Έρευνα ICAP: 3 στις 4 επιχειρήσεις διέκοψαν τη λειτουργία τους στο lockdown ή ανήκουν σε πληττόμενους κλάδους

Έρευνα ICAP: 3 στις 4 επιχειρήσεις διέκοψαν τη λειτουργία τους στο lockdown ή ανήκουν σε πληττόμενους κλάδους
Κλειστό κατάστημα εστίασης στην ΑΘήνα , μετά από την εφαρμογή του μέτρου του κλεισίματος της εστίασης για τον περιορισμό της διάδοσης του κορονοϊού , Αθήνα, Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στις επιχειρήσεις και στους επιμέρους κλάδους της ελληνικής οικονομίας εξετάζει έρευνα που πραγματοποίησε η ICAP σε δείγμα 1.513 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και σε όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η συντριπτική πλειονότητα των εταιρειών του δείγματος, και συγκεκριμένα οι 3 στις 4 επιχειρήσεις, διέκοψαν τη λειτουργία τους κατά την περίοδο του lockdown ή ανήκουν σε πληττόμενους κλάδους με βάση τον ΚΑΔ, με την πλειοψηφία αυτών να ανήκουν στους κλάδους του τουρισμού, στις κατασκευές, στο χονδρικό εμπόριο, στο λιανικό εμπόριο, στις υπηρεσίες και στα τρόφιμα & ποτά.

Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων (67%) εκτιμά ότι ο κύκλος εργασιών της θα είναι μειωμένος το 2020 σε σχέση με το 2019, ενώ η 1 στις 4 επιχειρήσεις (25%) θα εμφανίσει αύξηση του κύκλου εργασιών της το 2020. Η μείωση που προβλέπεται να εμφανιστεί στον κύκλο εργασιών όλων των επιχειρήσεων από όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να είναι της τάξεως του 21% κατά μέσο όρο, με αντίστοιχες μειώσεις τόσο στα EBITDA (-21%), όσο και στην ρευστότητα (-22%).

Ο κλάδος του τουρισμού προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει την μεγαλύτερη μείωση πωλήσεων, η οποία θα είναι της τάξεως του 66% και ακολουθεί ο κλάδος της εστίασης με μείωση 38%. Από τους 22 κλάδους, οι 17 παρουσιάζουν διψήφιο ποσοστό μείωσης. Τη μικρότερη μείωση αναμένεται να παρουσιάσει ο κλάδος της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών (-1%) και ο κλάδος της ενέργειας και ανακύκλωσης (-4%).

Μείωση κατά 24% προβλέπουν το 2020 οι πολύ μικρού μεγέθους επιχειρήσεις που εμφανίζουν κύκλο εργασιών κάτω των 2 εκατ. ευρώ ενώ η σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα κυμαίνεται η μείωση για τις εταιρείες με κύκλο από 2 – 10 εκατ. ευρώ η οποία ανέρχεται σε -14%, καθώς και για τις εταιρείες με κύκλο εργασιών που ξεπερνά τα 10 εκατ. ευρώ και οι οποίες προβλέπουν ότι η μείωση του κύκλου εργασιών τους θα κυμανθεί στο -10%. Παρατηρείται ότι όσο μεγαλώνει το μέγεθος των επιχειρήσεων, μειώνεται το ποσοστό μείωσης που προβλέπουν.

Όσον αφορά το 2021, οι 5 στις 10 επιχειρήσεις (51%) εκτιμούν ότι ο κύκλος εργασιών τους θα είναι επίσης μικρότερος συγκριτικά με τον αντίστοιχο του 2019. Οι εταιρείες προβλέπουν ότι ο κύκλος εργασιών τους θα παρουσιάσει μείωση της τάξεως του 13% το 2021 σε σχέση με το 2019 και σε λίγο υψηλότερα επίπεδα θα κυμανθεί η μείωση τόσο στα EBITDA τους (-14%), όσο και στην ρευστότητά τους (-15%). Η εικόνα που εμφανίζεται είναι σαφώς βελτιωμένη για το 2021 σε σχέση με το 2020, και οι προβλέψεις των επιχειρήσεων δείχνουν μια αύξηση του κύκλου εργασιών τους της τάξεως του 10%. Όλοι οι κλάδοι θα παρουσιάσουν βελτίωση το 2021 σε σχέση με το 2020.

Οι δύο από τις σημαντικότερες ενέργειες των εταιρειών με σκοπό την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας είναι η εξασφάλιση ρευστότητας για τις 7 στις 10 επιχειρήσεις και η συγκράτηση των δαπανών τους σε ποσοστό 56%. Βεβαίως, παρά την ομολογουμένως δύσκολη οικονομική συγκυρία οι εταιρείες εξακολουθούν να αναπτύσσουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς η υφιστάμενη κατάσταση απαιτεί την γρήγορη προσαρμογή στις νέες συνθήκες της αγοράς και δημιουργεί ακόμη και ευκαιρίες για ορισμένους κλάδους. Την συγκεκριμένη ενέργεια την επέλεξε το 42% του δείγματος.

Η εξασφάλιση ρευστότητας και η συγκράτηση των δαπανών επιλέχθηκαν από όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, με τα μεγαλύτερα ποσοστά, να παρατηρούνται στο χονδρικό εμπόριο, στον τουρισμό, στις κατασκευές και στα τρόφιμα-ποτά. Εξαίρεση, αποτελεί ο κλάδος της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, στον οποίο τις πρώτες θέσεις κατέχει η ψηφιακή επιτάχυνση σε ποσοστό 71% και η ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών, ενέργεια που επιλέχθηκε από τις 6 στις 10 επιχειρήσεις, λόγω της εξειδίκευσης και της σχετικότητας των εταιρειών αυτών με το αντικείμενο εργασιών τους.

Σχετικά με την τηλεργασία, οι επιχειρήσεις εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικές, καθώς το 54,6% την θεωρεί λιγότερο αποτελεσματική σε σχέση με την εργασία στο γραφείο, ενώ το 43% δηλώνει ότι δεν θα την διατηρήσει μετά το πέρασμα της πανδημίας. Τα μεγαλύτερα ποσοστά για τη διατήρησή της εντοπίζονται στους κλάδους της πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, αφού 1 στις 2 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι θα την συνεχίσουν, καθώς και στον κλάδο των υπηρεσιών.

Το 37,3% των επιχειρήσεων δεν προέβη σε αλλαγές και διαφοροποιήσεις της πιστωτικής του πολιτικής μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων εταιρειών έχει μειώσει το όριο πιστώσεων καθώς και το χρόνο πίστωσης. Τα 2/3 των εταιρειών παρέχουν πιστώσεις μέχρι και 60 ημέρες, ενώ το 56% εισπράττει τις απαιτήσεις του μέσα στο διάστημα των 2 μηνών. Μία στις 4 επιχειρήσεις εισπράττει μετά από το πέρας των 3 μηνών. Σημαντική αύξηση το 2020 παρουσίασαν οι επισφάλειες, αφού στο 33% των επιχειρήσεων ξεπερνούν το 5% των συνολικών τους πωλήσεων, από 26% που ήταν το 2019, με τα σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίζουν οι κλάδοι του τουρισμού και των υπηρεσιών.

Η βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών, οι επενδύσεις στην τεχνολογία για εφαρμογές διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου, αλλά και ο εμπλουτισμός και η ενημέρωση της βάσης δεδομένων των πελατών τους αποτελούν τις τρεις κύριες προτεραιότητες των Οικονομικών Διευθυντών και των Credit Controllers την επόμενη τριετία. Ωστόσο, τα 2/3 αυτών ανησυχούν για τη μείωση του κύκλου εργασιών τους (65%), προβληματίζονται ιδιαίτερα για το ασταθές οικονομικό περιβάλλον (53%) και για την έλλειψη ρευστότητάς τους (48%).

Σε ερώτηση σχετικά με ποιες ενέργειες σκοπεύουν να υιοθετήσουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο της επιδείνωσης της ρευστότητάς τους, οι μισές σχεδόν εταιρείες (48,3%) απάντησαν ότι θα μειώσουν τον χρόνο είσπραξης των απαιτήσεών τους και κατά σειρά θα αυξήσουν τον τραπεζικό τους δανεισμό, θα αναστείλουν το επενδυτικό τους πλάνο και θα προβούν σε συμφωνίες με τους προμηθευτές τους, ώστε να πετύχουν την αύξηση της πίστωσης.

Οι 2 στις 3 εταιρείες (65,1%) έχουν αξιοποιήσει τα μέτρα του κράτους για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, καθώς και τη στήριξη των εργαζομένων τους με ιδιαίτερα σημαντικά ποσοστά να καταγράφονται στους κλάδους του τουρισμού, των τροφίμων-ποτών και των κατασκευών, με το ποσοστό να ξεπερνάει το 70%. Ο δανεισμός με την εγγύηση ή την ενίσχυση του ελληνικού δημοσίου και η αναστολή των συμβάσεων των εργαζομένων τους είναι τα δύο μέτρα του κράτους που αξιοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο από τις μισές περίπου επιχειρήσεις. Επιπλέον, η αναστολή πληρωμής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών επιλέχθηκε από το 45,5% των επιχειρήσεων. Προκειμένου να περιορίσουν το λειτουργικό τους κόστος και να τονώσουν την κερδοφορία τους, το 31% αυτών συμμετέχει στο πρόγραμμα πληρωμής μειωμένου ενοικίου και επίσης, αντίστοιχο ποσοστό (30,4%) διαπραγματεύτηκε τη μείωση του ενοικίου των ακινήτων του. Μία στις 4 επιχειρήσεις έχει ή σκοπεύει να διακόψει τις συμβάσεις με τους εργαζομένους της προκειμένου να περιορίσει το λειτουργικό της κόστος, 1 στις 4 διατηρεί ή θα διατηρήσει την αναστολή συμβάσεων εργασίας και αντίστοιχο περίπου ποσοστό θα συμμετέχει στο πρόγραμμα ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ.

Σχετικά με το επενδυτικό πλάνο των εταιρειών, πάνω από τις μισές εταιρείες, και συγκεκριμένα το 55,6%, το έχουν αναστείλει ή σκοπεύουν να το αναστείλουν μέχρι τα τέλη του έτους, με το μεγαλύτερο ποσοστό αναστολής να εμφανίζει ο κλάδος του τουρισμού (55%) και ακολουθεί ο κλάδος του λιανικού εμπορίου (37%), δύο κλάδοι που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού. Αντίθετα, το μικρότερο ποσοστό το παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών (12%).

Σχετικά με το πότε εκτιμούν ότι ο κύκλος εργασιών τους θα επανέλθει στα επίπεδα προ κορωνοϊού, οι μισές εταιρείες, (50,3%) εμφανίζονται αρκετά απαισιόδοξες, καθώς αυτό αναμένουν να συμβεί μετά από 2 ή 3 χρόνια, το 2022 ή το 2023 αντίστοιχα, με την πλειοψηφία αυτών (65,6%), οι 2 στις 3 δηλαδή, να εκτιμούν ότι οι πωλήσεις τους θα επανέλθουν το 2022.

Σχετικά με το χρόνο που πιστεύουν ότι θα χρειαστεί για επιστροφή της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα στην προ COVID-19 εποχή και πάλι οι επιχειρήσεις εμφανίζονται αρκετά διστακτικές, αφού μία στις τρεις (34%) εκτιμούν ότι θα χρειαστούν 2 χρόνια για να επανέλθει η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα στα επίπεδα του 2019, με τον τουρισμό να παρουσιάζεται ως ο πιο απαισιόδοξος κλάδος, καθώς 6 στις 10 επιχειρήσεις εκτιμούν ότι θα χρειαστεί από 18 μήνες και πάνω για να επιστρέψει η χώρα στα επίπεδα προ πανδημίας. Την ίδια σχεδόν απαισιοδοξία για τη χώρα εκδηλώνουν όμως και οι επιχειρήσεις του κλάδου της πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις τους για τον κύκλο εργασιών της εταιρείας τους, που είναι περισσότερο αισιόδοξες.

Τέλος, ιδιαίτερα αρνητική είναι η ψυχολογία στις επιχειρήσεις της χώρας, καθώς η πλειοψηφία αυτών και συγκεκριμένα τα 2/3 αυτών (67%) θεωρούν ότι οι συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού στην ελληνική οικονομία θα είναι ίδιες και μεγαλύτερες των συνεπειών της κρίσης της περιόδου 2009-2013, με τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών (οι 8 στις 10 επιχειρήσεις) να θεωρούν ότι οι συνέπειες θα είναι μεγαλύτερες. Μόνον 1 στις 4 εταιρείες θεωρούν ότι θα είναι μικρότερες.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