H «ναπολεόντεια λύση» του Γιάννη Βαρουφάκη

H «ναπολεόντεια λύση» του Γιάννη Βαρουφάκη

Πώς συνδέεται το ελληνικό χρέος με τη μάχη του Βατερλό και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Η ιστορία δείχνει το μέλλον.

*Του Βασίλη Σαμούρκα

Βρισκόμαστε στο σωτήριον έτος του 1814. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης απειλεί τους Ευρωπαίους συμμάχους, οι οποίοι βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση μετά από χρόνιες συγκρούσεις με τα γαλλικά στρατεύματα.

Οι αγορές της εποχής ξεπερνούν τα όριά τους και οι λαοί έχουν επωμιστεί μαζί με τις απώλειες και τις υλικές καταστροφές, τεράστια χρέη τα οποία αδυνατούν να αποπληρώσουν.

Η τράπεζα της Βρετανίας αναζητεί απεγνωσμένα χρήματα για να χρηματοδοτήσει το τελειωτικό χτύπημα στον Γάλλο αυτοκράτορα, και η λύση ακούει στο όνομα «perpetual bonds», δηλαδή «ομόλογα αέναης διάρκειας». Πρόκειται για ομόλογα τα οποία στην ουσία αντικαθιστούσαν τις παρούσες υποχρεώσεις στους πιστωτές με μια συνεχή καταβολή επιτοκίων, χωρίς όμως την απαίτηση πλήρους αποπληρωμής τους κατά τη λήξη τους.

Ήταν μια λύση η οποία είχε δοκιμαστεί ξανά με σχετική επιτυχία το 1752, κατά τη σφοδρή κρίση μετά τη λεγόμενη «φούσκα των Νοτίων Θαλασσών», όταν η εταιρεία South Sea Company έδρασε πλαγιοτρόπως ως τραπεζικό ίδρυμα χρεώνοντας το βρετανικό βασίλειο με τεράστια ποσά στην αποτυχημένη μάχη επικυριαρχίας στις αποικίες της Νοτίου Αμερικής με την πανίσχυρη Ισπανία. Η South Sea Company χρεοκόπησε λίγο αργότερα, και η Βρετανία βρέθηκε μπροστά στο μεγαλύτερο «too big to fail» πρόβλημα της εποχής, καλούμενη να καλύψει τα τεράστια ανοίγματα με τα «αέναα ομόλογα».

Στην περίπτωση της ναπολεόντειας απειλής, το πείραμα των ομολόγων πέτυχε τον σκοπό του. Η Βρετανία μαζί με τους συμμάχους τους βρήκαν τα χρήματα για να εξοπλιστούν, κέρδισαν την ιστορική μάχη του Βατερλό έναν χρόνο αργότερα (1815), και έσβησαν για πάντα από τον χάρτη τον Ναπολέοντα. Επανέλαβαν μάλιστα, το ίδιο «κόλπο» και το 1888, όταν ο Βρετανός Καγκελάριος George Goschen, αντάλλαξε τα παλαιότερα αέναα ομόλογα που χρηματοδότησαν και τον Πόλεμο της Κριμαίας (1853-1856), με νέα, με επιτόκιο 4%.

Αυτή είναι μέσες-άκρες η πρώτη φάση της ιστορίας μιας λύσης, την οποία ο Έλληνας υπουργός οικονομικών επανέλαβε σε συνέντευξή του στους Financial Times, υπενθυμίζοντας ότι από την εποχή των μουσκέτων και των ξύλινων φρεγάδων, τα «αέναα ομόλογα» συνέχισαν να επανεμφανιζόνται σε περιόδους τεράστιας κρίσης.

Μια από αυτές ήταν ο λεγόμενος «Μεγάλος Πόλεμος», η πρώτη γενικευμένη παγκόσμια πολεμική σύρραξη στην οποία η Βρετανία είχε βρεθεί ξανά σε απεγνωσμένη οικονομικά κατάσταση, αναζητώντας κεφάλαια που θα χρηματοδοτήσουν τα στρατεύματα της. Έτσι, το 1917 ο τότε υπουργός Οικονομικών της χώρας, Ουίνστον Τσόρτσιλ, εξέδωσε τα «εθνικά πολεμικά ομόλογα» με το σλόγκαν «αν δεν μπορείς να πολεμήσεις, επένδυσε ό,τι μπορείς στα ομόλογα του 5%». Μια λύση που είχε τεράστιες ομοιότητες με τα ναπολεόντεια ομόλογα.

