Η μεγάλη «έξοδος» από την Ελλάδα: Μισό εκατομμύριο νέοι άνθρωποι άφησαν τη χώρα

Η μεγάλη «έξοδος» από την Ελλάδα: Μισό εκατομμύριο νέοι άνθρωποι άφησαν τη χώρα

Πώς το Brain Drain αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάπτυξη και τη μεγάλη πληγή που άφησε πίσω της η περίοδος των Μνημονίων. 

Οι νέοι, πτυχιούχοι Έλληνες είναι μέρος του μεγαλύτερου brain drain που γνώρισε η σύγχρονη ιστορία σε μια δυτική και οικονομικά ανεπτυγμένη χώρα. Γιατροί στη Γερμανία, ακαδημαϊκοί στη Βρετανία, καταστηματάρχες στις ΗΠΑ- η μείωση του ελληνικού πληθυσμού είναι ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα που προκάλεσε η οικονομική κρίση.

Το 2015, η μετανάστευση των νέων αυξήθηκε κατά 300% σε σχέση με πριν την κρίση, καθώς η ανεργία μεταξύ των νέων είχε ξεπεράσει το 50%. Από την άλλη, στον εργασιακό χώρο, η πολύωρη εργασία, οι χαμηλοί μισθοί και η απουσία θέσεων εργασίας που ταιριάζουν στους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είχε γίνει πλέον κάτι το συνηθισμένο. Και ενώ μεταξύ του 2008 και του 2015 τα ποσοστά της φτώχειας εκτοξεύθηκαν στο 40%, σύμφωνα με έρευνα του Cologne Institute of Economic Research, όλο και περισσότεροι Έλληνες βρήκαν «καταφύγιο» σε χώρες του εξωτερικού.

Συγκεκριμένα, περίπου 450.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα μεταξύ του 2008 και του 2016. Οι Έλληνες που έφυγαν από τη χώρα συνεισέφεραν σημαντικά στις χώρες όπου μετανάστευσαν, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βρετανία και τη Γερμανία, όπου απέδωσαν περίπου 50 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου American-Hellenic Chamber of Commerce το Μάρτιο του 2017. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι κυρίως κάτω των 45 ετών και η επιστροφή τους θα πρέπει να αποτελεί ετήσιο εθνικό στόχο», ανέφεραν οι πρώην υπουργοί Άννα Διαμαντοπούλου και Γιάννης Βρούτσης, συζητώντας το ρόλο της κυβέρνησης στην προσέλκυση και διατήρηση του ταλέντου, έτσι ώστε να διατηρηθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας.

Το 2017, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της Adecco σχετικά με την αγορά εργασίας την Ελλάδα, το φαινόμενο του brain drain αυξανόταν τα τελευταία τρία χρόνια. Το 2015 μόνο το 11% των ανέργων ερωτηθέντων ανέφερε ότι κοιτούσαν ενεργά για μια θέση εργασίας στο εξωτερικό. Αυτό το νούμερο αυξήθηκε στο 28% το 2016, φτάνοντας το 33% εκείνη τη χρονιά.

Το προφίλ των Ελλήνων που εργάζονται στο εξωτερικό

Τον Ιούνιο του 2018 έρευνα της ICAP ανέφερε ότι 8 στους 10 ανθρώπους που έφυγαν από την Ελλάδα για να εργαστούν στο εξωτερικό  εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος, ενώ 4 στους 10 δεν σκέφτονται να γυρίσουν πίσω. Οι κύριοι λόγοι που έδιναν για αυτό είναι η έλλειψη αξιοκρατίας/ διαφάνειας (44%) και η αβεβαιότητα/ οικονομική κρίση (36%).

Ένας στους δύο συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους εάν είχαν τα ίδια ή καλύτερα έσοδα με αυτά που έχουν στο εξωτερικό. Άλλοι ανέφεραν ως λόγο επιστροφής τους το καλό κλίμα της Ελλάδας, την οικονομική ανάπτυξη και την αναγνώριση της εργασιακής εμπειρίας που συγκέντρωσαν στο εξωτερικό.

Οι περισσότεροι είναι άνδρες (64%), ενώ το 31% από αυτούς είναι πάνω από 41 ετών και οι μισοί από αυτούς είναι ανύπαντροι.

Οι περισσότεροι είναι υπάλληλοι (43%), το 23% έχει δική του επιχείρηση, το 10% είναι ανώτερα στελέχη, το 10% είναι μάνατζερ και το 13% κερδίζει πάνω από 100.000 ευρώ το χρόνο. Τέλος, οι περισσότεροι Έλληνες στο εξωτερικό εργάζονται στην πληροφορική, ενώ στη δεύτερη θέση έρχεται ο τομέας των κατασκευών, ακολουθούμενος από τις οικονομικές υπηρεσίες, την εκπαίδευση και την υγεία.

