Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα των εκλογών

Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα των εκλογών

Η θεωρία για το τρίτο κόμμα και το εκλογικό μας σύστημα και γιατί «ψήφος ίσον Εξουσιοδότηση εν λευκώ».

Πριν απαντήσει κάποιος ή κάποια στο ερώτημα αν αλλάζει κάτι με το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου θα πρέπει να αξιολογήσει κάποια βασικά δεδομένα. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να σταματήσουμε να πιστεύουμε την ανοησία περί «εντολής» που δίνει ο ελληνικός λαός και δημοκρατικής νομιμοποίησης της κάθε κυβέρνησης. Βάσει του πολιτεύματος μας, βάσει του συντάγματος και του εκλογικού νόμου δεν υπάρχουν αυτά.

Στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία δίνουμε με την ψήφο μας στην εκάστοτε κυβέρνηση και τον εκάστοτε πρωθυπουργό ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ εν λευκώ και καμία εντολή. Είναι νομικό, είναι πρακτικό το θέμα. Ο πρωθυπουργός μπορεί να κάνει ότι θέλει με την εξουσιοδότηση μας. Το βιώσαμε με τις εκ διαμέτρου αντίθετες αποφάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ σε σχέση με το προεκλογικό πρόγραμμα τους, αλλά και με την αντιμνημονιακή αντιπολιτευτική ΝΔ που έγινε μνημονιακή κυβερνητική ΝΔ.

Αυτό είναι το διακύβευμα όλων των εκλογών. Ποιός θα κυβερνήσει και με ποιόν. Ο πρωθυπουργός σχηματίζει την κυβέρνηση και βάζει τις βασικές αρχές της κυβερνητικής πολιτικής ξεκάθαρα με την ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής, δηλαδή των βουλευτών του και των συνεργαζόμενων κυβερνητικών κομμάτων.

Καμία εντολή, καμία δημοκρατική νομιμοποίηση. Αυτά είναι για τα ΜΜΕ. Ψήφος ίσον Εξουσιοδότηση εν λευκώ.

Αν αποδεχθούμε την προαναφερόμενη πραγματικότητα και αφήσουμε στο πλάι το συναίσθημα, θα πρέπει κάποιος να αναλύσει τα δεδομένα, όπως προκύπτουν από τον εκλογικό νόμο αναφορικά με τον σχηματισμό της κυβέρνησης. Σύμφωνα λοιπόν με τον υφιστάμενο νόμο, το πρώτο κόμμα με το bonus των 50 εδρών είναι κυρίαρχο και αποτελεί τον κορμό της κυβέρνησης. Το δεύτερο κόμμα πρακτικά δε μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση γιατί δε μπορεί να εξασφαλίσει τη συνεργασία – με την πειθώ ή τη θέληση του – όλων των υπόλοιπων κομμάτων. Ποιος θέλει να κάνει κυβέρνηση με την Χρυσή Αυγή;

Το επιχείρημα ότι το τρίτο κόμμα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση ή να επηρεάσει την πολιτική της νέας κυβέρνησης δε στέκει για δύο λόγους. Πρώτον, για να φθάσει η διερευνητική εντολή στο τρίτο κόμμα σημαίνει ότι το ίδιο κόμμα έχει ήδη αρνηθεί την πρόταση συμμετοχής του σε κυβέρνηση που του έχει κάνει το πρώτο κόμμα. Συνεπώς γιατί το πρώτο κόμμα να δεχθεί την πρόταση του τρίτου κόμματος όταν αυτό έχει ήδη απορρίψει τη δική του; Δεύτερον, αν σχηματιστεί κυβέρνηση με τη συμμετοχή του τρίτου ή/και του τέταρτου κόμματος, η βασική της πολιτική θα καθορίζεται από το μνημόνιο 3 και στα εκτός μνημονίου θέματα από την κυβερνητική πλειοψηφία του πρώτου κόμματος. Στην Ελληνική πολιτική ισχύει ο νόμος του ισχυρού κι όχι ο νόμος της ανάγκης. Για το νόμο της λογικής ούτε συζήτηση. Το τρίτο κόμμα, όπως αποδείχθηκε σε όλες τις πολυκομματικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, θα αναζητήσει ρόλο ύπαρξης μέσα από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση κι όχι ρόλο μπροστάρη, καθώς δε μπορεί να εφαρμόσει τις βασικές αρχές του προγράμματός του αν αυτές δε γίνουν αποδεκτές κάθε φορά στα υπουργικά συμβούλια στα οποία μειοψηφεί έναντι του πρώτου κόμματος. Όπως επίσης δε θα μπορεί να μην ψηφίζει υπέρ κυβερνητικών προτάσεων στις οποίες έχει αντιρρήσεις, καθώς θα δημιουργεί ζήτημα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.

Τέλος, δεν υπάρχει πρακτικά η δυνατότητα να συμφωνηθούν κυβερνητικές αποφάσεις πριν το σχηματισμό της κυβέρνησης καθώς η πολυπλοκότητα των υφιστάμενων προβλημάτων και η θολούρα των θέσεων όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων δεν συνάδει με την υπογραφή μιας βιώσιμης κυβερνητικής ατζέντας που θα πάρει τη μορφή συμφωνητικού σχηματισμού κυβέρνησης και ευαγγέλιο διακυβέρνησης της χώρας. Η κατάσταση είναι ρευστή και ο χρόνος λίγος.

Συνεπώς, το πρώτο κόμμα είναι τα πάντα, ο δεύτερος τίποτα και τα υπόλοιπα κόμματα είναι είτε κυβερνητική γαρνιτούρα, είτε ανεδαφική αντιπολίτευση.

Προφανώς, το συμπέρασμα δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις σχηματισμού κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού ή κυβέρνησης με ψήφο ανοχής a la carte. Στην Ελλάδα όμως είμαστε…

Το ερώτημα λοιπόν σ’ αυτές τις εκλογές δεν είναι η ανάπτυξη γιατί κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν έχει βιώσιμες και εφαρμόσιμες λύσεις. Γιατί ο Ελληνικός λαός δεν είναι ώριμος να τις αποδεχθεί.

Το ερώτημα είναι η σταθερότητα και το σταμάτημα της ελεύθερης πτώσης. Γιατί πάντα υπάρχει και «πιο κάτω».

Ας απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό με τη λογική των προαναφερομένων δεδομένων. Με τη λογική, όχι το συναίσθημα ή το «Θα ήθελα…». Αλλά με το «Θέλω να…» άρα, τι θέλω πραγματικά.