Δουλεύουμε έξι μήνες τον χρόνο μόνο για να πληρώνουμε την εφορία

Δουλεύουμε έξι μήνες τον χρόνο μόνο για να πληρώνουμε την εφορία
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα αναγράφει η έρευνα, οι πολίτες φέτος θα πρέπει να εργαστούν 180 από τις 365 ημέρες του έτους για να πληρώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές στο Δημόσιο.

Το μισό του έτους χρειάζεται να εργάζονται οι Έλληνες φορολογούμενοι, μόνο για να καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους προς την εφορία, υποστηρίζει η αποκαλυπτική έρευνα που παρουσίασε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) Μάρκος Δραγούμης για την «Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας». Όπως υποστηρίζει η έρευνα, το 2019 είναι η τέταρτη διαδοχική χρονιά, όπου οι Έλληνες χρειάστηκε να δουλέψουν το μισό έτος αποκλειστικά για να πληρώσουν τους φόρους τους.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα αναγράφει η έρευνα, οι πολίτες φέτος θα πρέπει να εργαστούν 180 από τις 365 ημέρες του έτους για να πληρώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, σε ένα Δημόσιο που απογοητεύει το 82% των φορολογουμένων, με τις δυσανάλογα χαμηλού επιπέδου υπηρεσίες που προσφέρει. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι, από τις 180 ημέρες δουλειάς για το κράτος, οι 73 θα είναι για έμμεσους φόρους, οι 46 για άμεσους φόρους και οι 61 για ασφαλιστικές εισφορές.

Παράλληλα, η έρευνα κατέγραψε ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων πολιτών είναι διπλάσια από ό,τι ο μέσος όρος ετήσιων δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών, για την κάλυψη των βασικών αναγκών, δηλαδή για διατροφή, ένδυση, στέγαση, οικιακά αγαθά, μεταφορές και επικοινωνίες. Πιο αναλυτικά, η φορολογική επιβάρυνση αγγίζει τα 78 δισ. ευρώ, ενώ οι ετήσιες δαπάνες για τις βασικές ανάγκες ανέρχονται σε 42 δισ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι πέρυσι η επίδοση αυτή ήταν περίπου η ίδια, αφού, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα της μελέτης, οι Έλληνες το 2018 εργάστηκαν 182 ημέρες για το κράτος.

Τα αποτελέσματα αυτά φαίνεται να είναι χειρότερα τα τελευταία 4 χρόνια, τα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αφού το 2014, για παράδειγμα, η ίδια επίδοση εμφανίζεται μειωμένη, φτάνοντας τις 174 ημέρες.

Όπως είναι φυσικό, η διαφορά είναι ιδιαίτερα αισθητή, αν συγκρίνει κανείς τις τελευταίες επιδόσεις με τα χρόνια προ κρίσης, κατά τα οποία οι ημέρες που οι Έλληνες εργάζονταν για το κράτος είναι αρκετά λιγότερες. Ενδεικτικά, το 2009, η ίδια μέτρηση δείχνει ότι οι Έλληνες εργάστηκαν 148 ημέρες για να καταβάλουν φόρους και εισφορές.

Όλα αυτά δείχνουν ότι, από το 2009 έως και σήμερα, προστίθενται, κατά μέσο όρο, 3,5 επιπλέον ημέρες εργασίας του Έλληνα φορολογούμενου για το κράτος κάθε έτος.

Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η μελέτη, τα συνολικά φορολογικά βάρη θα φθάσουν φέτος, βάσει της πρόβλεψης του κρατικού προϋπολογισμού, τα 77,5 δισ. ευρώ -31,4 δισ. ευρώ για έμμεσους φόρους, 19,7 δισ. ευρώ για άμεσους φόρους και 26,4 δισ. ευρώ για κοινωνικές εισφορές- και είναι σχεδόν διπλάσια από τις δαπάνες των νοικοκυριών για τις βασικές ανάγκες τους -41,7 δισ. ευρώ, βάσει των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων για το 2017.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η κατάταξη της Ελλάδας είναι η τέταρτη χειρότερη μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, από την μελέτη προκύπτει ότι οι Έλληνες το 2018 ήταν οι πιο δυσαρεστημένοι μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς τη φορολογική επιβάρυνση που υφίστανται.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης τόνισε χαρακτηριστικά, «Οι κυβερνήσεις πρέπει να επιτυγχάνουν μετρήσιμους στόχους και να ελέγχονται για την επίπτωση των αποφάσεών τους στη ζωή των πολιτών. Με την ψήφιση του φορολογικού νομοσχεδίου που συζητείται στη Βουλή και του επόμενου φορολογικού νομοσχεδίου και με τη γενικότερη οικονομική πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη θα έχουμε μετρήσιμη επίπτωση στον δείκτη φορολογικής ελευθερίας»

Ο υπουργός πρόσθεσε, επιπλέον, ότι αποδέχεται την πρόκληση του ΚΕΦίΜ και θα παρευρίσκεται και τον επόμενο χρόνο στην παρουσίαση της έρευνάς του, καθώς στόχος της κυβέρνησης είναι να αρχίσει η αντίστροφη πορεία της Ημέρας Φορολογικής Ελευθερίας προς τα πίσω. «Πρέπει να φτάσουμε σε ένα επίπεδο που θα ομοιάζουμε με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και -γιατί όχι;- να είμαστε και καλύτεροι σε βάθος χρόνου», υπογράμμισε ο κ. Γεωργιάδης.

Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης τόνισε την ανάγκη επίτευξης υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, μέσω ενός ενάρετου κύκλου αύξησης των επενδύσεων. «Πρέπει να σεβόμαστε τους φορολογούμενους», είπε χαρακτηριστικά, ενώ ανέφερε ότι η κυβέρνηση θα μπορέσει να μειώσει τους φόρους, χωρίς να δημιουργηθεί δημοσιονομική «τρύπα», χάρη στην αύξηση του εισοδήματος των πολιτών, στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δεικτών απόδοσης των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, στην επισκόπηση δαπανών και τη μείωση των οροφών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, χωρίς να μειώνεται η πραγματική δαπάνη.

Από την πλευρά του, ο εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης και στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής, Παναγιώτης Καρκατσούλης σημείωσε ότι θα πρέπει τα ερευνητικά φώτα να στραφούν και προς το γιατί οι πολίτες λαμβάνουν κακές υπηρεσίες.

Ακόμη πιο εντυπωσιακά είναι τα ελληνικά αποτελέσματα, αν τα συγκρίνει κανείς με εκείνα της Ευρώπης, όπου η διαφορά μοιάζει χαοτική.

Οι χώρες της Ευρώπης, στην πλειονότητά τους, επιβαρύνονται λιγότερο φορολογικά, αναλογικά και με τα εισοδήματά τους, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζονται αισθητά λιγότερο δυσαρεστημένοι από τις κρατικές υπηρεσίες της χώρας τους, σε σύγκριση με τους Έλληνες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, γειτονικές χώρες με σχετικά επιρρεπείς οικονομίες, όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος ή χώρες που επίσης βρέθηκαν σε Μνημόνια, όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, βρίσκονται μεταξύ των κρατών με τη μικρότερη φορολογική επιβάρυνση. Μάλιστα, η Κύπρος και η Ιρλανδία βρίσκονται μαζί με τη Μάλτα για τέταρτη συνεχή χρονιά στις τρεις καλύτερες θέσεις.

Χαρακτηριστικό είναι το γράφημα που καταγράφει την εξέλιξη της ημέρας φορολογικής ελευθερίας ανά κυβέρνηση, για την περίοδο 1999-2019.