Το «τελεσίγραφο» της Λαγκάρντ για διαπραγμάτευση και χρέος

Το «τελεσίγραφο» της Λαγκάρντ για διαπραγμάτευση και χρέος
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ολόκληρη η επιστολή της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ προς τους Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών λίγο πριν το Eurogroup της Δευτέρας.

Το τελευταίο της χαρτί πριν από το Eurogroup της Δευτέρας παίζει από την Παρασκευή η Κριστίν Λαγκάρντ, με την επιστολή της προς τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης.

Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ αναφέρει στο κείμενο που έχουν στα χέρια της οι Ευρωπαίοι και δημοσίευσαν οι Financial Times, ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι ανέφικτος και οικονομικά αλλά και πολιτικά.

Η Κριστίνα Λαγκάρντ παραθέτει την άποψη του Ταμείου ότι η συμφωνία του Ιουλίου του 2015 δεν μπορεί να επιτευχθεί, ενώ τονίζει ότι το πρόσθετο πακέτο μέτρων και ο «κόφτης» δημοσιονομικής προσαρμογής δεν περιλαμβάνει τις δαπάνες στο δημόσιο, όπως δηλαδή επιθυμεί το ΔΝΤ.

Επιπλέον, η επικεφαλής του ΔΝΤ σημειώνει πως με τη διαρκή αύξηση των φόρων και των βραχυπρόθεσμων μέτρων δεν είναι δυνατόν να σταθεροποιηθεί η οικονομία ενώ τονίζει ότι τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα όσα έχει δεσμευτεί ότι θα πετύχει η Ελλάδα είναι στόχος ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί εξαιρετικά δύσκολα από οποιαδήποτε χώρα.

Στην επιστολή της η Κριστίν Λαγκάρντ παραθέτει και τις ανησυχίες του Ταμείου για τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτικής σκηνής αλλά και τον κίνδυνο να ξεφύγει η ελληνική κυβέρνηση από τα συμφωνηθέντα εφόσον επιτύχει ορισμένα θετικά οικονομικά αποτελέσματα, κάνοντας αναφορά και στην προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά και τις δικές τις κινήσεις.

Τέλος, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ αναφέρεται στο κρίσιμο ζήτημα του χρέους, ζητώντας άμεση ανταπόκριση από την Ευρώπη και σημαντική ελάφρυνση μαζί με οικονομική ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας.

Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή της Κριστίν Λαγκάρντ:

«Οι συζητήσεις μεταξύ Ελλάδας και Θεσμών έχουν προοδεύσει τις τελευταίες εβδομάδες αλλά παραμένει σημαντικό κενό να γεφυρωθεί πριν να έρθουμε σε συμφωνία που θα περιλαμβάνει το ΔΝΤ κάτω από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να ξεκαθαρίσω την θέση μας και να εξηγήσω τους λόγους που πιστεύουμε ότι συγκεκριμένα μέτρα, αναδιάρθρωση του χρέους και οικονομικά πρέπει να συζητηθούν ταυτόχρονα. Συγκεκριμένα χρειάζεται διευκρίνηση προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι αβάσιμες κατηγορίες ότι το ΔΝΤ δεν είναι ευέλικτο, ζητάει νέα αχρείαστα δημοσιονομικά μέτρα και -ως αποτέλεσμα- προκαλεί καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις και στην εκταμίευση των κεφαλαίων που απαιτούνται επειγόντως.

Καταρχάς, μαζί με τους άλλους θεσμούς έχουμε διαπραγματευτεί με καλή την πίστη με τους Έλληνες εταίρους για ένα πακέτο δημοσιονομικών μέτρων ύψους 2,5% του ΑΕΠ -που είναι κοντά στο να κλείσει- το οποίο κατά την άποψή μας είναι αρκετό για να επιτευχθεί ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ το 2018. Η εκτίμησή μας βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις σύμφωνα με τα ελληνικά στοιχεία, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και τα τελευταία δεδομένα της Eurostat.

Κατά δεύτερον, ο στόχος αυτός υπολείπεται της υπόσχεσης που έδωσε η Ελλάδα στους εταίρους της πέρυσι τον Ιούλιο – δηλαδή ότι θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Αν οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν να κρατήσουν αυτό τον στόχο για την Ελλάδα θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε μια επιπλέον προσπάθεια για να φτάσουμε προσωρινά σε αυτό το στόχο, παρόλο που αυτός είναι υψηλότερος από αυτόν που θεωρούμε οικονομικά και κοινωνικά βιώσιμο μακροπρόθεσμα (βλέπε παρακάτω).

Ωστόσο, ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επίτευξη αυτού του στόχου δεν θα είναι μόνο πολύ δύσκολη αλλά πιθανώς θα είναι και αντιπαραγωγική. Η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας έχει αποτύχει στο παρελθόν σε σχέση με αυτό που απαιτούταν εξαιτίας της έλλειψης δομικών μεταρρυθμίσεων που θα υπογράμμιζαν την προσπάθεια προσαρμογής. Δεν πιστεύουμε ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα που θα βασίζεται στους ήδη πολύ υψηλούς φόρους που επιβάλλονται σε μικρή βάση, στην περικοπή των υπερβολικών διακριτικών δαπανών και βασιζόμενοι σε εφάπαξ μέτρα όπως έχει προταθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Η επιπρόσθετη προσαρμογή για εύρεση 2% επί του ΑΠΕ θα είναι αξιόπιστη μόνο αν βασίζεται σε μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα, κυρίως από τις συντάξεις και το φορολογικό σύστημα.

Δυστυχώς, ο μηχανισμός «κόφτη» που προτείνει η Ελλάδα δεν περιλαμβάνει τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα οι αρχές έχουν προσφέρει να κάνουν βραχυπρόθεσμες οριζόντιες περικοπές δαπανών που έχουν ήδη συμπιεστεί σε βαθμό που η ίδια η λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών έχει τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο – οι παροδικές μειώσεις στις συντάξεις και στους μισθούς δεν έχουν υποστηριχθεί από θεμελιώδεις παραμετρικές μεταρρυθμίσεις, βασισμένες στις παρελθοντικές αποδόσεις, και τέτοια ad hoc μέτρα δεν είναι αξιόπιστα, αλλά εκτός αυτού είναι και ανεπιθύμητα αφού προσθέτουν αβεβαιότητα και αποτυγχάνουν να επιλύσουν τις υπάρχουσες ανισότητες. Θα προσθέσω επίσης ότι η Ελλάδα έχει νομοθετήσει καμιά δωδεκαριά τέτοιους μηχανισμούς ελέγχου στο παρελθόν τα οποία σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν λειτουργήσει.

Τρίτον, κοιτώντας μπροστά, δεν περιμένουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% για τις επερχόμενες δεκαετίες. Μόνο λίγες ευρωπαϊκές χώρες έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο, υποστηριζόμενες από ισχυρή κοινωνική υποστήριξη κάτι που δεν συμβαίνει στην Αθήνα. Θα ήταν μη ρεαλιστικό να περιμένουμε οι μελλοντικές κυβερνήσεις να δέχονται πίεση για ελάφρυνση της δημοσιονομικής πολιτικής με τους πολιτικούς κύκλους που θα εκτείνονται στο μέλλον. Η πρόσφατη εμπειρία – όταν η πρώτη κεντροδεξιά κυβέρνηση και μετά η κεντροαριστερή κυβέρνηση υπέκυψαν γρήγορα στις πιέσεις για χαλάρωση όταν επιτεύχθηκε ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα- μας προειδοποιεί ώστε να μην κάνουμε τέτοιες εξαιρετικές υποθέσεις στην περίπτωση της Ελλάδας. Κατά την άποψή μας η διατήρηση ενός πρωτογενούς πλεονάσματος του 1,5% του ΑΠΕ για το μέλλον μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός επιτυχημένου προγράμματος ισχυρής επίβλεψης των προϋπολογισμών από την Ευρώπη για τα επόμενα χρόνια.

Καταλαβαίνω τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη ως σύνολο και ο κοινός μας στόχος είναι να συμφωνήσουμε γρήγορα σε μια λύση. Αυτό απαιτεί συμβιβασμούς από όλες τις πλευρές και έχουμε συνεισφέρει όσον μας αφορά επικεντρωμένοι στις προϋποθέσεις που αποτελούν το απόλυτα ελάχιστο, αφήνοντας σημαντικές δομικές μεταρρυθμίσεις για τα επόμενα στάδια. Ωστόσο προκειμένου να στηρίξουμε την Ελλάδα με μια νέα συμφωνία με το ΔΝΤ είναι ουσιώδες να υπάρχει οικονομική ελάφρυνση και ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα από τους Ευρωπαίους εταίρους που θα βασίζεται σε ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους και θα υποστηρίζονται από αξιόπιστα μέτρα που μπορούν να επιτευχθούν. Επιμένουμε για αυτές τις διαβεβαιώσεις σε όλα μας τα προγράμματα και δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από τις βασικές μας αρχές για την περίπτωση της Ελλάδας. Το ΔΝΤ πρέπει να εφαρμόζει τα ίδια στάνταρτ στην Ελλάδα όπως σε όλα τα μέλη του οργανισμού μας».