Ανάλυση: Πώς η Γερμανία προσπάθησε να διαμορφώσει την Ευρωζώνη κατ’ εικόνα και ομοίωσή της

Ανάλυση: Πώς η Γερμανία προσπάθησε να διαμορφώσει την Ευρωζώνη κατ’ εικόνα και ομοίωσή της
Το πρόβλημα είναι ότι δεν τα κατάφερε εντελώς.

του Geoffrey Smith

Η ευρωζώνη μόλις πρόσφατα κατάφερε να αφήσει πίσω της την τελευταία παγκόσμια οικονομική κρίση.

Διαθέτει, όμως, άραγε ό,τι χρειάζεται για να επιβιώσει της επόμενης;

Εκ πρώτης όψεως, η ερώτηση φαντάζει σαν κινδυνολογία. Οι αγορές εργασίας εξακολουθούν να είναι ισχυρές, οι μισθοί αυξάνονται με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2013, και η παροχή εύκολου χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα τελευταία χρόνια επέτρεψε στις τράπεζες να απομακρύνουν βουνά επισφαλούς χρέους και κατέστησαν δυνατή τη ροή πιστώσεων εκεί όπου είναι περισσότερο απαραίτητη.

Ωστόσο, οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η περιοχή εξακολουθούν να είναι τρομακτικοί.

Ο πιο προφανής εξ αυτών είναι το Brexit – η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ – το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια μιας αγοράς που απορρόφησε το 12,1% των εξαγωγών της ευρωζώνης πέρυσι. (Η Κίνα πήρε μόλις το 8,6%, σύμφωνα με αναλυτές της Berenberg Bank.)

Η Γερμανία – η ατμομηχανή της ευρωζώνης – άργησε να καταλάβει την απειλή, αλλά ο Σύνδεσμος των Γερμανών Βιομηχάνων επισημαίνει τώρα ότι ένα σενάριο μη συμφωνίας, βάσει του οποίου το Ηνωμένο Βασίλειο θα εγκαταλείψει την ΕΕ στις 12 Απριλίου χωρίς μεταβατικές ρυθμίσεις, θα μείωνε στο μισό την οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας φέτος.

Ο Clemens Fuest, ένας από τους «πέντε σοφούς» της γερμανικής κυβέρνησης, δήλωσε ότι το Brexit θα μπορούσε να είναι η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει σπρώχνοντας τη Γερμανία στην ύφεση. Ο επικεφαλής του Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου, Eric Schweitzer, σημειώνει ότι περίπου 750.000 θέσεις εργασίας στη Γερμανία εξαρτώνται άμεσα από τις εξαγωγές προς το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αυτό θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις αλλού, εν μέσω μιας περίεργης συγκυρίας: ο μεταποιητικός τομέας της Γαλλίας έχει συρρικνωθεί από την αρχή του έτους και της Ιταλίας από τον Οκτώβριο.

Η επόμενη μεγάλη απειλή είναι η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, καθώς η άνοδος των εισαγωγικών δασμών ενός ή και των δύο χωρών θα πλήξει όλο το παγκόσμιο εμπόριο – συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινήτων που οι γερμανικές εταιρείες εξάγουν στην Κίνα από τα εργοστάσιά τους στις ΗΠΑ.

Φυσικά, τόσο το Brexit όσο και ο εμπορικός πόλεμος θα μπορούσαν να λήξουν χωρίς να επέλθει η καταστροφή. Όμως, και τα δύο φαινόμενα είναι τρομακτικά επειδή βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο των ίδιων των Ευρωπαίων.

Το γεγονός ότι η ευρωζώνη είναι τόσο ευάλωτη σε αυτές τις εξωτερικές δυνάμεις οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη στρεβλωτική διαρθρωτική αλλαγή που η Γερμανία και οι βόρειο-Ευρωπαίοι σύμμαχοί της επέβαλλαν στη νομισματική ένωση κατά την τελευταία κρίση. Μέχρι το 2008, το νομισματικό μπλοκ διέθετε ένα γενικά ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τον υπόλοιπο κόσμο, το οποίο όμως έκρυβε τις τεράστιες ανισορροπίες στο εμπόριο εντός της ζώνης. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Κύπρο συνέθλιψαν τη ζήτηση για εισαγωγές και ουσιαστικά μετασχημάτισαν την ευρωζώνη κατ’ εικόνα και ομοίωση της Γερμανίας, στηριζόμενες περισσότερο στις εξαγωγές παρά στην εγχώρια κατανάλωση για την τροφοδότηση της ανάπτυξης. Μετά από τις επανειλημμένες προσπάθειες του Πεκίνου για αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από την Κίνα είναι σήμερα περίπου ίσες με τις εξαγωγές της, ενώ στο παρελθόν το πλεόνασμα υπερέβαινε το 10% του ΑΕΠ. Αντίθετα, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης, ύψους άνω των 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων, είναι τώρα το μεγαλύτερο από όλες τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου, καθώς εκτιμάται ότι φέτος θα φτάσει το 2,9% του ΑΕΠ.

