Ο αναδυόμενος «αστέρας» της ελληνικής οικονομίας

Ο αναδυόμενος «αστέρας»  της ελληνικής οικονομίας

Η φαρμακο-βιομηχανία καλείται μέσα από εμπόδια και απουσία κεντρικής πολιτικής στον χώρο του φαρμάκου να συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας.

 

Της Νατάσσας Ν. Σπαγαδώρου

Η ελληνική οικονομία, έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης, αναζητά ακόμη το σωστό μείγμα πολιτικής που θα την οδηγήσει στην πολυπόθητη ανάπτυξη.

Ένα κλάδος ο οποίος σίγουρα έχει να προσφέρει πολλά προς αυτή την κατεύθυνση, όπως αποδεικνύουν και οι αριθμοί, είναι αυτός του φαρμάκου. Τόσο το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ ) όσο και το ινστιτούτο McKenzie τον έχουν χαρακτηρίσει «αναδυόμενο αστέρα» της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, είναι ο δεύτερος τομέας στη χώρα σε εξαγωγές μετά τα πετρέλαια (α’ τρίμηνο 2014, 240 εκατ. ευρώ), επηρεάζει περισσότερες από 53.000 θέσεις εργασίας και αφορά ετησίως επενδύσεις ύψους 30 εκατ. ευρώ καθώς εμπλέκεται σε περισσότερα από 80 ερευνητικά προγράμματα. Την τελευταία δεκαετία δε έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα επενδύσεις ύψους 800 εκατ. ευρώ, που αφορούν πάγια, έρευνα και ανάπτυξη. Συνολικά η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποδίδει στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν 2,8 δισ. ευρώ τον χρόνο, ενώ το ελληνικό φάρμακο είναι γνώριμο σε περισσότερες από 80 χώρες.

Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες κατηγορούνται διαρκώς ότι στοιβάζουν υπερκέρδη. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Τα «χαράτσια» διαδέχονται το ένα το άλλο (με τη μορφή του εξορθολογισμού, πότε ως clawback και πότε ως rebate), εδώ και χρόνια δεν υπάρχει ενιαία εθνική φαρμακευτική πολιτική και το υπουργείο Υγείας σήμερα –στο παρελθόν ήταν το υπουργείο Ανάπτυξης– κόβει και ράβει τη φαρμακευτική δαπάνη κατά το δοκούν.

Χωρίς σχέδιο

Στα πρώτα του βήματα ως υπουργός Υγείας, ο Μάκης Βορίδης, στην ομιλία του στο συνέδριο του «Economist» με θέμα «The Big Rethink for Europe, the Big Turning Point for Greece», δήλωνε: «Επανασχεδιάζουμε τη φαρμακευτική πολιτική ώστε να δημιουργήσουμε ένα σταθερό πλαίσιο όπου οι επιχειρήσεις θα δύνανται να σχεδιάζουν και να προγραμματίζουν με σιγουριά, ενώ θα δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη της κλινικής και φαρμακευτικής έρευνας και επιχειρηματικότητας, υλοποιώντας μια σειρά από πρωτοβουλίες στον τομέα της έγκρισης φακέλων, κλινικών μελετών και ερευνητικών προγραμμάτων».
Παρ’ όλα αυτά, το μόνο που γίνεται είναι περισσότερες μειώσεις, λάθη στη θετική λίστα (η οποία αποζημιώνει τα φάρμακα από την κοινωνική ασφάλιση) και στο δελτίο τιμών και μία φαρμακευτική δαπάνη κολλημένη στα δύο δισ. ευρώ για το 2014 και το 2015 – κάτι που, σύμφωνα με τους εκπροσώπους των φαρμακευτικών επιχειρήσεων και των συλλόγων των ασθενών, προκαλεί τεράστια προβλήματα στη δημόσια υγεία.

Το brain drain στον κλάδο του φαρμάκου

Πόσα στελέχη και πόσα λαμπρά μυαλά έχουν αποχωρήσει από την Ελλάδα στα «πέτρινα χρόνια» της κρίσης και του μνημονίου, αφήνοντας «ορφανή» μια χώρα, που, αν μη τι άλλο, αυτό το οποίο έχει περισσότερη ανάγκη είναι το ανθρώπινο δυναμικό που θα την τραβήξει προς τον δρόμο της ανάπτυξης.

Πρόκειται στην κυριολεξία για ένα brain drain, για μία ανθρώπινη αποξήρανση, με πολλά και αξιόλογα στελέχη, εργαζομένους, ερευνητές και γιατρούς να επιλέγουν τη μετανάστευση, λόγω της απαξίωσης που έχουν «γευτεί» στην ίδια τους την πατρίδα.

Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ένωση Ιατρικών Επισκεπτών, από το 2009 μέχρι σήμερα έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μας 2.800 εργαζόμενοι από θέσεις Μarketing και Πωλήσεων. Εάν στα στοιχεία αυτά προσθέσουμε άλλες 1.000 θέσεις εργασίας που, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, έχουν χαθεί και επιπλέον 1.000 διοικητικές θέσεις, τότε έχουμε περίπου 5.000 εργαζομένους που έχουν απολέσει τη δουλειά τους. Ο ίδιος ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) αναφέρει ότι το 35% των εργαζομένων στη φαρμακοβιομηχανία έχει αποχωρήσει τα τελευταία χρόνια.

Οι ελληνικές εταιρείες που πάνε κόντρα στην επενδυτική ξηρασία

Εάν από τη μία πλευρά έχουμε το λεγόμενο brain drain, από την άλλη υπάρχει επενδυτική ξηρασία. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο κλάδος του φαρμάκου βρίσκεται στην πρώτη θέση έντασης επενδύσεων ανά εργαζόμενο (επενδύσεις προς προστιθέμενη αξία), μεταξύ των κλάδων μεταποίησης στην Ελλάδα, ωστόσο, όπως αναφέρει η διοίκηση της ΠΕΦ, παρατηρείται μια επιβράδυνση εξαιτίας της αβεβαιότητας στο πολιτικό σκηνικό και της γενικότερης φαρμακευτικής πολιτικής. Βεβαίως υπάρχουν ενεργά συμβόλαια τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά είναι γεγονός ότι οι επενδύσεις τα τελευταία τρία χρόνια έχουν παγώσει.

Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΠΕΦ Δημήτρη Δέμο, «την τελευταία δεκαετία, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποτελεί κινητήριο μοχλό ανάπτυξης με επενδύσεις που ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ σε πάγιο εξοπλισμό και περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη. Παράλληλα, το 10% των εργαζομένων του κλάδου της μεταποίησης απασχολείται στην εγχώρια παραγωγή φαρμάκου. Συγκεκριμένα, πάνω από 53.000 θέσεις εργασίας επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από τη δραστηριότητα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, γεγονός που συμβάλλει σημαντικά στο μείζον θέμα της ανεργίας».

Επομένως, υπάρχουν εταιρείες που εξακολουθούν και επενδύουν, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι αποτελούν το καλύτερο οχυρό στο πρωτοφανές «τσουνάμι» που χτύπησε τη χώρα. Παράδειγμα αποτελεί η Uni-Pharma, η πρώτη ελληνική βιομηχανία σε τεμάχια, βάσει της κατάταξης IMS, η οποία υλοποιεί επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 35 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία νέου εργοστασίου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επένδυση που υλοποιείται στον φαρμακευτικό χώρο στην Ελλάδα τα τελευταία έτη, με παραγωγική ικανότητα δύο δισεκατομμύρια δισκία και 50 εκατομμύρια μονάδες ενεσίμων σε ετήσια βάση. Η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας Ιουλία Τσέτη ανέφερε χαρακτηριστικά στα εγκαίνια του νέου εργοστασίου ότι «το brain drain είναι υπόθεση όλων μας και η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι αυτή που θα ανατρέψει τη μετανάστευση του ανθρώπινου δυναμικού».

Μία ακόμα ελληνική εταιρεία, η Pharmathen, συγκαταλέγεται στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες ελληνικές επιχειρήσεις. Το 2013 διακρίθηκε ως ο μεγαλύτερος ιδιώτης επενδυτής Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα, με επενδεδυμένα κεφάλαια τουλάχιστον 20 εκατ. ευρώ, ενώ εν μέσω ύφεσης προχώρησε σε επενδύσεις 55 εκατ. ευρώ, δημιουργώντας 400 νέες θέσεις εργασίας. Την πενταετία 2005-2010, η Pharmathen πραγματοποίησε συνολικές επενδύσεις ύψους 60 εκατ. ευρώ, με κορωνίδα την ολοκλήρωση της νέας παραγωγικής μονάδας στις Σάπες Ροδόπης.

Η ΒΙΑΝΕΞ, η DEMO, η ΕΛΠΕΝ, η Specifar (η οποία έχει εξαγοραστεί από τον αμερικανικό όμιλο Watson), η Genepharm, η Rafarm (από τις παλαιότερες φαρμακοβιομηχανίες) αποτελούν επίσης εταιρείες που επενδύουν στην έρευνα, στην παραγωγή και στην εξωστρέφεια. Κοντά στις παραπάνω βρίσκονται επάξια ακόμα δύο εταιρείες φυτικών προϊόντων οι οποίες έχουν φαρμακευτικό background, καθώς οι επικεφαλής τους είναι φαρμακοποιοί, η Apivita και η Κορρές, «πράσινες» επιχειρήσεις με σύγχρονα βιοκλιματικά εργοστάσια και αξιοζήλευτες εξαγωγές στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Την καθίζηση ωστόσο των επενδύσεων ανέδειξαν πριν από μερικές εβδομάδες τα μέλη του Δ.Σ. του ΣΦΕΕ σε συνέντευξη Τύπου. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου και αντιπρόεδρος – γενικός διευθυντής της Novartis στην Ελλάδα Κωνσταντίνος Φρουζής μίλησε με πολύ σκληρή γλώσσα, λέγοντας ότι τα πράγματα είναι οριακά και δραματικά ταυτόχρονα. Οι επιχειρήσεις εκπονούν τους προϋπολογισμούς για το 2015 και δεν μπορούν να προγραμματίσουν εξαιτίας της αβεβαιότητας που υπάρχει.

«Πλέον οι επενδύσεις έχουν σταματήσει, ενώ υπάρχει πολιτική ατολμία για πραγματικές μεταρρυθμίσεις στην υγεία, χάριν των οριζόντιων μέτρων, που αποτελούν πασαλείμματα» πρόσθεσε ο Κωνσταντίνος Φρουζής. Η Ελλάδα δεν αποτελεί περιβάλλον για να επενδύσει κάποιος, τόνισε με έμφαση ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ.

Οι πολυεθνικές που «ψηφίζουν» Ελλάδα

Φυσικά κάποιος θα μπορούσε να αντιπαραθέσει το γεγονός ότι η γερμανική Boehringer Ingelheim επενδύει εδώ και χρόνια στην Ελλάδα έχοντας δική της παραγωγή και σημαντικές εξαγωγές, δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης στη χώρα μας.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η αμερικανική Eli Lilly, η οποία το 1994 συνεταιρίστηκε με την ελληνική Φαρμασέρβ του Διονυσίου Φιλιώτη (προέδρου του Φαρμακευτικού Φόρουμ του ΕΒΕΑ) και δημιούργησαν joint venture. Απόσταγμα της αγαστής αυτής συμμαχίας αποτελεί –μεταξύ άλλων– και το Ερευνητικό Κέντρο της Φαρμασέρβ – Λίλλυ στην Κηφισιά.

Κάπου εδώ αξίζει να αναφερθεί και η «πλάτη» που έχουν βάλει στη διάρκεια της κρίσης οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες, έχοντας διαθέσει δωρεάν φάρμακα ύψους 7,5 εκατ. ευρώ –ποσό που αντιστοιχεί σε 650.000 συσκευασίες περίπου– μέσω του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής από το 2012 μέχρι τον Ιούνιο του 2014.

Οι επικεφαλής των φαρμακευτικών επιχειρήσεων ελληνικών και πολυεθνικών βρίσκονται διαρκώς σε έναν άγονο αγώνα. Από τη μία, έχουν να παλέψουν με την «αόρατη» πολιτική φαρμάκου και, από την άλλη, με μια φαρμακευτική δαπάνη η οποία προκαλεί τεράστια ζητήματα στη δημόσια υγεία.

Σύγκρουση Κυβέρνησης – ΣΥΡΙΖΑ για τη φαρμακοβιομηχανία

Σε ερώτηση του Fortune για τις εξελίξεις στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία, ο υπουργός Υγείας Μάκης Βορίδης επισημαίνει ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας και πως το υπουργείο έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στις εγχώριες επιχειρήσεις. «Το υπουργείο Υγείας, στην προσπάθειά του για αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων, δείχνει εμπιστοσύνη στο ελληνικό γενόσημο και συνακόλουθα στην εγχώρια φαρμακοβιομηχανία. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να δοθεί ένα τέλος στη σπατάλη του παρελθόντος. Τότε που η φαρμακευτική δαπάνη ξεπερνούσε τα πέντε δισ. ευρώ. Και από αυτήν τη μείωση είναι λογικό να πλήττονται όλες ανεξαιρέτως οι φαρμακοβιομηχανίες, όχι τόσο στη λειτουργία και την επιβίωσή τους, όσο στα υπερκέρδη που είχαν μέχρι πρότινος» συμπληρώνει.

Από την πλευρά της, η αξιωματική αντιπολίτευση είναι πολύ συγκεκριμένη όταν μιλά για τον κλάδο του φαρμάκου, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να τραβήξει μπροστά το καράβι της ανάπτυξης. Ειδικότερα, ο βουλευτής Ρεθύμνου Ανδρέας Ξανθός, υπεύθυνος Υγείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέρει: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί τον χώρο του φαρμάκου συστατικό στοιχείο ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, με στήριξη της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας και της παραγωγής ποιοτικών γενοσήμων φαρμάκων (η οποία σήμερα απειλείται από την ολιγοπωλιακή αναδιάρθρωση της φαρμακευτικής αγοράς και τη διείσδυση των πολυεθνικών γενοσήμων), με ενίσχυση της παρουσίας του Δημοσίου μέσω της αναβάθμισης των ΕΟΦ-ΙΦΕΤ και της δημιουργίας Εθνικής Φαρμακαποθήκης, με διαφανείς διαδικασίες τιμολόγησης των φαρμάκων και με άμεση ανακούφιση της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών». Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κάνει, επίσης, λόγο για αποτυχία της κυβέρνησης και της πρώην ηγεσίας του υπουργείου Υγείας όσον αφορά το κόστος των φαρμάκων.

«Κατέρρευσε παταγωδώς η πολιτική απάτη του Άδωνη Γεωργιάδη περί φτηνών “φαρμάκων με τιμή Σαμαρά”, τη στιγμή που, ενώ μειώνεται σε τριτοκοσμικά επίπεδα η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη (ετήσια δαπάνη κατά κεφαλή στην Ελλάδα 178 ευρώ, έναντι 320 ευρώ στην Ε.Ε.), η ιδιωτική δαπάνη παραμένει υψηλή λόγω διεύρυνσης των ΜΗΣΥΦΑ, της αρνητικής λίστας, της αύξησης της συμμετοχής και της διευρυνόμενης διαφοράς ασφαλιστικής τιμής-λιανικής, που επιβαρύνουν τον ασθενή και έχουν οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος χρονίως πασχόντων να τροποποιούν ή να διακόπτουν τη φαρμακευτική αγωγή τους» τονίζει ο Ανδρέας Ξάνθος.

Η πρόταση του ΣΦΕΕ

Από τη μεριά του, ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ Κωνσταντίνος Φρουζής κάνει λόγο για την αδήριτη ανάγκη η Ελλάδα να αποκτήσει κοινωνική και αναπτυξιακή αποκατάσταση. «Ο χώρος της Υγείας και ιδιαίτερα του φαρμάκου βιώνει με τον χειρότερο τρόπο αυτήν τη μεταρρυθμιστική φοβία των πολιτικών μας. Μια αδράνεια που οδηγεί σε οριζόντιες μειώσεις τιμών, clawback και rebate, που σκοτώνουν την καινοτομία, τις επενδύσεις και την απασχόληση» αναφέρει.

Ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ θεωρεί ότι ο κλάδος που στοχοποιήθηκε και στιγματίστηκε περισσότερο, «σαν ένα είδος εύκολου στόχου», τα τελευταία πέντε χρόνια είναι αυτός του φαρμάκου. «Με παράλογες αποφάσεις, ανύπαρκτο σχεδιασμό και μέριμνα για το αύριο, ο κρατικός φαρμακευτικός προϋπολογισμός καταβαραθρώνεται, οι πολίτες βιώνουν αναξιοπρεπείς συνθήκες περίθαλψης και όλες οι επιχειρήσεις του κλάδου, ελληνικές και πολυεθνικές, δεν μπορούν να κάνουν τον στοιχειώδη προγραμματισμό» λέει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει: «Οι εσπευσμένες αποφάσεις που αφορούν τη διαμόρφωση της φαρμακευτικής πολιτικής υπό την πίεση της επίσκεψης της τρόικας δείχνουν πως η κυβέρνηση συνεχίζει την πεπατημένη της λογιστικής με γνώμονα τη συγκυριακή επίτευξη αριθμητικών στόχων. Τα όπλα της είναι τα οριζόντια rebate και clawback, χωρίς πολιτική διάθεση για μεταρρυθμίσεις».

Ο ΣΦΕΕ προτείνει τον άμεσο επαναπροσδιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης στα 2,3 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των ανασφάλιστων συμπολιτών μας.
«Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΙΟΒΕ, η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ της χώρας ανέρχεται στα 7,55 δισ. ευρώ, ενώ οι θέσεις εργασίας άμεσης και έμμεσης απασχόλησης αγγίζουν τις 135.000. Και πάνω σ’ αυτό έχουμε βασίσει μια νέα στρατηγική, η οποία δεν απαιτεί παρά μια στιβαρή και σταθερή πολιτική αντιμετώπιση» καταλήγει ο Κωνσταντίνος Φρουζής.

«Για άλλη μια φορά, τα τελευταία χρόνια σύσσωμος ο φαρμακευτικός κόσμος είναι ανάστατος», υπογραμμίζει επίσης στο Fortune ο Πασχάλης Θ. Αποστολίδης, διευθύνων σύμβουλος της Abbvie Pharmaceuticals S.A. και αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ, αναφερόμενος στα τελευταία μέτρα της κυβέρνησης, και προσθέτει: «Η αιτία δεν είναι άλλη από τα δρακόντεια, οριζόντια και αιφνιδιαστικά μέτρα που λαμβάνονται διαρκώς και πλήττουν τον φαρμακευτικό κλάδο, αποκλείοντας την πρόσβαση των ασθενών με σοβαρά, σπάνια και χρόνια νοσήματα σε καινοτόμες θεραπευτικές λύσεις, οι οποίες συμβάλλουν στη θεραπεία και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους».
«Είναι σημαντικό να επισημανθεί, για πολλοστή φορά, ότι πλέον απαιτούνται η εφαρμογή γενναίων δομικών αλλαγών εξυγίανσης του ευρύτερου συστήματος υγείας αλλά και η θέσπιση των απαραίτητων μηχανισμών έλεγχου προκειμένου οι Έλληνες ασθενείς να απολαμβάνουν υψηλού επιπέδου ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» τονίζει ο αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ.

Η τιμωρία του Clawback και του Rebate

Τον έντονο προβληματισμό του για την επόμενη ημέρα της φαρμακοβιομηχανίας καταθέτει ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ και αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της ΒΙΑΝΕΞ, Δημήτρης Γιαννακόπουλος: «Αυτά τα χρόνια της ύφεσης, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία ήρθε αντιμέτωπη με τιμωρητικά “χαράτσια” όπως το rebate και το clawback, με μέτρα αμφισβητήσιμης επιστημονικότητας όπως η συνταγογράφηση δραστικής ουσίας που πριμοδοτεί εισαγόμενα γενόσημα και με μια άνευ προηγουμένου περιστολή της φαρμακευτικής δαπάνης. Το γεγονός ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, σε πείσμα κάποιων που θέλησαν να μας κάνουν να νιώσουμε ανεπιθύμητοι στον τόπο μας, άντεξε, συνέχισε να καινοτομεί και να επενδύει οφείλεται στον μακροπρόθεσμο οικονομικό σχεδιασμό των επιχειρήσεών μας, με έμφαση στην εξωστρέφεια».
Συνεχίζοντας, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος αναφέρεται στην απουσία μιας εθνικής πολιτικής, κάτι που βάζει «ταφόπλακα στο ελληνικό φάρμακο». «Απορροφήσαμε τις σημαντικές απώλειες εσόδων, για να μην υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος στις οικογένειες των 53.000 (έμμεσα και άμεσα) εργαζόμενων στον κλάδο, ούτε και στην ποιότητα των φαρμακευτικών σκευασμάτων που παράγουμε, τιμώντας τη σχέση εμπιστοσύνης που έχουμε χτίσει με τον ελληνικό λαό όλα τα προηγούμενα χρόνια. Με το επιπλέον rebate και clawback που υποχρεούμαστε να καταβάλλουμε, το μέγεθος της ζημίας καθιστά πλέον την ελληνική φαρμακοβιομηχανία μη βιώσιμη. Απουσία δε μίας εθνικής πολιτικής φαρμάκου που θα στηρίζει την εγχώρια παραγωγή και θα αναδεικνύει την εξωστρέφεια του κλάδου, αντί για ανάπτυξη, θα έπρεπε μάλλον να μιλάμε για ταφόπλακα στο ελληνικό φάρμακο».

Οι εκπρόσωποι του κλάδου κάνουν λόγο για ένα εχθρικό περιβάλλον. Ανάμεσά τους ο αντιπρόεδρος μίας από τις μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες της χώρας, της ΕΛΠΕΝ, και νέος πρόεδρος του ΠΕΦ Θεόδωρος Τρύφων αναφέρει χαρακτηριστικά:«Το ελληνικό επώνυμο φάρμακο, που εξάγεται σε 80 χώρες, ωθείται στο περιθώριο της ελληνικής αγοράς από μία αλλοπρόσαλλη πολιτική, η οποία μόνο τις πολυεθνικές εταιρείες ευνοεί. Και αυτό γίνεται με τη μονοδιάστατη επικέντρωση στις τιμές, την απουσία ελέγχων στη συνταγογράφηση και την προκλητή ζήτηση, την απουσία ελέγχων στην εφοδιαστική αλυσίδα, την ύπαρξη αντικινήτρων για τη χρήση οικονομικότερων θεραπευτικών επιλογών και πόσα άλλα τέτοια». Ο αντιπρόεδρος της ΕΛΠΕΝ ζητεί επίσης μια συνολική φαρμακευτική πολιτική, σύμφωνα με την οποία η ελληνική φαρμακοβιομηχανία θα έχει τουλάχιστον 30% μερίδιο αγοράς, ώστε να ενισχυθούν τα δημόσια έσοδα και η ανάπτυξη.

Από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της GENESIS Pharma, Κωνσταντίνος Ευριπίδης αναφέρει: «Σε σχέση με τις πληρωμές του Δημοσίου, μπορεί να απέχουμε πολύ από τους δύο μήνες που ορίζει ο νόμος, όμως πρέπει να ομολογήσουμε πως εντός του 2013 υπήρξε μια βελτίωση. Με δεδομένο πως για αρκετά χρόνια έπρεπε να διαχειριστούμε μια απελπιστική κατάσταση με συσσωρευμένα χρέη άνω των τριών ετών, ο ρυθμός αποπληρωμής των 9-10 μηνών του 2013 ήταν σίγουρα μια εξέλιξη. Το ανησυχητικό είναι πως το 2014 συσσωρεύονται και πάλι χρέη, τα οποία εύχομαι να εξομαλυνθούν έως το τέλος του χρόνου σύμφωνα και με τις δεσμεύσεις του υπουργείου.
Αυτό που θα πρέπει επίσης να εξομαλυνθεί είναι η διαφορετική μεταχείριση στις αποπληρωμές μεταξύ των προμηθευτών φαρμακευτικών προϊόντων, που φέρνει ανισότητες στην αγορά. Οι εταιρείες με υψηλές νοσοκομειακές πωλήσεις που τροφοδοτούν απευθείας τον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία περιμένουν τουλάχιστον εννέα μήνες, σε αντίθεση με όσες προμηθεύουν φαρμακεία και φαρμακαποθήκες. Οι τελευταίες εξοφλούνται πιο άμεσα, καθώς ο ΕΟΠΥΥ προχωρά στην αποπληρωμή φαρμακείων και φαρμακαποθηκών εντός τριών μηνών».

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η φαρμακοβιομηχανία έχει ακόμα πολλά να προσφέρει στην ελληνική οικονομία. Σε μια περίοδο που η ανεργία αποτελεί τον μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» για την Ελλάδα, ο κλάδος μπορεί να δημιουργήσει μέχρι και 2.000 θέσεις την επόμενη πενταετία. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει να υπάρξει μια σταθερή πολιτική στον χώρο του φαρμάκου, η οποία θα ευνοήσει τόσο τους πολίτες όσο και τις επιχειρήσεις χωρίς «τρικλοποδιές» που βάζουν «φρένο» στην ανάπτυξη.

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα