Οι Έλληνες πληρώνουν την κρίση με την υγεία τους

Οι Έλληνες πληρώνουν την κρίση με την  υγεία τους

Το υγειονομικό σύστημα έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης: Tι έχουν να περιμένουν οι πολίτες για την περίθαλψή τους.

Της Νατάσσας Ν. Σπαγαδώρου

Δεν χρειαζόταν να μιλήσουν τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία για τη θλιβερή και επικίνδυνη κατάσταση της υγείας στην Ελλάδα. Τη ζουν ήδη εδώ και τέσσερα χρόνια οι πολίτες της, οι οποίοι βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, συνεπεία μιας πρωτοφανούς οικονομικής και κοινωνικής ύφεσης που βιώνει η χώρα – κατάσταση η οποία αγγίζει πλέον τα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης.

Άνθρωποι που στερούνται ή στερήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα φάρμακά τους, χρονίως πάσχοντες που κόβουν τις δόσεις τους καθώς τα χρήματα δεν περισσεύουν, ανασφάλιστοι που πληθαίνουν και δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση σε ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη, τεράστιες ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, φαρμακοβιομήχανοι και πάροχοι υγείας οι οποίοι δεν προλαβαίνουν να πληρώνουν ολοένα και περισσότερα «χαράτσια» (clawback, rebate κ.λπ.). Και η λίστα δεν έχει τελειωμό…

Ακόμα και αυτονόητες για κάθε ανεπτυγμένη χώρα παροχές, όπως αναγκαίες διαγνωστικές και εργαστηριακές εξετάσεις (test Pap, μαστογραφίες, εξετάσεις για προστάτη κ.ά.), «κουρεύονται» με τη μόνιμη πρόφαση ότι οι περικοπές είναι αναγκαίες προκειμένου να σταματήσει η υπέρβαση της δαπάνης.

Πώς μεταφράζεται η τακτική αυτή; Το τέλος της πρόληψης! Γεγονός εξαιρετικά επικίνδυνο, όπως δηλώνουν οι ίδιοι οι γιατροί, που πραγματοποιείται καθαρά για λογιστικούς λόγους και πολύ πιθανόν να σηματοδοτήσει μακροπρόθεσμα σοβαρά ζητήματα δημόσιας υγείας.

Η κρίση απειλεί την υγεία μας
Δεν πάει πολύς καιρός που το κορυφαίο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», αναφερόμενο στη λιτότητα που πλήττει την Ελλάδα, μίλησε για τραγικές συνθήκες περίθαλψης, για αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, για θνησιγένεια και για αύξηση των αυτοκτονιών. Ακολούθησαν παρόμοια δημοσιεύματα και σε άλλα διεθνή ΜΜΕ, όλα στο ίδιο μήκος κύματος: «Η λιτότητα σκοτώνει στην Ευρώπη, αλλά κυρίως στην Ελλάδα».

Ο καθηγητής και πρώην πρόεδρος του ΕΟΦ Γιάννης Τούντας, μιλώντας τον περασμένο Ιούνιο στο συνέδριο του Athens Health Forum 2014, αναφέρθηκε «στην ανάγκη να κατευθυνθούμε σε κάθετες πολιτικές, εγκαταλείποντας τις οριζόντιες που έχουν κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια». Με σκληρή γλώσσα, έκρουσε το καμπανάκι του κινδύνου για την αύξηση της παιδικής θνησιμότητας, σημειώνοντας, ότι «τα στοιχεία είναι ανησυχητικά, όπως επίσης ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία για το θέμα της ψυχικής υγείας, καθώς υπάρχει αύξηση των αυτοκτονιών και των διαγνώσεων κατάθλιψης». Και όλα αυτά όταν η συνολική δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, εμφάνιζε ανοδική πορεία μέχρι το 2009, προσεγγίζοντας το 10%, ενώ το 2012 αντιστοιχούσε στο 9,2%.

