Επάγγελµα «Κεντροαριστερός»

Επάγγελµα «Κεντροαριστερός»

Είναι εφικτή μια ολική επαναφορά της κεντροαριστέρας στην Ελλάδα; Οι εκλογές και ο Αλέξης Τσίπρας

Από τον Παύλο Παπαδόπουλο

Η συζήτηση για την Κεντροαριστερά γίνεται κουραστική και άγονη όταν κυριαρχούν τα επιχειρήµατα όσων πρωτοστάτησαν σε κόµµατα ασήµαντης επιρροής. Για πολλά χρόνια τον όρο «Κεντροαριστερά» µονοπωλούν κάποιοι ψευδοδιανοούµενοι, επαρχιακής εµβέλειας µε βάση τα ευρωπαϊκά µέτρα, που διαρκώς αρθρογραφούν και εµπορεύονται ένα είδος θολού λόγου µε ειδίκευση στην εξαφάνιση του συγκεκριµένου. Προφανής στόχος είναι να τα έχουν µε όλους καλά. Τα άρθρα τους – εκτός σπανίων εξαιρέσεων – είναι δελτία τύπου και ανταλλαγές φιλοφρονήσεων και προειδοποιήσεων. Δεν λένε τίποτα ουσιαστικό και δεν αφορούν την ευρύτερη κοινωνία πέραν της στενής παρέας τους και των πολύ στενών συµφερόντων της, που συνήθως σχετίζονται µε επιδοτήσεις για think tanks, µε δράσεις µη κυβερνητικών οργανώσεων και µε νοµοπαρασκευαστικές επιτροπές.

Ο Κίσινγκερ είχε πει ότι οι ακαδηµαϊκές έριδες είναι πολύ σκληρές γιατί τα ακαδηµαϊκά συµφέροντα είναι εντελώς ασήµαντα. Ασήµαντα σε σχέση µε τα µεγάλα οικονοµικά και γεωπολιτικά συµφέροντα που έχει µάθει να διαχειρίζεται ο (και ακαδηµαϊκός) Κίσιγκερ, αλλά για τον µικρόκοσµο των ακαδηµαϊκών, πολύ σηµαντικά. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τον ελληνικό ακαδηµαϊκό µικρόκοσµο που δηλώνει «επάγγελµα Κεντροαριστερός».

Κάποιοι εξ’ αυτών των ακαδηµαϊκών, µέσα στην πολυπραγµοσύνη τους αξιοποιούν το θέµα της Κεντροαριστεράς και το εντάσσουν στις πολύ στενές επιδιώξεις τους. Κάπως έτσι η δράση των εν λόγω προσώπων κουράζει, αφού δεν υπηρετεί έναν γνήσιο δηµόσιο διάλογο και αναπόφευκτα κάνει πολλούς να νοµίζουν ότι η Κεντροαριστερά είναι µια υπόθεση που αφορά κλειστές παρέες και µικρές πολιτικές οµάδες.

Ωστόσο, η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα, αν την εξετάσει κανείς µε όρους κοινωνίας και όχι µε όρους παρέας,  είναι η κυρίαρχη παράταξη, τουλάχιστον µε βάση τα δεδοµένα των τελευταίων δεκαετιών. Τόσο η Ένωση Κέντρου, όσο και το ΠΑΣΟΚ, ιδίως µετά το 1977, ήταν οι πόλοι συσπείρωσης της λεγόµενης προοδευτικής παράταξης. Όλα τα άλλα κόµµατα ήταν µικροί περιφερόµενοι νυµφίοι, πολλές και διαφορετικές µονοπρόσωπες ΕΠΕ και κυρίως διάττοντες αστέρες που έβγαζαν για λίγο από την ανία µια κοινή γνώµη, η οποία βρίσκεται εδώ και 30 χρόνια σε ελεύθερη πτώση σε ό,τι αφορά τον βαθµό της συλλογικής νοηµοσύνης που τη χαρακτηρίζει.

Κάπως έτσι φτάσαµε στο σήµερα που το ΠΑΣΟΚ, έπειτα από πρωτοβουλία της προέδρου του Φώφης Γεννηµατά, αποφάσισε να προχωρήσει σε µια ανοιχτή διαδικασία εκλογής επικεφαλής ενός νέου φορέα ο οποίος, περίπου στο πρότυπο του ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσει την «οµπρέλα» κάτω από την οποία θα συµµαχήσουν το ΠΑΣΟΚ και ορισµένα άλλα κόµµατα και κινήσεις. Σχεδόν αµέσως εµφανίστηκαν τα προβλήµατα και τα προπατορικά αµαρτήµατα του «χώρου» µε τους πολλούς ηγετίσκους, αφού ελλείψει σοβαρών διαφωνιών στην πολιτική, επικράτησε µια ακόµα αγεφύρωτη διαφωνία επί της διαδικασίας.

