Το «μυστικό» πίσω από τη μακροβιότερη και πιο «γλυκιά» ελληνική επιχείρηση

Το «μυστικό» πίσω από τη μακροβιότερη και πιο «γλυκιά» ελληνική επιχείρηση

Ο διευθυντής του εργοστασίου Παυλίδη, Παναγιώτης Τσίγκος, μιλά αποκλειστικά στο Fortune  για τη σοκολατοποιία που αγάπησαν δεκάδες γενιές Ελλήνων.

Της Μαρίας Ακριβού

Αποτελεί την μακροβιότερη αλλά και πιο «γλυκιά» ελληνική επιχείρηση η οποία για περισσότερα από 170 χρόνια συνδέει το όνομά της με την αγαπημένη σε όλους σοκολάτα. Το όνομα Παυλίδης συνδεδεμένο με την σοκολάτα υγείας, την Lacta και τη Merenda, έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό brand που μένει αναλλοίωτο ανά τους αιώνες παρά το γεγονός ότι από το 1989 βρίσκεται υπό τη σκέπη μεγάλων πολυεθνικών.

Το εργοστάσιο Παυλίδης στην Ελλάδα τιμήθηκε μάλιστα με το Πλατινένιο βραβείο Απόδοσης (Global Efficiency Platinum Award) από την Mondelez, μητρική εταιρεία, αποτελώντας το πρώτο εργοστάσιο της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής ανάμεσα σε πάνω από 100 του ομίλου που έλαβε τέτοια διάκριση.

«Η επιτυχία κρύβεται στη συστηματική προσπάθεια, τη σωστή επιλογή στελεχών, τη διαρκή εκπαίδευσή τους, τις στοχευμένες επενδύσεις και φυσικά στο φιλότιμο των Ελλήνων εργαζομένων. «Από το 2010 δεν έχουμε μειώσει ούτε ένα ευρώ τους μισθούς, ούτε υιοθετήσαμε τα κατώτερα ημερομίσθια για κάποιον που τώρα προσλαμβάνεται. “Δεν θα πρέπει να είναι κριτήριο το χαμηλό εργατικό δυναμικό για την μείωση των λειτουργικών δαπανών” αναφέρει στο Fortunegreece.com, ο Διευθυντής του εργοστασίου της σοκολατοποιίας Παυλίδης, κ. Παναγιώτης Τσίγκος.

Ο άνθρωπος που έχει την τύχη να διοικεί το πιο «γλυκό» εργοστάσιο της χώρας επιβεβαιώνει πως οι Έλληνες έχουν πράγματι αδυναμία στη σοκολάτα γεγονός που αποδεικνύεται και από τους αριθμούς. Στο Εργοστάσιο Παυλίδη παράγονται ετησίως περί τους 15.000 τόνους σοκολάτας και μερέντα. Το 95% αυτής της ποσότητας  καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά, και μόλις το 5% διοχετεύεται στις αγορές του εξωτερικού.

Πώς εξηγείται η εδραίωση του brand Παυλίδης στην ελληνική αγορά και γιατί ποτέ μέχρι σήμερα δεν κατάφερε καμία ξένη εταιρία να το παραγκωνίσει;

Ο κ. Τσίγκος μας εξηγεί πως  η μακροχρόνια σχέση εμπιστοσύνης  που έχουν τα  brands με τους καταναλωτές είναι ο σημαντικότερος λόγος επιτυχίας μιας εταιρείας και πως εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει η προϊοντική κατηγορία στην οποία ανήκουν. «Μπορεί πολυεθνικές όπως η Procter&Gamble, η Αmstel και η Unilever να πέτυχαν εδραίωση χάρη στη φύση των προϊόντων τους, στην περίπτωση όμως της σοκολάτας, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και αυτό οφείλεται στο ότι το προϊόν συνδέεται  συναισθηματικά  με τον καταναλωτή. Μας θυμίζει γλυκές στιγμές με αγαπημένα πρόσωπα. Η μαμά δίνει μερέντα στα παιδιά της, ο ερωτευμένος νέος προσφέρει Lacta στη  κοπέλα του (ή αντιστρόφως). Πάντα κάποια ελληνική σοκολάτα και όχι ένα ξένο brand». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που στην ελληνική αγορά οι πιο εμπορικοί κωδικοί είναι η σοκολάτα υγείας Παυλίδης, η μερέντα, και η lacta, η οποία θεωρείται power brand από την Mondelez και έχει λάβει τη μερίδα του λέοντος στη διαφημιστική πίτα.

