Ίντριγκα υψηλής τέχνης για τον «αθάνατο» Ιβ Σεντ Λοράν

Ίντριγκα υψηλής τέχνης για τον «αθάνατο» Ιβ Σεντ Λοράν

Η αμφιλεγόμενη «αναβίωση» του θρύλου της μόδας μέσω της μεγάλης οθόνης.

Έξι χρόνια μετά τον θάνατό του, παραμένει πηγή έμπνευσης, ίντριγκας και μέγα μυστηρίου, όπως ακριβώς συνέβαινε κι όταν ήταν εν ζωή. Κι έτσι τώρα ο θρύλους του Ιβ Σεντ Λοράν γίνεται σενάριο σε δύο βιογραφικές, πλην extra ανταγωνιστικές ταινίες, που ρίχνουν μία πολύ διαφορετική ματιά στο «γρίφο» ενός από τους μεγαλύτερους μόδιστρους του 20ου αιώνα.

Η μία τιτλοφορείται «Yves Saint Laurent». Φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του ταλαντούχου Ζαλίλ Λεσπέρ. Ασχολείται με τη «χρυσή εποχή» του θρυλικού σχεδιαστή μόδας. Κάνει ήδη ρεκόρ εισπράξεων στους γαλλικούς κινηματογράφους, προβλήθηκε με επιτυχία στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ήταν η ταινία έναρξης στο 15ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου στην Αθήνα κι έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο.

Η δεύτερη έχει σχεδόν τον ίδιο τίτλο. Ονομάζεται «Saint Laurent». Είναι σκηνοθετημένη από τον Μπερνάρ Μπονελό. Και πριν καν αρχίσει η προβολή της -η οποία ήδη πήρε αναβολή από τον Μάιο για τον προσεχή Οκτώβριο- έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Kατ’ αρχήν από το σύντροφο και συνέταιρο του Ιβ Σεντ Λοράν, τον 83χρονο σήμερα Πιερ Μπερζέ, ο οποίος έχει «ποντάρει» στην ταινία του Λεσπέρ: εξ ου και του άνοιξε διάπλατα την έπαυλη του YSL στο Μαρακές και τα προσωπικά του αρχεία.

«Έχω τα ηθικά δικαιώματα της δουλειάς του YSL… Μία δίκη στα σπάργανα;» έγραψε ο ίδιος ο Μπερζέ στο Twitter, όταν έγινε γνωστό ότι ο Μπονελό θα γυρίσει τη δική του εκδοχή. Κατά το Γάλλο σκηνοθέτη πάντως -ο οποίος έχει στο εγχείρημά του τη στήριξη του ομίλου Kering, στον οποίον ανήκει πια ο οίκος Saint Laurent Paris- η δική του ταινία θα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την πραγματική, πικρή και σχετικά άγνωστη προσωπική ιστορίας του Ιβ Σεντ Λοράν.

 

Η ιστορία του YSL
Απ’ όταν γεννήθηκε το 1936 στο Οράν της γαλλοκρατούμενης τότε Αλγερίας, ο μικρός Ιβ Ενρί Ντονά Ματιέ-Σεντ-Λοράν ονειρευόταν το Παρίσι. Κλεισμένος τις ελεύθερες ώρες του στο σπίτι -μίας και οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν και δεν τον έκαναν παρέα- ξεφύλλιζε μανιωδώς τα περιοδικά μόδας της μητέρας του, σχεδίαζε αδιάκοπα ρούχα στο χαρτί και σκεφτόταν τη στιγμή που θα πατούσε το πόδι του στη «μητρόπολη» της μόδας.

Στα 17 του το κατάφερε. Γράφτηκε σε μία σχολή μόδας στο Παρίσι. Κι έναν χρόνο αργότερα, το σχέδιό του για ένα βραδινό φόρεμα απέσπασε το πρώτο βραβείο στον ετήσιο κρατικό διαγωνισμό, όπου «κονταροχτυπήθηκε» με τον Κάρλ Λάγκερφελντ, μετέπειτα μέγα αντίπαλό του.

Στα 18 του, προσελήφθη από τον Christian Dior (κι είναι λίγο μετά από αυτήν την εποχή που αρχίζει να καταπιάνεται με την ιστορία του η ταινία του Λεσπέρ). Ντροπαλός, συνεσταλμένος, «κρυμμένος» πίσω από τα κοκάλινα γυαλιά της μυωπίας, ο Ιβ βρέθηκε ξαφνικά περιτριγυρισμένος από πολυτέλεια, πλούτη και πολλές, πάρα πολλές γυναίκες.

Ο ξαφνικός θάνατος του Dior, το 1957, έφερε το «θλιμμένο παιδί» -όπως τον ονόμαζε τότε η L’Express– εν μία νυκτί στον θρόνο του διάσημου οίκου μόδας. Τότε, κατάφερε να ξεπεράσει σε φήμη και τον μέντορά του. Όμως, οι ημέρες της δόξας δεν κράτησαν πολύ.

