Γιατί το πετρέλαιο κινδυνεύει να γίνει από «μαύρος χρυσός»…άνθρακας

Γιατί το πετρέλαιο κινδυνεύει να γίνει από «μαύρος χρυσός»…άνθρακας

Τι οδηγεί σε ελεύθερη πτώση την τιμή του πετρελαίου και ποια είναι τα παιχνίδια γεωπολιτικής.

Από «μαύρος χρυσός», το πετρέλαιο κινδυνεύει προς στιγμήν (;) να γίνει «άνθρακας» λόγω της κατρακύλας της τιμής του, που άρχισε τον περασμένου Ιούνιο και μόλις χθες διαμορφώθηκε για το Μπρεντ κοντά σε χαμηλό εξαετίας, λίγο πιο πάνω από τα 46 δολάρια το βαρέλι!

Ως βασική αίτια προβάλλεται η διατήρηση της παραγωγής σε υψηλά επίπεδα -μετά και την είσοδο των ΗΠΑ στο «παιχνίδι»- εν μέσω μειωμένης ζήτησης, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης των οικονομιών σε Κίνα και Ευρώπη.

Παρ’ όλα αυτά, οι επιπλοκές της πτώσης έχουν αρχίσει να επεκτείνονται εκτός του οικονομικού πεδίου, περνώντας καθαρά πια στο γεωπολιτικό πεδίο, καθώς -με την καθίζηση της τιμής του- το πετρέλαιο συμπαρασύρει πια σε δίνη τους προϋπολογισμούς κατ’ εξοχήν πετρελαιοπαραγωγών κρατών.

Σε πιο δεινή θέση βρίσκονται σήμερα η Ρωσία και το Ιράν -που είχαν κάνει ματαίως τους δημοσιονομικούς υπολογισμούς τους για φέτος στα 100 δολάρια το βαρέλι- καθώς και η Βενεζουέλα που τώρα, μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας σε Caa3 από τη Moody’s, «φλερτάρει» με την κοινωνική αναταραχή, την πολιτική αστάθεια και τη χρεωκοπία.

Στη υποδαύλιση αυτής της κατάστασης έχει βάλει σαφώς το «χεράκι» της η Νο1 πετρελαιοπαραγωγός χώρα του ΟΠΕΚ -και ισχυρή σύμμαχος των ΗΠΑ- Σαουδική Αραβία. Επισήμως στη λογική να διατηρήσει αμετάβλητο το μερίδιό της στην διεθνή ενεργειακή «πίτα», το Ριάντ έχει διακηρύξει ότι δεν προτίθεται να μειώσει τα επίπεδα παραγωγής, ακόμη κι εάν η τιμή του πετρελαίου «συντριβεί» στα 20 δολάρια το βαρέλι.

«Παιχνίδια» γεωπολιτικής;
Πίσω από αυτήν την αμετακίνηση θέση αρκετοί αναλυτές διαβλέπουν ένα «κουβάρι» συμφερόντων και επιδιώξεων, που ξεπερνούν κατά πολύ τα πλαίσια της μαρκοοικονομίας. Σε άρθρο του στο CNN Money για παράδειγμα, υπό τον τίτλο «Η αληθινή ιστορία πίσω από τα παιχνίδια της Σαουδικής Αραβίας με το πετρέλαιο», ο Φάχαντ Νάζερ (ειδικός σε θέματα τρομοκρατίας και πρώην πολιτικός αναλυτής στην πρεσβεία της Σαούδικής Αραβίας στην Ουάσιγκτον) αναφέρεται στη θεωρεία που θέλει το Ριάντ να χρησιμοποιεί και πάλι ως «όπλο» το πετρέλαιο, αυτή τη φορά για να αποδυναμώσει τον περιφερειακό του αντίπαλο, το σιιτικό Ιράν, τώρα που η Τεχεράνη βρίσκεται σε τροχιά μίας ιστορικής προσέγγισης με τη Δύση.

«Εδώ όμως υπάρχει μία παγίδα», επισημαίνει. «Η ευημερία της σαουδαραβικής οικονομίας -και κατά ορισμένους η μακροημέρευση της ίδιας της μοναρχίας- συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο. Παρά τις αναρίθμητες πρωτοβουλίες και τα δισεκατομμύρια δολάρια που ξοδεύτηκαν για να αλλάξει κατεύθυνση η εθνική οικονομία, οι πωλήσεις πετρελαίου συνεχίζουν να αντιστοιχούν στο 90% των κερδών από τις εξαγωγές, στο 80% των κρατικών εσόδων και περίπου το 40% του ΑΕΠ».

Ήδη «στον προϋπολογισμό του 2015 το υπουργείο Οικονομίας της Σαουδικής Αραβίας προβλέπει έλλειμμα 39 δισ. δολάρια, το υψηλότερο στην ιστορία της χώρας, ο κρατικός μηχανισμός της οποίας αποτελεί τον μεγαλύτερο εγχώριο εργοδότη», παρατηρεί.

«Η Σαουδική Αραβία δεν θα διακινδύνευε να διαταράξει τις ρευστές εσωτερικές ισορροπίες της για να υπονομεύσει το Ιράν», καταλήγει. Μία τέτοια θεώρηση ωστόσο προϋποθέτει ότι το Ριάντ θα έμενε χωρίς την αγαστή βοήθεια των ισχυρών συμμάχων του. Προοπτική που αποκλείει κατηγορηματικά σε ανάλυσή του στους New York Times ο Τόμας Φρίντμαν.

Σε αυτήν διαβλέπει μία «σκοτεινή» συνέργεια μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας -είτε βάσει σχεδίου, είτε λόγω συγκυρίας- που μ’ έναν σπάρο επιχειρούν να πετύχουν πολλά «τρυγόνια». Κατ’ αρχήν το σύρσιμο της Ρωσίας και του Ιράν στα όρια της κατάρρευσης, οικονομικής, αλλά και πολιτικής. Κατά δεύτερον στην εξ αντανακλάσεως εξαϋλωση των οικονομιών έτερων «αντιπάλων», όπως είναι η πετρελαιοπαραγωγός Βενεζουέλα υπό τον Νίκολας Μαδούρο.

Μία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά διαμετρικά αντίθετη προσέγγιση επιχειρεί στο oilprice.com ο Άντριου Τοπφ.

«Είναι προς το συμφέρον της Σαουδικής Αραβίας και του ΟΠΕΚ να βγάλουν από το “παιχνίδι” τους υψηλού κόστους ανταγωνιστές, όπως είναι λόγω σχιστόλιθου οι ΗΠΑ, οι οποίες σαφώς πλήττονται από τις χαμηλές τιμές», επισημαίνει.

«Ακόμη και πριν από την πτώση της τιμής, οι Σαουδάραβες πωλούσαν με έκπτωση πετρέλαιο στην Κίνα. Η άρνηση του ΟΠΕΚ στις 27 Νοεμβρίου να μειώσει την παραγωγή φαντάζει ως η πιο τρανή απόδειξη στο ότι η τιμή του πετρελαίου συνιστά στην πραγματικότητα έναν οικονομικό πόλεμο μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και ΗΠΑ»!

«Είναι η οικονομία, ηλίθιε»
Υπάρχουν ωστόσο και οι τεκμηριωμένες απόψεις πολλών ειδικών αναλυτών που συγκλίνουν στο ότι όσα συμβαίνουν είναι μία λογική διόρθωση στην τιμή του πετρελαίου, καθώς είναι πια εμφανές ότι η παγκόσμια οικονομία δεν μπορούσε να αντέξει την μέχρι πρότινως διόγκωσή της στην αγορά πρώτων υλών.

Κοντολογίς, επισημαίνεται σε άρθρο στο οικονομικό blog «Zero Hedge», «οι ριζικές μεταβολές στις τιμές των εμπορευμάτων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών δείχνουν την πορεία μίας μακρο-οικονομικής φούσκας που δημιούργησαν οι Κεντρικές Τράπεζες, και όχι απλά τη σχέση μεταξύ αγοράς και ζήτησης που αφορούν στο πετρέλαιο, στον χαλκό, στον σίδηρο κλπ.»

Τώρα το φάσμα του αποπληθωρισμού -για το οποίο κανείς δεν ήθελε να μιλά στην αρχή της κρίσης- έχει αρχίσει να αφήνει πια το στίγμα του στην αγορά εμπορευμάτων (και των σιδηρομεταλλευμάτων), η οποία με τη σειρά της συμπαρασύρει στην πτώση, όπως μία χιονοστιβάδα, και τις υπόλοιπες αγορές.
Για πολλούς αναλυτές, λοιπόν, το καίριο ερώτημα είναι τώρα εάν θα έχουμε μία αποπληθωριστική ή υπερπληθωριστική κατάρρευση. Την εξέλιξη, τονίζουν, θα την καθορίσουν οι επόμενες κινήσεις των Κεντρικών Τραπεζών.

«Προφανώς αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε φάση περιδίνησης”, επισημαίνεται στο “Zero Hedge”. “Όμως σε αντίθεση με την ανάκαμψη μετά την οικονομική κρίση του 2008, κάτι τέτοιο θα αργήσει αυτή τη φορά να συμβεί, για δύο κυρίως λόγους».

«Αφενός, λόγω του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη βρίσκεται στο “απόγειο” του δημοσιονομικού χρέους. Αφετέρου, εξαιτίας των μνημειωδών διαστάσεων που έχουν λάβει οι κακές επενδύσεις που έγιναν, κυρίως μετά την κρίση του 2008»…