Πριν λίγες μέρες, ένα δημοσίευμα των Financial Times ανέφερε ότι το γεγονός ότι οι Έλληνες πτυχιούχοι που αναζήτησαν εργασία στο εξωτερικό δεν το θεωρούν πιθανό να γυρίσουν στην πατρίδα τους είναι ίσως ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης.

«Το brain drain έχει ξεκάθαρα ένα αρνητικό αντίκτυπο στις μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας», ανέφερε ο Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής της ΑΣΟΕΕ, στην εφημερίδα. «Το ερώτημα είναι αν αυτή η ομάδα πιο εξειδικευμένων και διεθνοποιημένων Ελλήνων θα επιστρέψει τελικά και θα βοηθήσει να ενισχυθεί το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας».

Από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2010, μεταξύ 350.000 και 400.000 Ελλήνων, κυρίως στα 20 και τα 30 τους έχουν μεταναστεύσει, οι περισσότεροι από τους οποίους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πάνω από τα δυο τρίτα αυτών είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου και πολλοί έχουν και μεταπτυχιακά διπλώματα, σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Πρασινάκη, ερευνητή του Oxford University.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Πατούλη, Πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, η Ελλάδα έχασε 18.000 γιατρούς στα χρόνια της κρίσης, ενώ της υπολείπονται 8.000 γιατροί αυτή τη στιγμή. Σημείωσε ότι από τους γιατρούς του έφυγαν από τη χώρα, «υπάρχουν ελάχιστα σημάδια προς το παρόν ότι θα επιστρέψουν». Οι πρόσφατα ειδικευμένοι γιατροί είναι μεταξύ των όσων είναι πιο πρόθυμοι να φύγουν, δήλωσε ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. «Η Ελλάδα δεν μπορεί να προσφέρει τους μισθούς ή τις συνθήκες εργασίας έτσι ώστε να ανταγωνιστεί την κατάσταση των συστημάτων υγείας στη βόρεια Ευρώπη. Και οι ιδιωτικές κλινικές μας έχουν δεχτεί ένα σημαντικό πλήγμα εξαιτίας αυτής της μείωσης των εσόδων».

Τι σημαίνει η έξοδος από τα μνημόνια για το brain drain;

Στις επιπτώσεις στη ζωή των νέων Ελλήνων και «στη ζημιά που έχει ήδη γίνει» επικεντρώνεται σε άρθρο του το BBC με αφορμή την έξοδο από τα Μνημόνια, τη Δευτέρα. Στο δημοσίευμα υπενθυμίζεται πρόσφατη δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία τρεις στους τέσσερις υποστηρίζουν αφενός ότι η χώρα έχει λάθος κατεύθυνση και αφετέρου ότι τα Μνημόνια αντί να σώσουν την Ελλάδα της προκάλεσαν κακό.

«Οι φόροι παραμένουν υψηλοί και το 90% των Ελλήνων πιστεύει ότι οι δανειστές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά τις δαπάνες της χώρας τα επόμενα χρόνια» προστίθεται στο άρθρο.

Όπως τονίζεται η κρίση που χτύπησε όλους τους Έλληνες αποδείχθηκε ιδιαίτερα σκληρή για τους νέους. Την οχταετία 2008-2016 το 4% των Ελλήνων – περισσότεροι από 400.000 άνθρωποι – έγινε μετανάστης με αποτέλεσμα ενώ το 2008 οι Έλληνες ηλικίας 20-39 ετών ήταν το 29% του πληθυσμού, μέσα σε μόλις 4 χρόνια μειώθηκαν στο 24% του πληθυσμού.

Στο BBC μιλά ο ανταποκριτής του Der Spiegel στην Ελλάδα, Γιώργος Χρηστίδης, ο οποίος το 2012 είχε γράψει ένα κομμάτι για το βρετανικό δίκτυο για τους Έλληνες φίλους του «που ένας-ένας φεύγουν από την Ελλάδα». Όπως λέει, η βελτίωση στην οικονομία μετά την κορύφωση της κρίσης το 2012 δεν αποτέλεσε επαρκή λόγο για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. «Οι χαμηλοί μισθοί και οι υψηλοί φόροι για τους ελεύθερους επαγγελματίες έχουν μειώσει τις περιπτώσεις εκείνων των Ελλήνων που θα επιθυμούσαν επιστροφή στη χώρα αν έβρισκαν μια αξιόλογη εργασία και καλές προοπτικές. Ακόμα και στο καλύτερο δυνατό σενάριο μια μόνιμης θέσης εργασίας υπάρχουν δυσκολίες αν θέλεις να αποκτήσεις παιδιά και να έχεις μια γεμάτη ζωή» σημειώνεται στο άρθρο.

Το BBC κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην υψηλή ανεργία των νέων που για τους κάτω των 25 φτάνει το 58%. «Οι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι, και δικαίως, ότι οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχιστούν για χρόνια» δηλώνει στο BBC ο λέκτορας στο πανεπιστήμιο του Μπράιτον Βασίλης Λεοντίτσης. «Η καθημερινή πραγματικότητα των νέων Ελλήνων παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη» προσθέτει.

Αναφερόμενος ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Λεοντίτσης σημειώνει ότι «κατάλαβε ότι έπρεπε να υλοποιήσει τις πολιτικές λιτότητας από την Τρόικα. Η πολιτική και οικονομική κατάσταση που οραματίστηκε δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τον κυβερνητικό εταίρο του όχι μόνο διατήρησε τις πολιτικές λιτότητας αλλά σε αρκετές περιπτώσεις τις έκανε και πιο ισχυρές». «Τρία χρόνια μετά (σ.σ. την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση) το τρίτο δανειακό πρόγραμμα τελειώνει. Αλλά οι συνέπειες θα είναι ορατές για δεκαετίες» σημειώνει το BBC.

Το άρθρο κλείνει ξανά με τον Γιώργο Χρηστίδη ο οποίος πλέον φοβάται για το μέλλον των δύο παιδιών του ηλικίας 5 και 11 ετών. «Φοβάμαι για το μέλλον τους εδώ. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι θα πάρει χρόνια ή δεκαετίες για την Ελλάδα να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ευδαιμονίας. Γι’ αυτό οι γονείς όπως εγώ προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο δυνατό με βάση τις ικανότητές τους προκειμένου να εφοδιάσουν τα παιδιά τους με τις ικανότητες και γνώσεις που θα τα βοηθήσουν να αποκτήσουν ευκαιρίες γνώσης και εργασίας στο εξωτερικό – αν αυτό χρειαστεί».

Ωστόσο ο ίδιος σημειώνει: «δεν τα παρατάω. Πιστεύω ότι είναι καθήκον μας τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να πετύχουμε στην Ελλάδα πριν να τα παρατήσουμε και να μεταναστεύσουμε».

Τι πρέπει να γίνει;

«Μόνος τρόπος να ανακάμψει η Ελλάδα είναι να επενδύσει σε δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας, με στόχο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της παραγόμενης γνώσης και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να υπάρξει στενή συνεργασία του κρατικού με τον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή τις επιχειρήσεις. Δεν γίνεται να αδιαφορούμε για τη σύνδεση της γνώσης με την παραγωγή και την ανάπτυξη. Δεν μπορούμε ως κοινωνία να σκορπάμε χρήματα, που υποτίθεται ότι επενδύουμε, για να αυξήσουμε τις δεξιότητες της νέας γενιάς με μόνο σκοπό να βολευτούν οι πολιτικά “ημέτεροι” σε μια θέση είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα ανάλογα με το ποιος έχει “μπάρμπα στην Κορώνη”, δηλαδή είτε πολιτικό μέσο είτε γνωριμία σε κάποια επιχείρηση αντίστοιχα», παρατηρεί ο Σπύρος Παπαευθυμίου, επίκουρος καθηγητής του ΕΜΠ στην «Κ».

«Δεν γίνεται να μειώνουμε τους όρους διαφάνειας στο κράτος, να καταστρατηγούμε το ΑΣΕΠ, να καταργούμε τη Διαύγεια, να μειώνουμε οριζόντια τις δαπάνες, να μην απολύουμε τους επίορκους, να μην εκδικάζουμε δικαστικές υποθέσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, να μην αντιμετωπίζουμε όλους τους πολίτες ισότιμα. Δεν πρέπει να είναι η φοροαποφυγή το εθνικό μας σπορ. Οφείλουμε να διαμορφώσουμε το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας με ορίζοντα το 2050 και με στρατηγική να το υλοποιήσουμε», προσθέτει. Και συνεχίζει: «Υπάρχει δυνατότητα αλλαγής πλεύσης ή δεχόμαστε να καθηλωθούμε στο διηνεκές σε χαμηλού επιπέδου κρατικές υπηρεσίες, χαμηλές απολαβές και κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα; Μπορούμε να αναδείξουμε τα πλεονεκτήματα της χώρας μας, υιοθετώντας τις βέλτιστες πρακτικές από την κοινωνία, την παιδεία, τον ιδιωτικό τομέα, την πολιτική;». Ερωτήματα που παραμένουν σταθερά κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης σε πρώτο πλάνο στον δημόσιο βίο, χωρίς ακόμη να έχουν απαντηθεί καταφατικά.