Τι σημαίνει για την Παυλίδης η «σκέπη» Mondelez;

«Έπειτα από μια ενδιαφέρουσα διαδρομή που πέρασε από τους σταθμούς των Jacobs και Kraft, η σοκολατοποιία Παυλίδης κατέληξε στα «χέρια» της αμερικανικής Mondelez, η οποία είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο Νέας Υόρκης ΗΠΑ.  Πρόκειται για έναν πολυεθνικό κολοσσό με τζίρο 32 δις δολάρια, εκ των οποίων τα 15 δισ. δολάρια προέρχονται από την Ευρώπη. Έτοιμη να προχωρήσει ένα βήμα παρά πέρα η Mondelez έχει ήδη καταρτίσει το business plan για το 2020 προβαίνοντας σε κινήσεις που θα εξασφαλίσουν το μέλλον της. Η ειδοποιός της διαφορά από άλλες εταιρείες του ίδιου βεληνεκούς είναι πως παρά το μέγεθός της έχει επιλέξει η top management πληροφορία να μην κρατιέται στα συρτάρια αλλά να διανέμεται σε όλους. «Στην Αμερική όλη η δουλειά είναι στο χρηματιστήριο. Ο επενδυτής θα τοποθετήσει τα χρήματά του μόνο όταν βλέπει μακροχρόνια business plans. Οι κινήσεις που κάνουν οι μεγάλοι όμιλοι, ακόμα και όταν αυτές αφορούν συγχωνεύσεις και εξαγορές, είναι πάντα για το καλό τους αφού γίνονται με βάση το κέρδος που θα παραχθεί. Έχουν έναν ορθό προγραμματισμό , στρατηγική και όραμα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πολυεθνικές δεν κλείνουν ποτέ αλλά ενίοτε μετασχηματίζονται σε κάτι άλλο».

Ωστόσο, ο κ. Τσίγκος αναφέρει πως το μεγαλύτερο λάθος των Αμερικανικών Πανεπιστημίων και Αμερικανών ανωτάτων στελεχών επιχειρήσεων είναι ότι έχουν προσπαθήσει να επιβάλουν ένα διεθνές management και αυτό αποτελεί μεγάλη παγίδα, γιατί αγνοούν πως για να πετύχει θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στη νοοτροπία του εκάστοτε λαού.  Συνεχίζει λέγοντας πως στόχος της θυγατρικής μιας πολυεθνικής εταιρεία είναι να καταλάβει τη βασική στρατηγική του ομίλου και να την προσαρμόσει στην πορεία στις ανάγκες της τοπικής αγοράς. «Δυστυχώς αυτά που μας κρατούν πίσω στην Ελλάδα είναι η έλλειψη οράματος, η ασυνέπεια στην υλοποίηση των στόχων και η έλλειψη μακροχρόνιου σεβασμού απέναντι στον καταναλωτή. Δεν είμαστε συστηματικοί. Αυτό που μετράει σε τελική ανάλυση είναι η μακροημέρευση μιας εταιρείας. Οι πολυεθνικές έχουν αξιοκρατία και όταν οι εργαζόμενοι πιάνουν τους στόχους ανταμείβονται. Οι ξένοι “χτίζουν” πάνω στο management ενώ εμείς όχι».

Όσο για τις απολύσεις που αναγκάζονται να κάνουν οι πολυεθνικές κλείνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ζημιογόνα εργοστάσια αναφέρει πως είναι ένα δυσάρεστο γεγονός για το οποίο καταξιωμένα στελέχη της παγκόσμια αγοράς έχουν μάλλον …. διαφορετική άποψη. «Στο εξωτερικό μου έλεγε ένας manager ότι ακόμα και όταν μια επιχείρηση προβαίνει σε απολύσεις θα πρέπει να θεωρηθεί ευεργέτης, γιατί μπορεί να περικόπτονται 100 θέσεις εργασίας σε μια ακριβή αγορά εργασίας, όπως π.χ. η γαλλική, αναπτύσσονται όμως 400 επιπλέον σε άλλες αγορές, όπως π.χ. η Ινδική που έχει φτηνό εργατικό δυναμικό».

Μηδέν εργατικά ατυχήματα στο εργοστάσιο της Παυλίδης.

Βασική αρχή της Mondelez που απασχολεί στη χώρα μας 105 μόνιμους εργαζόμενους και 60 εποχικούς είναι η ασφάλεια. Στο ελληνικό εργοστάσιο καταγράφονται ετησίως μηδέν εργατικά ατυχήματα και δίνονται πολλά χρήματα σε καμπάνιες και στη συνεχή εκπαίδευση των εργαζομένων, καθώς και για την αναβάθμιση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Επιπρόσθετα, το 2011 έγινε στη χώρα μας μια επένδυση της τάξης των 5 εκατομμυρίων ευρώ που αφορούσε την αναβάθμιση τεχνολογικού εξοπλισμού για την συσκευασία της σοκολάτας, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλες τις βελτιώσεις όσον αφορά την ασφάλεια του εξοπλισμού, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον παράγοντα περιβάλλον. «Άλλαξε σταδιακά το φρέον και χρησιμοποιούμε ψυκτικά φιλικά προς το περιβάλλον, κάνουμε μετρήσεις με decibel για να μην ενοχλούμε τους γείτονές μας, ενώ από το 1999 αντικαταστήσαμε το πετρέλαιο και το μαζούτ με γκάζι. Έχουμε θέσει ως στόχο να μειώσουμε σημαντικά την κατανάλωση νερού και να αυξήσουμε την ανακύκλωση αποβλήτων».

