εξαιτίας ενός περίεργου κανονισμού, ο οποίος έχει επιβληθεί από το Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου. Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, ανεξάρτητα από το ποιος κατέχει το αλουμίνιο, 3.000 τόνοι αλουμινίου πρέπει να μεταφέρονται εκτός αποθηκών κάθε μέρα. Συνεπώς, αν οι επενδυτές επιθυμούν να κρατήσουν υπό την κατοχή τους το μέταλλο για μεγάλες χρονικές περιόδους, οφείλουν να το μετακινούν από τη μία αποθήκη στην άλλη έτσι ώστε να μην παραβούν τον αμφιβόλων κινήτρων κανονισμό. Προφανώς, με τον τρόπο αυτό αυξάνεται το κόστος κατοχής του μετάλλου, η τιμή την οποία απαιτούν να λάβουν οι επενδυτές όταν το πουλούν, καθώς και η τελική τιμή του αλουμίνιου. Ίσως λοιπόν αυτό που πραγματικά ανεβάζει την τιμή του αλουμίνιου να μην είναι ένα ύποπτο σύστημα μεταφορών της Goldman αλλά ένας κακός κανονισμός.

Επίσης, οι αποθήκες της Goldman διατηρούν μόλις 1,5 εκατομμύριο τόνους αλουμινίου, ένα μικρό μόνο μέρος του συνολικού στοκ του μετάλλου. Σύμφωνα με τα μαθηματικά που χρησιμοποιούν οι NYT, το μερίδιο που αναλογεί στη Goldman από τις δικές της προσπάθειες τεχνητής αύξησης της τιμής του αλουμίνιου είναι 171 εκατομμύρια δολάρια. Το υπόλοιπο κομμάτι του οφέλους πηγαίνει στη βιομηχανία αλουμινίου. Προφανώς, όμως, ένας τίτλος του στυλ «Οι παραγωγοί αλουμινίου κερδίζουν 4,8 δισεκατομμύρια δολάρια εξαιτίας κάποιων κακοσχεδιασμένων κανονισμών που αυξάνουν την τιμή ενός κουτιού αναψυκτικού κατά 0,002 δολάρια» δεν θα είχε καταφέρει να βρεθεί στην πρώτη σελίδα.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Το άρθρο των NYT αναφέρει ότι η Coca-Cola και άλλοι χρήστες αλουμινίου έχουν αρχίσει να αγοράζουν αλουμίνιο απευθείας από τους παραγωγούς – προφανώς από εταιρείες εξόρυξης – έτσι ώστε να παρακάμψουν τα αυξανόμενα κόστη αποθήκευσης. Συνεπώς, η τιμή του αλουμινίου για την Coca-Cola και τη General Motors, καθώς και η τιμή ενός κουτιού αναψυκτικού ή ενός αυτοκινήτου για τον μέσο καταναλωτή, ίσως να αυξάνεται ελάχιστα ή και καθόλου.

Διαβάστε: Σκοτώνοντας τον Μπιν Λάντεν

Για να αποδείξουν την ορθότητα του επιχειρήματός τους, οι NYT αναφέρουν ότι η τιμή του αλουμινίου εκτοξεύτηκε κατά την περίοδο 2008-2011, καθώς το στοκ αλουμινίου που βρισκόταν στις αποθήκες της Goldman αυξήθηκε από 50.000 σε 850.000 τόνους. Αυτό που δεν αναφέρουν, όμως, είναι ότι η εκτόξευση αυτή προήλθε μετά από μία πολύ μεγαλύτερη βουτιά στην τιμή του αλουμινίου στα τέλη του 2007 και τις αρχές του 2008, καθώς ξεκινούσε η μεγάλη ύφεση. Επιπλέον, οι τιμές του αλουμινίου έχουν πέσει από τα μέσα του 2011, παρόλο που το στοκ αλουμινίου της Goldman συνεχίζει να αυξάνεται.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τις κατηγορίες των NYT εναντίον της Goldman είναι ότι χρησιμοποιεί τα μάλλον αδύναμα στοιχεία εναντίον της επενδυτικής τράπεζας για να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι βασικά όλες οι αγορές πρώτων υλών χειραγωγούνται από τη Wall Street. Το άρθρο αναφέρει, βασιζόμενο και σε ένα εσωτερικό σημείωμα της Goldman, ότι οι κερδοσκόποι έχουν αυξήσει την τιμή του πετρελαίου κατά 33%. Αυτό όμως που δεν αναφέρει το άρθρο είναι ότι υπάρχει ένα βουνό από μελέτες που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι κερδοσκόποι ελάχιστα μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές που πληρώνουμε στο βενζινάδικο ή αλλού.

Το άρθρο παρουσιάζει ως στοιχείο τις καταγγελίες ότι η JPMorgan Chase χρησιμοποίησε κάποια εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που κληρονόμησε από την Bear Stearns για να χειραγωγήσει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στην Καλιφόρνια. Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται ότι παραβιάστηκαν κάποιοι νόμοι. Η απάτη, όταν γίνεται εντός της Wall Street, πράγματι επιβαρύνει την οικονομία• αλλά αυτό ισχύει πάντα για κάθε απάτη. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους οι εταιρείες της Wall Street μπορούν να εισέρχονται στις αγορές πρώτων υλών. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι παράνομοι, και κάποιοι νόμιμοι.

Εν τέλει, η συζήτηση που πρέπει να ξεκινήσει δεν αφορά το κατά πόσο η Goldman παραβαίνει κάποιους κανόνες – το ίδιο το άρθρο των NYT παραδέχεται ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν κάτι τέτοιο – αλλά το κατά πόσο οι κερδοσκόποι πρέπει να είναι σε θέση να τζογάρουν πάνω στην τιμή βασικών υλικών που επηρεάζουν τη ζωή μας. Και οι κερδοσκόποι στους οποίους αναφερόμαστε δεν είναι μόνο μεγάλοι οργανισμοί, αλλά και μεμονωμένοι επενδυτές.

Ίσως οι αγορές στις οποίες πολλοί επενδυτές συμμετέχουν για να καθορίσουν την τιμή του πετρελαίου ή του ηλεκτρικού ρεύματος ή του αλουμινίου ή των μετοχών γενικότερα, να είναι καλό πράγμα, παρά τα κόστη που τις συνοδεύουν. Ίσως όμως να υπάρχουν και περιπτώσεις όπου αυτή η υπόθεση να είναι λανθασμένη. Το Κογκρέσο και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα φαίνεται ότι εξετάζουν το συγκεκριμένο ζήτημα και πρόκειται να προτείνουν νέους κανονισμούς. Ελπίζω, μόνο, να μην χρησιμοποιήσουν τις αιτιάσεις των NYT εναντίον της Goldman ως στοιχείο υπέρ της ανάγκης προώθησης των αλλαγών.