Παραδίδοντας μαθήματα φινέτσας

Παραδίδοντας μαθήματα φινέτσας

Ο Ηλίας Βλαχάκης µυεί τους Έλληνες στον κόσµο του «sur mesure» και διδάσκει στιλ τους νεότερους.

Εδώ και 26 χρόνια, το Mah Jong, ένα κατάστηµα ειδών ανδρικής ένδυσης, υψηλής ποιότητας και αισθητικής, αυστηρά επιλεγµένων οίκων της Ευρώπης και της Αµερικής, αποτελεί τον σύµµαχο των Ελλήνων που θέλουν να ξεχωρίζουν σε κάθε εµφάνισή τους.

Πολλοί χαρακτηρίζουν το κατάστηµα του Ηλία Βλαχάκη ως την πιο σικ boutique για άνδρες στην Αθήνα, καθώς αντιπροσωπεύει brands µε µεγάλη απήχηση, µεταξύ των οποίων και η Kiton. Ωστόσο, το «δυνατό χαρτί» της boutique Μah Jong είναι το «sur mesure», η πολυτέλεια που έχει ο πελάτης να αγοράσει ρούχα, παπούτσια, κοστούµια και τσάντες, κοµµένα και ραµµένα στα µέτρα του. «Εστιάζεις στη λεπτοµέρεια και µπορείς να φτιάξεις όποιο σχέδιο θες, µε όποιο ύφασµα σου αρέσει, παραγγέλλοντας ακόµη και σπάνια υφάσµατα που θα τα βρεις σε λίγα σηµεία στον κόσµο. Μπορείς, επίσης, να επιλέξεις από τη φόδρα που θα έχει το ρούχο µέχρι τα κουµπιά που θα κοσµούν ένα πουκάµισο ή ένα σακάκι» αναφέρει στο Fortune ο ιδιοκτήτης Ηλίας Βλαχάκης.

Κάθε 15 ηµέρες διοργανώνεται στο κατάστηµα ένα τριήµερο κατά το οποίο οι πελάτες του έχουν την ευκαιρία να δηµιουργήσουν τα ρούχα των ονείρων τους από τα χέρια των  καλύτερων ραφτών διεθνών οίκων µόδας. Μια οµάδα οκτώ ατόµων βρίσκεται στις υπηρεσίες του εκάστοτε πελάτη και τον συµβουλεύει ώστε αυτό που θα επιλέξει στο τέλος ο ίδιος να µην αποτελεί επιλογή της στιγµής, αλλά ένα ένδυµα που θα έχει διαχρονική αξία και θα τον συνοδεύει σε σηµαντικές στιγµές της ζωής του. Η παραγγελία θα λάβει «σάρκα και οστά» από τους ειδικούς και σε έναν µόλις µήνα θα βρίσκεται στα χέρια του. «Φέρνουµε τις καλύτερες εταιρείες του κόσµου, που ντύνουν σπουδαία πρόσωπα: από τον Woody Allen µέχρι τον Barack Obama. Παρότι το πελατολόγιό µας είναι “κλειστό”, το 2015 θα κλείσουµε µε κύκλο εργασιών +20%, σε σχέση µε πέρυσι. Βέβαια, το πρόβληµα εξακολουθεί να είναι η γραφειοκρατία και η αντίληψη ότι είναι αµαρτία ένας επιχειρηµατίας να έχει κέρδος από τη δουλειά του. Δεν είναι σωστό να τους θεωρούµε όλους εξ υποθέσεως απατεώνες, επειδή έχουν µια επιχείρηση που πηγαίνει καλά» σηµειώνει.

Το «ραντεβού» µε τον κλάδο της ένδυσης δόθηκε πολύ νωρίς για τον Ηλία Βλαχάκη, ο οποίος, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική, συνεργάστηκε  µε έναν από τους καλύτερους εµπόρους της εποχής εκείνης στη χονδρική πώληση των προϊόντων της γνωστής εταιρείας Timberland. «Ήταν τυχαίο το ότι βρέθηκα να ασχολούµαι µε την εισαγωγή ρούχων από την Ιταλία και τη Γαλλία. Μου άρεσε πολύ αυτή η δουλειά και,  χάρη στο γεγονός ότι γνώριζα καλά ξένες γλώσσες, ταξίδεψα αρκετά και είχα την τύχη να δουλέψω µε εταιρείες που πουλούσαν υψηλής ποιότητας ρούχα. Η αρχή µου πάντα ήταν και είναι να αγαπά κανείς αυτό που κάνει και να το κάνει τίµια. Αν αρχίσεις τις παρατυπίες, δεν τελειώνεις ποτέ: κερδίζεις βραχυπρόθεσµα και ύστερα βουλιάζεις».