Σε ερώτηση για το πώς βλέπει την υγεία και την περίθαλψη στην Ελλάδα ύστερα από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης, ο υπουργός Υγείας Μάκης Βορίδης απαντά: «Στο υπουργείο Υγείας συνεχίζουμε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που έχει ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια: Το πρόγραμμα αυτό στοχεύει στην ενίσχυση της ανταποδοτικότητας των χρημάτων των φορολογουμένων και εισάγει θεσμούς ελέγχου και διαφάνειας στο σύστημα υγείας. Τα τελευταία χρόνια έγινε μία τεράστια προσπάθεια εξορθολογισμού των δαπανών: Η φαρμακευτική δαπάνη από 5,4 δισ. ευρώ μειώθηκε στα 2,35 δισ. ευρώ το 2013 και θα μειωθεί περαιτέρω το 2014. Η νοσοκομειακή δαπάνη μειώθηκε κατά 50%. Και όλα αυτά διατηρώντας ένα επίπεδο παροχής υγειονομικών υπηρεσιών πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ».

Εκτός των άλλων, ο υπουργός Υγείας επισήμανε ότι η προσπάθεια αυτή συνεχίζεται, καθώς εισάγονται τα DRGs στην Ελλάδα, ενισχύεται η πρωτοβάθμια φροντίδα και ελέγχονται τα οικονομικά των νοσοκομείων.

«Ο φορολογούμενος ξέρει ότι τα χρήματά του πιάνουν τόπο, ο καθένας ξέρει ότι το επίπεδο των παροχών διατηρείται, ο ασφαλισμένος ξέρει ότι οι εισφορές του δεν πηγαίνουν πια στην τσέπη των επιτήδειων», συμπλήρωσε ο υπουργός.

Το μείζον ζήτημα των ανασφάλιστων πολιτών
Ωστόσο, η ισορροπία στη χώρα, σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή Οικονομικών της Υγείας και πρώην κοσμήτορα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας Γιάννη Κυριόπουλο έχει καταρρεύσει: «Βασιζόταν για πολλές δεκαετίες στην καθολική αλλά εν τοις πράγμασι μη πλήρη ασφαλιστική κάλυψη του πληθυσμού, με την καθοριστική συμβολή των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών (βλέπε φακελάκι). Με τον τρόπο αυτό το υγειονομικό σύστημα παρείχε τη δυνατότητα στους χρήστες να εκφράζουν τις προτιμήσεις τους, να έχουν πολιτικές επιλογές και να ελαχιστοποιούν το κόστος του χρόνου, ενώ ταυτόχρονα έδινε στους γιατρούς, στους επαγγελματίες υγείας και στις επιχειρήσεις υγείας την ευκαιρία ενός διορθωτικού μηχανισμού τιμών και εισοδημάτων, που αμβλύνει την ακαμψία των κρατικών ρυθμίσεων».

Μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δεν μπορεί πλέον να πληρώσει από την τσέπη του, καθώς υπάρχουν τρία εκατ. πολίτες που είναι ανασφάλιστοι, καθώς και άλλοι που δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους.

Σε ερώτηση του Fortune εάν ο αριθμός αυτός μπορεί να μειωθεί, ο Γιάννης Κυριόπουλος απαντά ότι αυτό θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και από τους ρυθμούς της ανεργίας. «Θα μειωθεί, αλλά σε δεύτερο χρόνο», συμπληρώνει, «και εφόσον έχουμε θετικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις».

«Το μείζον ζήτημα», επισημαίνει ο Γιάννης Κυριόπουλος, «είναι η κάλυψη των ανασφάλιστων και των χρονίως πασχόντων, οι ανάγκες των οποίων έχουν αυτή τη στιγμή παραμεληθεί. Προκειμένου να τύχουν φροντίδας, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις και ανακατανομή των πόρων προς μια ήπια, αποτελεσματική και φθηνή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με ταυτόχρονη αποτροπή της υπέρμετρης χρήσης της νοσοκομειακής δαπάνης».

