Χάρης Τσιμόγιαννης: Όταν η παράδοση συναντά την πρωτοπορία

Χάρης Τσιμόγιαννης: Όταν η παράδοση συναντά την πρωτοπορία

Μύησε τις Ελληνίδες στους κορυφαίους ξένους designers των '90s. Αντιλαμβάνεται έγκαιρα τις νέες τάσεις και προσαρμόζεται στα δεδομένα της κάθε εποχής. Ο Χάρης Τσιμόγιαννης έχει φανατικές πελάτισσες και το ταλέντο να είναι διαρκώς «παρών» στο fashion business.

Στόχος του εξαρχής ήταν να κάνει τη γυναίκα να νιώθει αυτοπεποίθηση, σίγουρη για το ρούχο που φοράει και να το υποστηρίζει µε την προσωπικότητα και το ταµπεραµέντο της. Οι πελάτισσές του τον εµπιστεύονται για το κριτήριό του να επιλέγει τα κατάλληλα σύνολα ανάλογα µε την περίσταση και τον τύπο κάθε γυναίκας.

Η πρώτη του επαφή µε τον χώρο της µόδας έγινε στα τέλη του 1989, όταν έφερε στην Ελλάδα τα brands Missoni και Basile. Ακολούθησε η αποκλειστική αντιπροσώπευση του οίκου Valentino και το 1993 η monomarque Boutique Valentino. Την ίδια περίοδο ανοίγει µια boutique µε τους οίκους Ungaro – Montana – Missoni και τον Yves Saint Laurent, που έναν χρόνο αργότερα ξεχώρισε και έγινε monomarque Boutique Rive Gaushe. Όνειρό του ήταν να δηµιουργηθεί στην Ελλάδα µια ευρωπαϊκή ατµόσφαιρα, της οποίας πρώτη διδάξασα υπήρξε η Έρη Κάκκαβα, που έφερε τη γαλλική µόδα από το Παρίσι µε τις boutique Jade, Courreges και Guy Laroche.

«Κίνητρο για µένα ήταν να επιλέγω κοµµάτια από τις εκάστοτε collections που να συµβαδίζουν µε τα δεδοµένα του τρόπου ζωής στη χώρα µας. Αντιλαµβανόµουν έγκαιρα τις αλλαγές στις τάσεις και δεν φοβόµουν να ρισκάρω στις επιλογές µου, πιστεύοντας ότι ο ρόλος όσων ασχολούµαστε µε τη µόδα είναι αυτός ακριβώς: Να µη φοβόµαστε το καινούργιο και να µπορούµε να ξεχωρίζουµε, για παράδειγµα, το προκλητικό ρούχο από το θηλυκό. Αυτή ήταν και η σπουδαιότερη συµβουλή που µου έδωσε ο YSL. Να ακολουθώ άφοβα την κάθε εποχή και να µη φοβάµαι στις επιλογές µου οποιαδήποτε µεγάλη αλλαγή. Παράδειγµα ο ίδιος, που επηρεασµένος από τον Μάη του ’68 στη Γαλλία δηµιούργησε τις συλλογές millitaire και safari, εµπνευσµένες από όλα όσα συνέβαιναν τότε». Οι σχεδιαστές που τον καθόρισαν ήταν ο Valentinο, ο Yves Saint Laurent και ο Oscar de la Renta, µε τους οποίους είχε προσωπική σχέση και οι άκρως ενδιαφέρουσες συζητήσεις µαζί τους ήταν για τον Χάρη «ένα είδος διατριβής».

Ευγενής και χαµηλών τόνων, αποφάσισε από νωρίς τα shows του να έχουν µόνο φιλανθρωπικό χαρακτήρα και όλα τα έσοδα να διατίθενται αποκλειστικά για τη στήριξη ευπαθών κοινωνικά οµάδων. «Η συµµετοχή, έστω και στο ελάχιστο, στο µεγαλειώδες έργο του Ιδρύµατος του Συλλόγου “ΕΛΠΙΔΑ”, µε σκοπό τη στήριξη των παιδιών που πάσχουν από καρκίνο και των οικογενειών τους, ή στη σπουδαία προσφορά του Πανελλήνιου Αθλητικού Σωµατείου Γυναικών “ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ”, που προωθεί τις αρχές και αξίες του “ευ αγωνίζεσθαι” και του Παραολυµπιακού κινήµατος για την ανάδειξη της προσπάθειας του αθλητή και όχι της αναπηρίας, θα έπρεπε να είναι επιλογή όλων µας» µου λέει και προσθέτει ότι η σύνδεση του ονόµατός του µε τη φιλανθρωπική δράση ξεκινάει από την επιθυµία του να συµµετέχει µε τον δικό του τρόπο στο απαιτητικό έργο που επιτελεί κάθε Ίδρυµα.

Το 2000 ο οίκος Valentinο πουλιέται στην HTP, και ο Χάρης Τσιµόγιαννης δεν συµφωνεί µε την πολιτική που ακολουθεί. Η αλλαγή του αιώνα σηµατοδοτεί και το turning point της επιχειρηµατικής του διαδροµής. H monomarque boutique Valentino παίρνει τη µορφή µιας MultiMate boutique, εκπροσωπώντας µια σειρά κορυφαίων σχεδιαστών, µε πρωταγωνιστές τους Elie Saab, Oscar de la Renta, Versace, Azzaro, Sonia Rykiel, Givenchy, Guy Laroche, Alexander McQueen, Mickael Kors και Jean-Louis Scherrer. «Η νέα boutique δεν είχε τίποτε να φοβηθεί από το trend του shopping travel που άνθισε τότε. Αντίθετα, σε µία και µόνο επίσκεψη, οι πελάτισσές µας µπορούσαν να βρουν εδώ τα καλύτερα επιλεγµένα ενδύµατα του κάθε οίκου».

Με τον Valentino, όταν το 1993 άνοιξε τη monomarque Boutique Valentino.

Από τα εγκαίνια της boutique του Oscar de la Renta στην Κηφισιά, με τoν ίδιο, τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη και την Anne-Aymone Giscard d’Estaing.

Αν και επιφυλακτικός µε τους νέους designers, η διαίσθησή του πάντα τον δικαίωνε. Το 1999 είδε πρώτη φορά συλλογές των Elie Saab και Zuhair Murad και τους παρουσίασε στην Ελλάδα, προβλέποντας την επιτυχία που ακολούθησε λίγα χρόνια µετά. Το ίδιο συνέβη µε τους Alexander McQueen και Michael Kors. «Με ρωτάνε πώς το αντιλαµβάνοµαι… Δεν µπορώ να το απαντήσω, είναι µια αίσθηση ανεξήγητη». Η συζήτηση περνάει στην ελληνική µόδα, όπου τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται µια κινητικότητα, και στη start up σκηνή.

«Η βιοµηχανία της µόδας στην Ελλάδα είναι όντως ενδιαφέρουσα, στερείται όµως των εργοστασίων κατασκευής ρούχων. Έτσι, η ελληνική µόδα δεν µπορεί να γίνει εξαγώγιµη και ευρέως γνωστή εκτός Ελλάδος» υποστηρίζει και προσθέτει: «Ξεχωρίζω το brand Zeus+Dione, που έχει ταυτότητα, εδραιώθηκε στις ξένες αγορές για την υψηλή ποιότητα  και  αυθεντικότητά του».

Συµφωνούµε ότι η κρίση της πανδηµίας του Covid-19 αλλάζει τον τρόπο που διασκεδάζουµε, εργαζόµαστε, ζούµε και συζητάµε για τον αντίκτυπο που θα έχει στη βιοµηχανία της µόδας και τα fashion brands. «Τα brands που κύριος στόχος τους ήταν το glamour βραδινό ρούχο δεν έχουν πλέον θέση στην Covid εποχή. Αλλάζουν τα δεδοµένα και η αλλαγή βρίσκεται σε εξέλιξη. Το ρούχο σήµερα πρέπει να έχει εξαιρετική ποιότητα, άψογη ραφή, να είναι εύκολο, να µπορεί δηλαδή να φορεθεί από το πρωί µέχρι το βράδυ, να είναι διαχρονικό, να έχει ταυτότητα, να είναι value for money και, τέλος, να τονίζει τη θηλυκότητα, κάτι που αποτελεί καθοριστικό στοιχείο  των επιλογών µου. Κατά τη γνώµη µου, ο ελβετικός οίκος Akris συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω στοιχεία, και αυτό αποδεικνύεται από τις µεγάλες πωλήσεις που πραγµατοποιεί επί σειρά ετών ανά τον κόσµο. Θεωρώ ότι αποτελεί παράδειγµα προς µίµηση». Σήµερα, από την boutique New Image στην Κηφισιά, η µεγαλύτερη πρόκληση για τον Χάρη είναι να ακολουθήσει τις επιταγές της εποχής. «Ενώ έγινα γνωστός για τις επιλογές µου στις βραδινές δηµιουργίες, στόχος µου πλέον είναι να γίνει το ίδιο µε το ρούχο που χρειάζονται οι γυναίκες τώρα».

*To άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.