Το πρόβλημα τότε ήταν διπλό. Κάποιος έπρεπε να δώσει τη λύση απέναντι στην Τριπλή Συμμαχία με προεξέχουσες την Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, αλλά και να πληρώσει τα «σπασμένα» της φούσκας των Νοτίων Θαλασσών και των Ναπολεοντείων πολέμων, τα οποία παρέμεναν γραμμένα στα κατάστιχα του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών. Και το έκανε. Ο Μεγάλος Πόλεμος τελείωσε, η χρεοκοπημένη Ευρώπη στάθηκε μπροστά σε μια κατεστραμμένη Γερμανία που ετοιμαζόταν να επιστρέψει, και τα χρέη έκαναν τον –πλέον- καγκελάριο Τσόρτσιλ να βάλει ξανά ένα παρόμοιο σχέδιο σε λειτουργία το 1927, εκδίδοντας έναν νέο γύρο παρόμοιων ομολόγων με αυτά του 1917, για να καταφέρει να επαναχρηματοδοτήσει τις νέες ανάγκες αποπληρωμής τόκων.

Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Οκτώβριο του 2014, η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσε ότι αποπληρώνει ένα μέρος αυτών των ομολόγων του 1927 –τα οποία κάλυπταν και τις παλαιότερες πολεμικές υποχρεώσεις-, καταβάλλοντας 218 εκατομμύρια λίρες (περίπου 277 εκατομμύρια ευρώ) στους κατόχους τους.

Το παράδειγμα του αιτήματος Βαρουφάκη ακολουθήθηκε ξανά μέσα στον 21ο αιώνα κι από άλλες χώρες, όπως τον Καναδά το 1936, αλλά και το Μεξικό τη χρονιά που μας πέρασε, με ένα μικρό 100ετές ομόλογο ύψους 1,6 δισ. δολαρίων.

Μάλιστα, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών δεν έκρυψε ποτέ του τη διάθεση να χρησιμοποιήσει ιστορικά οικονομικά «τρικ» στο θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, πριν ακόμη ανοίξουν οι κάλπες της 25ης Ιανουαρίου. Στα μέσα Ιανουαρίου του 2015, είχε πει κατά την παρουσίαση του βιβλίου του «Η Γένεση της Μνημονιακής Ελλάδας» στο Μέγαρο Μουσικής: «Κατανοούμε ότι η διοίκηση της ΕΚΤ ανησυχεί επειδή το καταστατικό της δεν της επιτρέπει να φανεί ότι χρηματοδοτεί κράτη-μέλη… Μια απλή λύση που να αποτελεί κούρεμα το οποίο όμως θα ονομαστεί κάτι διαφορετικό είναι η εξής: Το ελληνικό δημόσιο εκδίδει νέα ομόλογα απεριόριστης διάρκειας με ένα πολύ μικρό επιτόκιο (0,1%) και ονομαστικής αξίας ίσης με τα παλαιά ελληνικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ. Τα νέα αυτά ομόλογα τα ανταλλάσσει με τα παλαιά που διαθέτει η ΕΚΤ. Έτσι, η Ελλάδα δεν χρειάζεται να δανειστεί ούτε ένα ευρώ για να αποπληρώσει αυτό το χρέος της στην ΕΚΤ, το οποίο ουσιαστικά κουρεύεται, και η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να παραδεχθεί ότι δέχθηκε κούρεμα κρατικών ομολόγων που είχε κάποτε αγοράσει».

Συμπλήρωσε μάλιστα τα εξής:

«Τα δάνεια που έχουμε λάβει από τους εταίρους μας αποτελούν το μεγαλύτερο πολιτικό αγκάθι καθώς είναι δύσκολο για 17 Κοινοβούλια να αποδεχθούν επίσημα το κούρεμα των χρεών μας σε αυτούς… Τι πρέπει να προτείνουμε: Έκδοση νέων ομολόγων του ελληνικού δημοσίου ίσης ονομαστικής αξίας με το χρέος μας στους εταίρους και με χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής κατ’ αρχάς το ίδιο με το συμφωνηθέν. Με δύο διαφορές: Πρώτον, οι ετήσιες συμφωνηθείσες αποπληρωμές να μειώνονται κατά τα 2/3 στις χρονιές που το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας δεν πετύχει ρυθμό μεγέθυνσης 6% και άνω και να αναστέλλονται εντελώς αν ο ρυθμός μεγέθυνσης του ονομαστικού μας ΑΕΠ είναι κάτω του 3%.
Το σημαντικό προτέρημα των πιο πάνω προτάσεων είναι ότι επιτρέπουν στην γερμανική κυβέρνηση να τις ενστερνιστεί χωρίς να τις χαρακτηρίσει κούρεμα, αλλά να της επικοινωνήσει στους πολίτες της ως εξορθολογισμό».

Είναι σίγουρα ελκυστικό να βλέπει κανείς ότι η ιστορία μπορεί να διδάσκει τεχνικές οικονομικών ελιγμών, παρόμοιες με εκείνες που εφαρμόστηκαν στις πρώτες φάσεις της παγκοσμιοποίησης των αγορών και της συστηματοποίησης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Το μόνο που απομένει, είναι να δούμε αν τελικά η συνθηκολόγηση θα έρθει αναίμακτα, ή αν κάποιος θα δώσει σύντομα ραντεβού με το δικό του «Βατερλό»…

* Ο Βασίλης Σαμούρκας είναι αρχισυντάκτης του FortuneGreece.com