Οι διαφορετικές θεωρήσεις επί της διαδικασίας µε την εξ’ αποστάσεως ηλεκτρονική ψηφοφορία, όλες απολύτως προσχηµατικές, προκάλεσαν µια όλο και µεγαλύτερη απώθηση σε µια µερίδα της κοινής γνώµης που αρχικά προσέγγισε το εγχείρηµα µε αρκετό ενδιαφέρον. Οι µεγαλόσχηµοι του πάνθεον της Κεντροαριστεράς εµφάνισαν ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει γενικά στο πολιτικό σύστηµα και είναι η απόλυτη οµφαλοσκόπηση και η προκλητική αδιαφορία για όσα επικρατούν στον πολιτισµένο κόσµο. Αντί λοιπόν να συµφωνήσουν και όλοι ταχύτατα να υποστηρίξουν ένα µοντέλο ψηφοφορίας που εφαρµόζεται στις περισσότερες προηγµένες χώρες (οι οποίες απορρίπτουν την εξ’ αποστάσεως ψηφοφορία ως αναξιόπιστη), καµώνονταν για εβδοµάδες, σαν ο έξω κόσµος να µην υπάρχει, και επέµεναν να ανακαλύψουν µόνοι τους από την αρχή την πυρίτιδα.

Είναι η ίδια πηχτή κι αφόρητη ανοησία που µας κράτησε χρόνια πίσω σε όλα τα ζητήµατα, από τα εθνικά θέµατα ως το χρέος, αλλά και για όλα τα αυτονόητα, αφού για καθετί αυτονόητο υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν δέκα εκδοχές του ανόητου. Στο τέλος και µόνο αφού η οποιαδήποτε συζήτηση για οτιδήποτε καταλήγει στην απογοήτευση, το αυτονόητο αναδεικνύεται και κάπως εφαρµόζεται. Κάπως έτσι θα γίνουν τελικά και οι εκλογές στην Κεντροαριστερά.

Μια λοιπόν που αναζητούµε το αυτονόητο όπως ο διψασµένος το νερό στην έρηµο, ας καταστήσουµε σαφές ότι η Κεντροαριστερά είναι µια πλειοψηφική παράταξη. Μόνο το ΠΑΣΟΚ το 2009 απέσπασε 45% του εκλογικού σώµατος. Από τότε η χυδαία εκµετάλλευση της οικονοµικής κρίσης από µια µυωπική πελατειακή νεοκαραµανλική Δεξιά και µια παραδοσιακή Αριστερά µε ηγεσίες που ακόµα ορκίζονται κρυφά στην ρεβάνς για τον Εµφύλιο, οδήγησε στον κατακερµατισµό της προοδευτικής παράταξης.

Η ελληνική κοινή γνώµη έµαθε επί δεκαετίες να πιστεύει ότι η λιτότητα είναι ένα είδος συνοµωσίας ντόπιων και ξένων συµφερόντων κατά του λαού. Μόλις το ΠΑΣΟΚ σταµάτησε να εξορκίζει τη λιτότητα µε διαρκή δανεισµό, φαγώθηκε από το τέρας του λαϊκισµού, που το ίδιο επί δεκαετίες εξέθρεψε. Ο Γιώργος Παπανδρέου την «πλήρωσε» και έχασε όλο το πολιτικό του κεφάλαιο. Ένα σηµαντικό κοµµάτι της λαϊκής βάσης της προοδευτικής παράταξης µετακινήθηκε στον «αγνό» ΣΥΡΙΖΑ και κάποιο άλλο εξίσου σηµαντικό κοµµάτι επέλεξε την αποχή. Κάπως έτσι τα κόµµατα που µπορείς να πεις ότι εκφράζουν σήµερα την Κεντροαριστερά µετά βίας συγκεντρώνουν όλα µαζί ένα αξιοπρεπές διψήφιο ποσοστό. Ωστόσο, η κόπωση του ΣΥΡΙΖΑ, η χρεοκοπία της αριστερής ερµηνείας (και θεραπείας) της κρίσης, η φθορά και οι αντιφάσεις της διακυβέρνησης θεωρητικά ανοίγουν το δρόµο για τον επαναπατρισµό ψηφοφόρων στην Κεντροαριστερά, δηλαδή στο ΠΑΣΟΚ, γιατί ας µη γελιόµαστε, το µοναδικό σοβαρό κόµµα µε ιστορική διαδροµή, έργο και ιδεολογικές βάσεις σε αυτό το χώρο είναι το ΠΑΣΟΚ.

Ανοίγει παράλληλα ο δρόµος για επιστροφή ψηφοφόρων στο ΠΑΣΟΚ από τη µεγάλη µάζα της κεντροαριστερής αποχής. Κατά συνέπεια, υπό συνθήκες, είναι εφικτό ο «νέος φορέας» (κάτω από τον οποίο θα αναπνέει το ΠΑΣΟΚ) να σηµειώσει διψήφιο ποσοστό και να καταστήσει τις επόµενες εκλογές µια αναµέτρηση στην οποία η Κεντροαριστερά µπορεί να παίξει κοµβικό ρόλο. Οι εκλογές όµως µάλλον θα αργήσουν, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα τολµήσει να διακινδυνεύσει την παραµονή του στην εξουσία. Θα εξαντλήσει την τετραετία προκειµένου, ακόµα κι αν χάσει τις εκλογές του φθινοπώρου του 2019, να µπορέσει σε λίγους µήνες να µπλοκάρει την προεδρική εκλογή του 2020 και να προκαλέσει νέες εκλογές που εκείνη τη φορά θα γίνουν µε απλή αναλογική. Κάπως έτσι υποτίθεται ότι θα επανέλθει στο προσκήνιο ως κυβερνητικός εταίρος. Σε κάθε περίπτωση η επιτυχία της Κεντροαριστεράς προϋποθέτει ότι η ηγεσία του νέου φορέα θα προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ. Αν ο νέος πρόεδρος είναι κάποιος υποψήφιος εκτός ΠΑΣΟΚ θα οδηγήσει σε κρίση το ίδιο το Κίνηµα και σε τελική διάλυση του εγχειρήµατος. Έχει όµως πιθανότητες να εκλεγεί κάποιος που δεν προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ; Μάλλον όχι. Πολλοί υποψήφιοι µπορεί να φαντάζονται λαοθάλασσες που είναι έτοιµες να τους ψηφίσουν παραµερίζοντας το ΠΑΣΟΚ, αλλά µέχρι στιγµής αυτό δεν εκδηλώθηκε σε καµία από τις πολιτικές κινήσεις στις οποίες πρωτοστάτησαν στο παρελθόν. Θα εκδηλωθεί τώρα; Η ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν ήταν παρά µια προσπάθεια ορισµένων να σκαρώσουν ένα µαγαζάκι (e-shop) όπου θα ψηφίζουν «για πλάκα» χιλιάδες ψηφοφόροι από όλες τις παρατάξεις προκειµένου να εγκαθιδρύσουν στη θέση του αρχηγού της Κεντροαριστεράς τον πιο «καναλάτο» από τους υποψηφίους µετατρέποντας µια πολιτική διαδικασία σε απόλυτη φαρσοκωµωδία.

Για τον εαυτό του ο καθένας µπορεί να φαντάζεται ότι είναι ο Περικλής του Χρυσού Αιώνα. Από όλο το πάνθεον της Κεντροαριστεράς, η Φώφη Γεννηµατά έχει συσπειρώσει δυνάµεις σε επίπεδο κοινωνίας και έχει κερδίσει δύο εκλογικές αναµετρήσεις για την Υπερνοµαρχία Αθηνών-Πειραιώς (2002 και 2006) και µάλιστα σε εποχές που το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν αρκετές µονάδες πίσω από τη ΝΔ. Ο Γιώργος Καµίνης, που φαντάζει ως ο ισχυρός αντίπαλός της, κέρδισε τον Δήµο Αθηναίων αφού απέσπασε το χρίσµα του ΠΑΣΟΚ το 2010.

Η ολική επαναφορά της Κεντροαριστεράς βέβαια είναι εφικτή υπό την αίρεση ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα αποτύχει να εκφράσει την προοδευτική παράταξη. Αυτό δεν είναι βέβαιο. Ο Πρωθυπουργός έχει αποδειχθεί ικανός στις µεταλλάξεις και στις µεταµορφώσεις. Η Κεντροαριστερά θα πρέπει να αντλήσει από την παράδοσή της, να υπερασπίσει µαχητικά το έργο της που φτάνει ως το 2015, να ασκήσει σκληρή αντιπολίτευση και να παρουσιάσει ένα πρόγραµµα που εξασφαλίζει ταυτόχρονα την επιτάχυνση της ανάπτυξης και την προστασία των αδυνάτων. Ευρωπαϊκή, λαϊκή και επιθετική ταυτόχρονα, η προοδευτική παράταξη έχει πολύ δρόµο για να ανακαταλάβει το χώρο της. Δύσκολο εγχείρηµα, αλλά όχι ακατόρθωτο.

­