Ο βουλευτής Ρεθύμνου, υπεύθυνος Υγείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέας Ξανθός εκφράζει μια σκληρή άποψη για την επόμενη ημέρα της υγείας και της περίθαλψης των Ελλήνων, με τη σταδιακή μετατροπή όλων των πολιτών (ασφαλισμένων και μη) σε λειτουργικά ανασφάλιστους. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ύστερα από τόσα χρόνια “μεταρρυθμίσεων”, όλα τα βασικά προβλήματα της υγείας, αντί να επιλύονται, συσσωρεύονται και επιδεινώνονται. Υλοποιούνται με σχέδιο η συστηματική υποβάθμιση και η απόσυρση του δημόσιου συστήματος υγείας, η εκχώρηση δραστηριοτήτων του στον ιδιωτικό τομέα και το άνοιγμα νέων ευκαιριών για την αγορά υπηρεσιών υγείας. Την ίδια ώρα, οι πολίτες καλούνται να καλύψουν από την τσέπη τους ένα διαρκώς αυξανόμενο κόστος για να έχουν πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα, τις εξετάσεις, τα φάρμακα και τη νοσηλεία που χρειάζονται».

Εκτός των παραπάνω, ο Ανδρέας Ξανθός δεσμεύεται ότι πολιτική προτεραιότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ακύρωση της λιτότητας και η χρηματοδοτική-λειτουργική στήριξη της δημόσιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

«Οι περιβόητες “μεταρρυθμίσεις” οδήγησαν στη διάλυση της δημόσιας υγείας και σε μια εκτεταμένη ζώνη “υγειονομικής και φαρμακευτικής φτώχειας”, που είναι προσβλητική για ευρωπαϊκή χώρα» καταλήγει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.

Η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ
Μία από τις μεταρρυθμίσεις που συζητήθηκε και συζητείται στον χώρο της υγείας ήταν αυτή του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ). Το 2011, που ο νέος φορέας βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα (ουσιαστικά ετέθη σε πλήρη λειτουργία τον Ιανουάριο του 2012), ο τότε υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος τον χαρακτήρισε το μεγαλύτερο επίτευγμα και τη μεγαλύτερη ασφαλιστική αλλαγή. Πολλοί πρόεδροι πέρασαν από την καρέκλα του και τόνοι από μελάνι χύθηκαν για τους κουτσουρεμένους προϋπολογισμούς του, αλλά και για τις αλλαγές που έφερε στην κάλυψη των ασφαλισμένων.

Ο σημερινός πρόεδρος του οργανισμού Δημήτρης Κοντός, απαντώντας σε όσους κάνουν λόγο για «αποτυχία του ΕΟΠΥΥ», αναφέρει: «Αυτοί που διατείνονται ότι ο ΕΟΠΥΥ δεν πέτυχε τον ρόλο του είναι όσοι είναι δυσαρεστημένοι από το γεγονός ότι ο οργανισμός αναπτύσσει εργαλεία και μηχανισμούς ελέγχου, με αποτέλεσμα να μην αποζημιώνει άκριτα και δίχως έλεγχο ό,τι του υποβάλλεται από τους παρόχους. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο ΕΟΠΥΥ δεν πληρώνει τη σπατάλη, μάχεται εναντίον της υπερβάλλουσας ζήτησης υπηρεσιών και της πολυφαρμακίας, όχι αποκλειστικά λόγω λογιστικής προσέγγισης, αλλά και προς διασφάλιση της δημόσιας υγείας των ασφαλισμένων. Αντίθετα, οι ασφαλισμένοι λαμβάνουν από τον ΕΟΠΥΥ υπηρεσίες με επάρκεια και ποιότητα, γεγονός το οποίο τεκμηριώνουν οι αριθμοί».

Ένα άλλο ζήτημα που θίγει ο πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ είναι η ελλιπής υποστήριξη του οργανισμού, κάνοντας αναφορά στα ταμεία, από τα οποία αποσχίσθηκαν οι κλάδοι υγείας για να φτιαχτεί ο ΕΟΠΥΥ. «Οι εισφορές που εισπράττονται από τα ταμεία για λογαριασμό του ΕΟΠΥΥ δεν αποδίδονται. Οι εισπραχθείσες και μη καταβληθείσες εισφορές για τον Οργανισμό ξεπερνούν τα 500 εκατομμύρια ευρώ» συμπληρώνει.