Οι πολυεθνικές δεν επενδύουν σε χώρες υψηλού ρίσκου.

Επιχειρώντας μια αποτίμηση της κατάστασης που επικρατεί στον κλάδο των τροφίμων, ο κ. Τσίγκος επισημαίνει πως παρουσιάζει πάντα ευκαιρίες, χωρίς όμως στην παρούσα φάση να βλέπει να γίνονται επενδύσεις από μεγάλες εταιρείες. «Είναι η καλύτερη περίοδος για τους μικρούς επιχειρηματίες διότι το κεφάλαιο έχει αποφασίσει να μην επενδύσει στην Ελλάδα». Παράλληλα, αποκαλύπτει πως η πρόταση που κατατέθηκε φέτος τον Φεβρουάριο  από τη διοίκηση του εργοστασίου Παυλίδη, της τάξης των 6 εκατομμυρίων ευρώ για την ανακαίνιση της γραμμής παραγωγής, απορρίφθηκε από την Mondelez με την αιτιολογία ότι η μητρική εταιρεία δεν επενδύει σε χώρες «υψηλού» ρίσκου. «Δεν ήταν θέμα κόστους, αλλά ανασφάλειας. Σκεφτείτε πως αυτή τη στιγμή τρέχει μόνο για το εργοστάσιο της Cadbury’s στην Αγγλία επενδυτικό πρόγραμμα της τάξης των 95 εκατομμυρίων ευρώ και ένα σωρό άλλα επενδυτικά προγράμματα σε ολόκληρο τον κόσμο».

Πώς αντέδρασε το εργοστάσιο Παυλίδης στο άκουσμα των capital controls; «Τα capital controls «φρέναραν» ολόκληρη την αγορά μαζί και τα τρόφιμα. Η πολιτική που ακολουθήσαμε ήταν να κλείσουμε το εργοστάσιο για τρεις εβδομάδες και να βγούμε δυναμικά με προσφορές. Η πτώση στις πωλήσεις εκείνο το διάστημα ήταν της τάξης του 15%. Από τον Σεπτέμβριο και μετά έχει ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Φάνηκε πως δεν ήταν κάτι το ουσιαστικό. Εκτιμούμε ότι η χρονιά θα κλείσει με μια πτώση στο τζίρο της τάξης του 5% καθώς δεν μπορούν να ανακτηθούν οι πωλήσεις που χάθηκαν εκείνη την περίοδο».

Όσο για τα σενάρια περί επιστροφής στη δραχμή, παρόλο που θα βόλευαν οποιαδήποτε πολυεθνική που δραστηριοποιείται στη χώρα, ο Διευθυντής του εργοστασίου Παυλίδης είναι κάθετος. «Η επιστροφή στη δραχμή θα σημάνει την εξαθλίωση και τη φτωχοποίηση. Θα είναι κρίμα γιατί η Ελλάδα έχει προσπαθήσει για να φτάσει εδώ που είναι σήμερα. Η κρίση είναι υπέρ των ικανών. Ο Έλληνας καταστρέφει τα πάντα σκεπτόμενος μόνο το οικονομικό κέρδος και πολύ συχνά μπερδεύει το τζίρο με το κέρδος και ξοδεύει αλόγιστα».

«Αλαζονεία το να θέλει να τα κάνει όλα ένα άτομο σε μια επιχείρηση».

Το κύμα δημιουργίας νέων επιχειρήσεων υπογραμμίζει μεν τις αντοχές και την προσαρμοστικότητα του Έλληνα, δεν αρκεί όμως, σύμφωνα με τον κ. Τσίγκο, μόνο μια καλή ιδέα για να προχωρήσει μια επιχείρηση. Χρειάζονται και άτομα που το καθένα να είναι εξειδικευμένο στον τομέα του. «Δεν μπορεί ο ίδιος άνθρωπος που σκέφτηκε την ιδέα να κάνει και το marketing και τις δημόσιες σχέσεις. Αυτό είναι αλαζονεία που θα οδηγήσει σίγουρα στο κλείσιμο της επιχείρησης. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά και υποσχόμενα μυαλά που χαίρεται κανείς για την ευρηματικότητα τους. Παρά τις δυσκολίες, οι νέοι θα πρέπει να τολμήσουν και να δοκιμάσουν στην πράξη την ιδέα τους και αφού αποτιμήσουν το αποτέλεσμα να προχωρήσουν με την κατάλληλη ομάδα.  Ποτέ όλες οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες δεν στέφονται με επιτυχία από την αρχή».