Αυτό αφήνει την ευημερία της ηπείρου σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των ξένων καταναλωτών – και των ξένων κεντρικών τραπεζών.

Η φυσική αντίδραση στην επιβράδυνση που προκλήθηκε από το εξωτερικό θα ήταν η χρήση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής για την τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Στη Γαλλία, ο πρόεδρος Emmanuel Macron έχει προσπαθήσει να το κάνει αυτό, σαν απάντηση στα Κίτρινα Γιλέκα που βγαίνουν τακτικά στους δρόμους εδώ και  μήνες για να διαμαρτυρηθούν για τα συμπιεσμένα εισοδήματά τους και να εναντιωθούν στην άρχουσα τάξη.

Ωστόσο, η κυβέρνηση της Γερμανίας παρουσίασε πρόσφατα σχέδια που προβλέπουν άλλα τέσσερα χρόνια μηδενικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και μόνο μικρές αυξήσεις στις δημόσιες επενδύσεις – παρόλο που οι αρνητικές αποδόσεις του γερμανικού χρέους σημαίνουν ότι οι επενδυτές θα πληρώσουν ουσιαστικά για να έχουν το προνόμιο να αναβαθμίσουν τις υποδομές του.

Εντωμεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εμποδίσει την Ιταλία, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής, απ’ το να χαλαρώσει περαιτέρω τη δημοσιονομική πολιτική, καθώς προσπαθεί να ξεφύγει από έναν φαύλο κύκλο χαμηλής ανάπτυξης. Η Ιταλία ήταν σε ύφεση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και η μεταποιητική δραστηριότητα συρρικνώθηκε τον Μάρτιο με τον ταχύτερο ρυθμό εδώ και πέντε χρόνια, σύμφωνα με την ερευνητική εταιρεία IHS Markit.

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, με έδρα στο Παρίσι, προειδοποίησε αυτή την εβδομάδα ότι το δημόσιο χρέος της Ιταλίας θα ανέλθει στο 144% – 156% του ΑΕΠ έως το 2030πολύ πάνω από το επίπεδο της Ελλάδας όταν η χώρα εισήλθε σε κρίση το 2010.

Κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν είναι εντελώς καινούργιος, αλλά τουλάχιστον στο παρελθόν η Ευρωζώνη μπορούσε να υπολογίζει σε μια αποτελεσματική κεντρική τράπεζα που, όπως λέει ο πρόεδρός της Mario Draghi, έκανε «οτιδήποτε χρειαζόταν» για να σώζει την κατάσταση. Ωστόσο, η ΕΚΤ έφτασε στα όριά της όσον αφορά την τόνωση της οικονομίας. Συγκεκριμένα, κινδυνεύει να εισέλθει στην επόμενη κάμψη με το βασικό επιτόκιο της ήδη στο -0,4%, αφού εγκατέλειψε τον περασμένο μήνα τα προσωρινά σχέδια για έξοδο από την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων που εφάρμοσε την περίοδο της κρίσης. Αντίθετα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα έχει την πολυτέλεια να μειώσει τα επιτόκια τουλάχιστον από το 2,5% όταν τελειώσει ο τρέχων «σφιχτός» κύκλος.

Σε μια ομιλία του την περασμένη εβδομάδα, ο Draghi προσπάθησε να πείσει τις αγορές ότι η ΕΚΤ είχε ακόμα αρκετούς άσσους στο μανίκι της για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Όμως, για δεύτερη φορά σε έναν μήνα, οι αγορές αντέδρασαν στις διαβεβαιώσεις του με ένα απότομο ξεπούλημα.

Όταν ο Draghi αποχωρήσει στα τέλη Οκτωβρίου, θα σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν θα έχει πλέον τον πιο αποτελεσματικό και αξιόπιστο αξιωματούχο της. Αν το Brexit και ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα δεν έχουν λυθεί μέχρι τότε, ο διάδοχός του θα βρεθεί με μια τρομερά δύσκολη πρόκληση στα χέρια του.

Πηγή: fortune.com