Φαρμακευτική δαπάνη
Εδώ μιλάμε πράγματι για μία ιστορία τρέλας, καθώς η φαρμακευτική δαπάνη, από 5,2 δισ. ευρώ το 2009, έπεσε στα 2 δισ. ευρώ το 2014. Η διαφορά είναι μεγάλη και την πληρώνουν οι πολίτες, αντιμετωπίζοντας τεράστιες ελλείψεις στα αναγκαία φάρμακά τους ή με συμμετοχές που αποδίδουν και αγγίζουν ακόμη και το 65%.

Φυσικά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα χρειαζόταν έναν γερό εξορθολογισμό στις δαπάνες της, όπως και έγινε. Ωστόσο η μείωση των δαπανών ήταν δραματική και πραγματοποιήθηκε υπό τη δαμόκλειο σπάθη της τρόικας και σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης.

Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Κυριάκο Σουλιώτη, είναι χαρακτηριστικό ότι, από 12,85% που ήταν η συμμετοχή των ασθενών τον Ιανουάριο του 2012, το 2013 έφθασε στο 24,42%, ενώ σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζει ακόμη και το 80% σε ορισμένα φάρμακα. Η κατά κεφαλή δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα είναι από το 2011 και μετά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόκλιση να αυξάνεται (310 ευρώ έναντι 180 ευρώ περίπου για το 2014).

Αν αφήσουμε για λίγο στο πλάι τη φαρμακευτική δαπάνη και ρίξουμε μία ματιά στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) και στους γιατρούς του, θα δούμε πάλι μια κατάλυση των μέχρι σήμερα σταθερών του. Στον φάκελο «Υγεία» του Fortune γίνεται λεπτομερής αναφορά στην άσχημη κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα δημόσια νοσοκομεία, στα οποία η κυβέρνηση εφαρμόζει πλέον ιδιωτικά κριτήρια λειτουργίας.

Τελευταία μεγάλη αλλαγή, η νέα Εταιρεία Συστήματος Αμοιβών στα Νοσοκομεία, που αλλάζει άρδην τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Ουσιαστικά μιλάμε για μερική ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ, καθώς μία ανώνυμη εταιρεία (παρά το γεγονός ότι το ελληνικό Δημόσιο θα διατηρεί το 51% του μετοχικού της κεφαλαίου) θα είναι υπεύθυνη για τη χρηματοδότηση των νοσηλίων, για τη μισθοδοσία του προσωπικού και θα αξιολογεί πόσο ανταγωνιστικά είναι τα νοσοκομεία. «Και εάν δεν είναι;» θα ρωτήσετε εύλογα. Τότε δεν αποκλείεται πολλά μικρά ή περιφερειακά νοσοκομεία να κλείσουν. Αυτό τουλάχιστον το ενδεχόμενο αφήνει ανοικτό ο υπουργός Υγείας.

Η πρόκληση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης
Τελευταία αλλά όχι ήσσονος σημασίας είναι η μεταρρύθμιση στον ψυχιατρικό τομέα, η οποία βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος, καθώς οι τελευταίοι και παραδοσιακοί θύλακες σταθερής φιλοξενίας των ασθενών, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής στο Δαφνί, το Δρομοκαΐτειο και το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, βρίσκονται σε φάση κλεισίματος.

Οι ασθενείς που περιθάλπονται εκεί (τα χρόνια πάντα και όχι τα οξέα περιστατικά) αναμένεται να φιλοξενηθούν σε κλινικές του ΕΣΥ – έπειτα από επιτόπια έρευνα που πραγματοποίησε το τεχνικό κλιμάκιο του υπουργείου Υγείας, προεξάρχοντος του διοικητή των δύο ψυχιατρείων της Αθήνας, Παύλου Θεοδωράκη.

Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2015 και παρά το γεγονός ότι η υφυπουργός Υγείας Κατερίνα Παπακώστα – Σιδηροπούλου όπου βρεθεί και όπου σταθεί αναφέρεται στο γεγονός ότι κανείς εργαζόμενος δεν θα χάσει τη δουλειά του –αντίθετα έχει ζητήσει την πρόσληψη επιπλέον 1.300 ατόμων– ελάχιστα γίνεται πιστευτή.