Οι αρχικοί διθύραμβοι για τη θρυλική κολεξιόν του «Ρωσικά Μπαλέτα» έδωσαν τη θέση τους σε αρνητικές κριτικές για τις μετέπειτα δημιουργίες του. Κι έτσι, δύο χρόνια αργότερα, με πρόσχημα την κλήτευση του Ιβ από τον γαλλικό στρατό για να πολεμήσει στην Αλγερία, ο οίκος Dior τον «εκθρόνισε» από το «βασίλειο» της Αvenue Μontaigne.

Ο 24χρονος πια νεαρός εισήχθη σχεδόν αμέσως σε ψυχιατρική κλινική. Είχε καταρρεύσει. Στο πλευρό του είχε ωστόσο το Πιέρ Μπερζέ: τον πιστό εραστή του, με τον οποίο είχε γνωριστεί από το 1958 και θα παρέμενε το alter ego του μέχρι και το θάνατό του.

Ήταν ο Πιέρ που έβγαλε τότε τον Ιβ από την κλινική, τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του και να ξαναμπεί δυναμικά στο χώρο της μόδας. Μαζί έστησαν την δική τους πια εταιρία, επιλέγοντας ως τίτλο της τρία κεφαλαία γράμματα, που θα άφηναν για πάντα το «αποτύπωμά» τους στο διεθνές στερέωμα της μόδας. Την ονόμασαν «YSL».

Αυτή τη φορά, η επιτυχία άργησε λίγο να έλθει. Η πρώτη κολεξιόν του νέου οίκου μόδας, το 1962, δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Όμως, στα χρόνια που ακολούθησαν, το άστρο του Ιβ έλαμψε μέσα από τα επαναστατικά του σχέδια: τα γυναικεία σμόκιν, τα ρούχα σαφάρι, τα διάφανα top, τα φορέματα με τα γεωμετρικά σχέδια στο στιλ του Μοντριάν, την πρώτη πλήρη prêt-à-porter συλλογή που «κατέβασε» την υψηλή ραπτική από τις πασαρέλες τους δρόμους, την γκαρνταρόμπα της κινηματογραφικής «Ωραίας της Ημέρας», Καντρίν Ντενέβ.

Όπως συνέβη με την Coco Channel, έτσι και ο Ιβ Σεντ Λοράν έγινε η ενσάρκωση του ίδιου του οίκου. Μοιραία, ο ίδιος άρχισε να αλλάζει. Το ντροπαλό αγόρι ανήκε πια στο παρελθόν. Πλέον, περνούσε τον καιρό παρέα με τους διασημότατους φίλους του: πάρτι με τον Άντι Γουόρχολ στη Νέα Υόρκη, σκανταλιές και καταχρήσεις με τις μούσες του, Λουλού ντε λα Φαλέζ και Μπέτι Κατρού, στο Παρίσι, αλλά και ξέγνοιαστα καλοκαίρια στη βίλα που είχαν αγοράσει με τον Μπερζέ στο Μαρακές.

 

Έκτοτε, τα χρόνια περνούσαν για τον Ιβ πάντα με τα γνωστά «σκαμπανεβάσματα» μεταξύ ευτυχίας και μανιοκατάθλιψης, τώρα όμως πια μέσα σε ένα κοκτέιλ αλκοόλ και κοκαΐνης, εναλλασσόμενους εραστές -μεταξύ αυτών τον προστατευόμενο του Λάγκερφελντ, προκαλώντας ακόμη περισσότερο την οργή του ανταγωνιστή του- φήμες για AIDS, ασθένεις και πολλά ανεπιβεβαίωτα σενάρια ότι είχε ήδη πεθάνει.

Τελικά, ο Ιβ Σεντ Λοράν αποφάσισε να αποσυρθεί από το προσκήνιο το 2002, παραμένοντας με τον Πιέρ -αν και συμβολικά- ζευγάρι. Προς το τέλος, η ζωή τους ήταν κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του πολυτελούς διαμερίσματος στην Rue de Babylone του Παρισιού, του στούντιο στην Avenue Marceau και με μικρά διαλείμματα στην έπαυλη του Μαρακές, με όλο και λιγότερους φίλους.

Στο μεσοδιάστημα, χάρη στο δαιμόνιο του Μπερζέ, η ετικέτα «YSL» συνέχιζε να γίνεται «ταμπέλα» σε αρώματα και γυαλικά ηλίου, μέχρι σε σεντόνια και τσιγάρα, κρατώντας «ζωντανό» έναν θρύλο, που ήταν σιγά-σιγά έσβηνε.

Τον Ιούνιο του 2008 ο Ιβ Σεντ Λοράν πέθανε από καρκίνο του εγκεφάλου, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο αγαπημένο του Παρίσι. Τελευταία επιθυμία του ήταν να σκορπιστούν οι στάχτες του στο Μαρακές, που είχε επίσης λατρέψει.

Διαβάστε ακόμη: 

Η πιο «πλήρης» μούσα του Armani

Μαρκ Τζέικομπς: Η ζωή μετά τη Louis Vuitton