Στις 14 Οκτωβρίου 1989, ο Ηλίας Βλαχάκης γύρισε σελίδα και άνοιξε το κατάστηµα Mah Jong στην πλατεία Κολωνακίου, µε ελάχιστα ίδια κεφάλαια. «Η είσοδος στην αγορά δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά τα πράγµατα εξελίχθηκαν οµαλά, χάρη στο γεγονός ότι επέλεξα τους σωστούς προµηθευτές. Εδώ και 26 χρόνια συνεργάζοµαι µε τους ίδιους, κάτι που αποδεικνύει τη σχέση εµπιστοσύνης η οποία έχει αναπτυχθεί µεταξύ µας. Μάλιστα, την  περίοδο των capital controls δεν αρνήθηκαν να µου παραδώσουν εµπόρευµα στην ώρα του».

Όνειρό του ήταν να δηµιουργήσει ένα ανδρικό µαγαζί που να ξεχωρίζει για την αισθητική του και στο οποίο ακόµη και το φθηνό ρούχο να είναι ποιοτικό. Παραδέχεται  πως στο παρελθόν υπήρξαν παράλογες εποχές, αλλά όχι «χρυσές», µε τη στενή έννοια του όρου. «Την εποχή της “φούσκας” του Χρηµατιστηρίου υπήρχαν περιπτώσεις πελατών που έµπαιναν στο µαγαζί και ζητούσαν να τους “τυλίξουµε” 15 γραβάτες, λες και ήταν ψάρια. Εµείς πάντα κόβαµε αποδείξεις και τηρούσαµε τους κανόνες».

Το προφίλ των πελατών του Mah Jong είναι κυρίως άνθρωποι που ξέρουν να ντύνονται κοµψά και αγαπούν το στιλ. «Στόχος είναι να φοράς το ρούχο, και όχι να σε φοράει. Η κρίση δεν µας επηρέασε τόσο, δεδοµένου ότι οι πελάτες µας αγόραζαν πάντα αυτά που χρειάζονταν και ήθελαν» επισηµαίνει ο Ηλίας Βλαχάκης και προσθέτει: «Η κρίση έφερε στον κλάδο µας δύο αλλαγές: Η πρώτη είναι ότι το ακριβό και ποιοτικό προϊόν έχει πια µεγαλύτερη κατανάλωση και η δεύτερη είναι η συρρίκνωση του ανταγωνισµού».

Οι επιλογές των ρούχων και των υφασµάτων που τοποθετούνται στο Mah Jong φέρουν το προσωπικό γούστο του ιδιοκτήτη τους, χωρίς να γίνονται εκπτώσεις στην ποιότητα. «Θέλω ο πελάτης να µπορεί να αγοράσει ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί αυτή τη στιγµή στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι πρώτες ύλες µε τις οποίες δουλεύουµε προέρχονται από την Αγγλία και την Ιταλία. Στα υφάσµατα υπερέχουν οι Άγγλοι, ενώ οι Ιταλοί είναι πρωτοπόροι σε ό,τι αφορά το στιλ και τη ραφή».

Στην προσπάθεια χαρτογράφησης της αγοράς του Κολωνακίου, ο Ηλίας Βλαχάκης τονίζει ότι δεν έχει αλλάξει δραµατικά, ούτε και διανύει µια περίοδο ευµάρειας, όπως συνέβη στο χρονικό διάστηµα µεταξύ 1995  και 2004. «Το πρόβληµα συναντάται κυρίως στα προάστια. Περιοχές όπως η Κηφισιά, το Χαλάνδρι, η Πατησίων και η Νέα Ιωνία έχουν υποστεί τις µεγαλύτερες απώλειες. Η “φούσκα” που υπήρχε ήταν τερατώδης. Τώρα επιστρέφουµε, επιτέλους, στην ισορροπία».

Η στρατηγική που ακολουθείται στο Mah Jong στηρίζεται στην ενίσχυση της γκάµας των προϊόντων του, µε την τοποθέτηση δυνατών brands του εξωτερικού, αλλά και µε την προσθήκη µικρότερου µεγέθους εταιρειών, υψηλού όµως επιπέδου.

Πέρα από την επιχειρηµατική δραστηριότητά του, ο Ηλίας Βλαχάκης συµµετέχει ως εντεταλµένος δηµοτικός σύµβουλος στο σχέδιο αποκατάστασης του ιστορικού εµπορικού τριγώνου του δήµου Αθηναίων.

Η ενασχόλησή του µε τα κοινά τού έδωσε το βήµα για να εκφράσει την αγωνία και τις ανησυχίες των επιχειρηµατιών που δραστηριοποιούνται στην «καρδιά» της Αθήνας και θέλουν να δουν την εµπορική αγορά να ανθεί ξανά. Εντούτοις τονίζει πως τα καταστήµατα που ακολουθούν τα διεθνή standards δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.

*To άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.

*Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ιωαννίδης