Εργαζόμενοι στον χώρο, αλλά και εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων, αναφέρουν ότι από το 1990 που ξεκίνησε η μεταρρύθμιση αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα είναι ότι το ίδιο το κράτος σπρώχνει τους ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα, σε ό,τι αφορά το κομμάτι της ψυχικής υγείας.

Αυτό όμως που φοβούνται οι περισσότεροι είναι το «κύμα» αστέγων που θα χτυπήσει την πόρτα της Ελλάδας όταν θα κλείσουν οι κλινικές. Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί πως το Δαφνί αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο ψυχιατρείο των Βαλκανίων, με εννέα κλινικές και 4.500 επισκέψεις στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών.

Εξαιτίας της κρίσης δε, έχει τριπλασιαστεί η εισαγωγή αστέγων. Ευλογα, λοιπόν, υπάρχει προβληματισμός για το τι θα απογίνουν όλοι αυτοί οι άστεγοι.

Πως Θα βγούμε από το τέλμα
Πέρα από τις διαπιστώσεις, τις απόψεις και την καταγραφή των προβλημάτων, πρέπει να υπάρξουν και λύσεις. Στο πλαίσιο αυτό ο πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ Δημήτρης Κοντός καταθέτει μια ενωτική άποψη για να βγούμε από το υγειονομικό τέλμα, προτείνοντας τη δημιουργία μιας «Συμμαχίας για την υγεία».

Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «είναι ανάγκη να δημιουργήσουμε μια μεγάλη συμμαχία για την υγεία με τη συμμετοχή όλων, του υπουργείου Υγείας, του ΕΟΠΥΥ, των επαγγελματιών και λειτουργών υγείας, των πολιτών, των ενώσεων των ασθενών, των παρόχων και προμηθευτών, των κοινωνικών εταίρων. Μέσα στη συμμαχία αυτή απαιτούνται συνεννόηση, συνεργασία και σκληρή δουλειά, με συνείδηση και αμοιβαίο σεβασμό. Η διαφύλαξη των οικονομικών της χώρας υπερβαίνει τα ατομικά και κλαδικά συμφέροντα και είναι επιβεβλημένη για τη διασφάλιση της υγείας των πολιτών και τη βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας».

Η Ελλάδα και οι Έλληνες έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα στην υγεία και την περίθαλψή τους όλα αυτά τα χρόνια του μνημονίου, κατά τα οποία η χώρα βρέθηκε υπό διεθνή κηδεμονία.

Ένας αντικειμενικός παρατηρητής θα μπορούσε να πει «καλά να πάθουν», αφού μέχρι τώρα ζούσαμε μια εικονική πραγματικότητα. Δεν υπάρχει αντίρρηση ότι χρειαζόταν ένας σοβαρός εξορθολογισμός στην υγεία, καθώς η κατάσταση είχε ξεφύγει. Όμως πήγαμε από το ένα άκρο στο άλλο. Οι περικοπές δεν έγιναν σταδιακά και λελογισμένα, αλλά αδιακρίτως, με μοναδικό κριτήριο το λογιστικό όφελος, ενώ αυτοί που πόνεσαν και πονούν ακόμη είναι ευπαθείς ομάδες, χρονίως πάσχοντες και ανασφάλιστοι.  Δηλαδή κοινωνικές ομάδες που θα έπρεπε να προστατευθούν. Επιπλέον, δεν ετέθη ποτέ το κριτήριο της ποιότητας και της ανάγκης για πρόληψη στις μεταρρυθμίσεις. Κόβοντας τόσο πολλά σήμερα, είναι πολύ πιθανόν να προκύψουν σοβαρά προβλήματα δημόσιας υγείας στο μέλλον.

Το επίπεδο πολιτισμού μιας χώρας κρίνεται σε μείζονα βαθμό από τη φροντίδα που παρέχει το ίδιο το κράτος στους πολίτες του, από την ισότιμη, αποτελεσματική και δίκαιη πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Και η Ελλάδα, δυστυχώς, στην προσπάθειά της να ακούσει τα «διεθνή μπράβο» και να οργανωθεί, γύρισε πολλά χρόνια πίσω!

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα