Επενδύοντας στην Ελλάδα

Επενδύοντας στην Ελλάδα

Ποια είναι τα hedge funds που επενδύουν στην Ελλάδα; Τι αλλάζει η ολοκλήρωση της αξιολόγησης; Τι θα γίνει µε τα «κόκκινα» δάνεια;

Του Γιάννη Παπαδογιάννη

Δεκαεπτά µήνες µετά τις εκλογές του 2015 και την παρατεταµένη «διαπραγµάτευση» που ακολούθησε, και η οποία οδήγησε την Ελλάδα ένα βήµα πριν από τον εξοστρακισµό της από την Ευρώπη και, τελικά, στο τρίτο µνηµόνιο, κάτι φαίνεται πως αλλάζει για τη χώρα.

Η αξιολόγηση, ύστερα από περιπέτειες, ολοκληρώθηκε, η ΕΚΤ προχωρά στη σταδιακή επανένταξη των ελληνικών τραπεζών στην «κανονική» ρευστότητα του ευρωσυστήµατος, το νέο υπερταµείο για την αξιοποίηση της δηµόσιας περιουσίας είναι έτοιµο και δηµιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε η χώρα να γυρίσει σελίδα. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, υπογραµµίζει ότι «η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα αποτελέσει σηµείο καµπής για τη χώρα και, υπό προϋποθέσεις, µπορεί να αποτελέσει την αρχή του τέλους της κρίσης». Όπως τονίζει, θα συµβάλει στην άρση της αβεβαιότητας, θα βελτιώσει δραστικά το κλίµα εµπιστοσύνης, θα καταστήσει και πάλι τα ελληνικά οµόλογα αποδεκτά από την ΕΚΤ για να χορηγεί ρευστότητα στις εγχώριες τράπεζες, θα ανοίξει τον δρόµο για τη συµµετοχή των κρατικών οµολόγων στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα επιταχύνει τις διαδικασίες για την απόσυρση των κεφαλαιακών περιορισµών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι την αισιοδοξία του υπογράµµισαν µε δηλώσεις τους τα επιτελικά στελέχη και των τεσσάρων συστηµικών τραπεζών.

Το τελευταίο διάστηµα φαίνεται ότι, πράγµατι, κάτι αλλάζει για τη χώρα. Ύστερα από χρόνια αναβολών και καθυστερήσεων, µεγάλα έργα και επενδύσεις µπαίνουν σε φάση υλοποίησης: Η αξιοποίηση του Ελληνικού από τον Όµιλο Λάτση, µια επένδυση που σε βάθος χρόνου θα φτάσει τα οκτώ δισ. ευρώ, η πώληση του ΟΛΠ στην Cosco,  η υπογραφή µέχρι το τέλος του έτους της τελικής συµφωνίας για τη διάθεση των δεκατεσσάρων περιφερειακών αεροδροµίων στη Fraport, επένδυση που θα ανέλθει στο 1,5 δισ. ευρώ. Και ακολουθούν πολλά άλλα, καθώς η χώρα, στο νέο µνηµόνιο, έχει δεσµευτεί για την υλοποίηση ενός εξαιρετικά φιλόδοξου προγράµµατος ιδιωτικοποιήσεων.

Ειδικά η αξιοποίηση του Ελληνικού µπορεί να αλλάξει όχι µόνο την ψυχολογία αλλά και τη δυναµική της χώρας. Ο πρόεδρος του Οµίλου Πειραιώς, Μιχάλης Σάλλας, επισηµαίνει: «Η Ελλάδα, για να βγει από την οικονοµική κρίση, χρειάζεται επενδύσεις οι οποίες θα δηµιουργήσουν πλούτο για τους εργαζοµένους, τις εταιρείες και την κοινωνία. Η µεγάλη επένδυση στο αεροδρόµιο του Ελληνικού, ύψους οκτώ δισ. ευρώ, κινείται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Η υλοποίησή της θα αλλάξει συνολικά τις προοπτικές στην Αττική, στον τουρισµό, στην αγορά ακινήτων και στην προσέλκυση νέων επενδύσεων. Βάζει την Αθήνα στις µεγάλες πρωτεύουσες του κόσµου. Είναι ένα βήµα σηµαντικό στην προσπάθεια να περάσει η χώρα στην ανάκαµψη της οικονοµίας. Η Τράπεζα Πειραιώς, ως σύµβουλος του ΤΑΙΠΕΔ, θεωρεί ότι η συγκεκριµένη επένδυση είναι οδηγός για τον δρόµο που πρέπει να ακολουθήσουµε ως οικονοµία».

Όπως εκτιµά από την πλευρά του ο ΣΕΒ, «θα πρέπει να πραγµατοποιηθούν επενδύσεις ύψους 100 δισ. ευρώ την επόµενη επταετία στην Ελλάδα, ώστε να αντιστραφεί η τεράστια αποεπένδυση που σηµειώθηκε την περίοδο 2009 – 2015». Το µέγα ερώτηµα, βέβαια, είναι ποιοι επενδυτές θα προχωρήσουν σε επενδύσεις στην Ελλάδα µετά από οκτώ χρόνια βαθιάς ύφεσης και  αστάθειας. Αναλυτές σηµειώνουν ότι στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα δεν µπορεί να ελπίζει σε επενδυτές υψηλής ποιότητας και θα πρέπει να κινητοποιήσει σε πρώτη φάση ειδικού τύπου επενδυτές, προσφέροντας ως δέλεαρ υψηλές αποδόσεις, προκειµένου να αρχίσουν να πραγµατοποιούνται κάποιες επενδύσεις. Μόνον έτσι, τονίζουν, θα δηµιουργηθεί µια κρίσιµη µάζα επενδύσεων οι οποίες θα τονώσουν την αισιοδοξία, θα επιταχύνουν την επιστροφή της οικονοµίας σε ανάπτυξη, θα βελτιώσουν τις αποτιµήσεις και, σταδιακά, θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον υψηλότερης ποιότητας επενδυτών.

Πριν από λίγες εβδοµάδες ανακοινώθηκε η εξαγορά του Οµίλου Ανδροµέδα, που δραστηριοποιείται στον τοµέα των ιχθυοκαλλιεργειών, από των αµερικανικών συµφερόντων fund Amerra Capital Management LLC, µε έδρα στη Νέα Υόρκη, που διαχειρίζεται επενδυτικά κεφάλαια άνω του 1,5 δισ. δολάρια, µε έµφαση στην αγροτική οικονοµία. Την πώληση του 33% της θυγατρικής της εταιρείας Trastor, που δραστηριοποιείται στο real estate στο αµερικανικό fund Värde Partners, µε κεφάλαια ύψους 10 δισ.
δολάρια, ανακοίνωσε και
η Τράπεζα Πειραιώς.

Σε hedge funds οι τράπεζες

Δεδοµένων όλων αυτών και της βαριάς τραυµατισµένης αξιοπιστίας της χώρας, το ότι τον περασµένο Νοέµβριο ξένοι επενδυτές, στην πλειονότητά τους hedge funds (επενδυτές βραχυχρόνιου ορίζοντα που επικεντρώνονται σε υψηλού κινδύνου αγορές), κάλυψαν τις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, καταγράφεται ως σηµαντική εξέλιξη. Κυρίως hedge funds τοποθέτησαν πάνω από επτά δισ. ευρώ στις τέσσερις συστηµικές τράπεζες, αποκτώντας ουσιαστικά τον έλεγχό τους. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση του περασµένου Νοεµβρίου, η συµµετοχή των ιδιωτών στη Eurobank, από 65%, ανήλθε πάνω από το 97%, στην Alpha Bank στο 89% (από 34% πριν από την ανακεφαλαιοποίηση), στην Πειραιώς στο 74% (από 33%) και στην Εθνική στο 60% (από 43%). Μεταξύ των επενδυτών που απέκτησαν τραπεζικές µετοχές είναι οι: Alden Global Capital LLC, , J. Paulson & Co, Brookfield Capital Partners Limited, Fairfax Financial, WL Ross & Co,Highfields Capital Management, Oceanwood Capital Management, Soros Fund Management, Och Ziff Capital, King Street Capital Management, Lansdowne Partners, Moore Capital και πολλοί άλλοι. Ωστόσο, στις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών επένδυσαν και «παραδοσιακοί»-θεσµικοί επενδυτές, όπως οι Wellington Management, Fidelity, Baupost Group, καθώς επίσης το κρατικό ταµείο της Νορβηγίας Norges Bank Investment Management, το Qatar Investment Authority κ.ά.

Ο διευθύνων σύµβουλος και γενικός διευθυντής της Attica Wealth Management, Θεόδωρος Κρίντας, υπογραµµίζει έχει σηµασία ότι «οι επενδυτές που δραστηριοποιούνται στη χώρα µας σήµερα, ως επί το πλείστον, είναι βραχυπρόθεσµοι και µε µικρή γνώση για τις ιδιοµορφίες της οικονοµίας µας. Σε µερικές, µάλιστα, περιπτώσεις, ακόµα και η γεωγραφική θέση της προσδιορίζεται από τη συµµετοχή της σε δείκτες αναδυόµενων αγορών και περιπλανιέται µεταξύ Λατινικής Αµερικής και ανατολικής Ευρώπης. Σίγουρα η Ελλάδα αναζητά κυρίως µεσοπρόθεσµους επενδυτές, που άµεσα ή έµµεσα θα βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση της οικονοµίας, που επλήγη σε τεράστιο βαθµό από την κρίση. Δεν θα πρέπει, βέβαια, να λησµονούµε ότι αυτή η κατηγορία των επενδυτών έχει µικρότερη ανοχή στον κίνδυνο και συνήθως ακολουθούν τους βραχυπρόθεσµους και ριψοκίνδυνους κερδοσκόπους τους οποίους βλέπουµε σήµερα. Μεταξύ αυτών των δύο φάσεων της αγοράς βρίσκονται οι εγχώριοι θεσµικοί επενδυτές, οι οποίοι, ωστόσο, έχουν µειωµένη κεφαλαιακή ισχύ».

Τα «κόκκινα» δανεία

Με το 50% των χαρτοφυλακίων δανείων των εµπορικών τραπεζών να βρίσκεται στο «κόκκινο», που αντιστοιχεί σε περίπου 100 δισ. ευρώ µη εξυπηρετούµενα δάνεια, ο ελληνικός τραπεζικός τοµέας και ευρύτερα η χώρα αποτελούν µια χρυσή ευκαιρία για τα επενδυτικά σχήµατα υψηλού κινδύνου. Σε µια χώρα στην οποία, ύστερα από επτά συναπτά χρόνια βαθιάς ύφεσης, ακόµα και «κανονικά» περιουσιακά στοιχεία (οµόλογα, µετοχές, ακίνητα κ.ά.) έχουν χάσει εξαιρετικά µεγάλο µέρος της αξίας τους, η αγορά των «προβληµατικών στοιχείων ενεργητικού» µπορεί να προσφέρει εξαιρετικά υψηλές αποδόσεις.

Από την Αθήνα έχουν παρελάσει δεκάδες χαρτοφυλάκια που ειδικεύονται στις υψηλού κινδύνου επενδύσεις όπως τα: Apollo Management, Fortress, Baubost, Strategic Value, Third Point, KKR, York Capital Management, Cerberus, Paulson & Co, Dromeus Capital. Πολλά δε από αυτά έχουν πραγµατοποιήσει σηµαντικές κινήσεις.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον υπάρχει για επιχειρήσεις που, αν και θεωρούνται βιώσιµες, εµφανίζουν πρόβληµα επιβίωσης εξαιτίας του υπερδανεισµού. Επιχειρήσεις από δυναµικούς κλάδους όπως είναι ο τουρισµός, οι ιχθυοκαλλιέργειες κ.ά., θα µπορούσαν µε αποτελεσµατικότερη διοίκηση και ελάφρυνση χρέους να επανέλθουν σε θετική τροχιά. Έτσι, οι τράπεζες συζητούν για την αξιοποίηση επιχειρήσεων, οι οποίες τώρα βρίσκονται στο «κόκκινο», µε τη µεταβίβαση των µετοχών σε επενδυτές, οι οποίοι θα αναλάβουν τη διοίκηση και θα εισφέρουν νέα κεφάλαια, ενώ παράλληλα οι τράπεζες θα προχωρήσουν στη διαγραφή µέρους των δανείων.

Στο πλαίσιο αυτό, Alpha Bank και Eurobank συµφώνησαν µε την KKR τη δηµιουργία µιας πλατφόρµας για τη διαχείριση των προβληµατικών επιχειρηµατικών δανείων των δύο τραπεζών. Η συµφωνία στοχεύει στην αναδιάρθρωση δέκα επιχειρηµατικών οµίλων µε οφειλές 1,2 δισ. ευρώ προς τις δυο τράπεζες, και που, σύµφωνα µε πληροφορίες, είναι επιχειρήσεις από τον χώρο της βιοµηχανίας, αλλά και τη λιανική, ενώ, παρά τον υψηλό δανεισµό τους, θεωρούνται βιώσιµοι και µπορούν µέσα από ένα πρόγραµµα εξυγίανσης να ανακάµψουν. Ενδιαφέρον για την αξιοποίηση και τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων των εγχώριων τραπεζών έχουν εκδηλώσει και άλλες, εκατοντάδες µικρές και µεγάλες εταιρείες.

Σύµφωνα µε αναλυτές, η σταδιακή υλοποίηση µικρών και µεγάλων επενδυτικών σχεδίων, η εξαγορά και η αναδιάρθρωση προβληµατικών επιχειρήσεων και οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων θα αποτελέσουν τη «µαγιά» για την επιστροφή της οικονοµίας σε ανοδική τροχιά.  Υπογραµµίζουν ότι µε δεδοµένη την αδύναµη ρευστότητα των εγχώριων τραπεζών, η µόνη ρεαλιστική δυνατότητα για την ουσιαστική φυγή της Ελλάδας προς τα εµπρός είναι η προσέλκυση επενδύσεων. Οι νέοι µέτοχοι των τραπεζών, από τους οποίους πολλοί έχουν χάσει πολλά χρήµατα στις προηγούµενες ανακεφαλαιοποιήσεις, είναι αποφασισµένοι να ασκήσουν πιέσεις στις διοικήσεις να προχωρήσουν µε µεγαλύτερη γενναιότητα στην αντιµετώπιση προβληµατικών εταιρειών. Ανάλογη πίεση ασκεί και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισµός της ΕΚΤ, που επιθυµεί τη γρήγορη εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισµών µε τη δραστική µείωση των µη εξυπηρετούµενων δανείων. Όλα αυτά αναµένεται να προκαλέσουν µια φάση δηµιουργικής καταστροφής όχι µε το κλείσιµο επιχειρήσεων, αλλά µε την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Δηλαδή, την εκδίωξη διοικήσεων και µετόχων που απέτυχαν και την αντικατάστασή τους µε νέους επενδυτές, οι οποίοι, εκτός της πείρας, διαθέτουν µεγάλα κεφάλαια προς επένδυση.

*Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.