Moody’s, Fitch, DBRS: Tι εκτιμούν για την Ελλάδα – Οι κίνδυνοι και οι προοπτικές του 2021

Moody’s, Fitch, DBRS: Tι εκτιμούν για την Ελλάδα – Οι κίνδυνοι και οι προοπτικές του 2021
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η Ελλάδα βρίσκεται για άλλη μία φορά στο επίκεντρο λόγω των μεγάλων διαρθρωτικών αδυναμιών της, του υψηλού ελλείμματος που αναμένεται πως θα έχει, αλλά και του δυσθεώρητου χρέους.

Μεγάλες προκλήσεις επιφυλάσσει το 2021 για την ελληνική οικονομία, με την πανδημική κρίση να μαίνεται και με τη σταθερότητα της ευρωζώνης να απειλείται ευθέως τόσο από τον κορωνοϊό όσο και από τις πολιτικές εξελίξεις (π.χ. Ιταλία).

Η Ελλάδα βρίσκεται για άλλη μία φορά στο επίκεντρο λόγω των μεγάλων διαρθρωτικών αδυναμιών της, του υψηλού ελλείμματος που αναμένεται πως θα έχει, αλλά και του δυσθεώρητου χρέους. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μέσα στο 2020 έλαβαν σημαντικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης, με το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 750 δισεκ. ευρώ, να αποτελεί ορόσημο για την ευρωζώνη. Αν μη τι άλλο, η Ευρώπη επεξεργάζεται την εμπειρία της κρίσης και αναζητεί συνεχώς νέες κατευθύνσεις διακυβέρνησης, οι οποίες θα ορίσουν ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της ΟΝΕ και των οικονομιών των κρατών- μελών, ένα νέο θεσμικό οικοδόμημα.

Σε αυτό το περιβάλλον, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης Μoody’s, Fitch Ratings, DBRS Morningstar αξιολογούν την ελληνική οικονομία και επισημαίνουν τις αδυναμίες της. Ως βασικό πρόβλημα επισημαίνεται η εξάρτηση της χώρας από τον Τουρισμό, ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα, αλλά και οι διαρθρωτικές αδυναμίες.

Όσον αφορά το 2021, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν με την DBRS να κάνει λόγο για ανάπτυξη 4%, τη Fitch +3% και τη Moody’s 3,5%. Ταύτιση απόψεων διαπιστώνεται και για την εκτιμώμενη ύφεση το 2020, που υπολογίζεται γύρω στο -10%.

Τι αναφέρει η Fitch Ratings

Σε σχόλιό του, ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch Ratings επισημαίνει ότι η Ελλάδα θα σημειώσει έλλειμμα 7,2% το 2021 και 2,6% το 2022, αλλά και χρέος στο ύψος του 191,5% έως το τέλος του 2022. Παράλληλα, κάνει λόγο για ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΝPLs).

Υπενθυμίζεται πως η Fitch επιβεβαίωσε όπως αναμενόταν στις 22 Ιανουάριου 2021, την αξιολόγηση της Ελλάδας σε «ΒΒ», διατηρώντας σταθερό το outlook.

Σύμφωνα με τη Fitch Ratings, το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 10,2% το 2020. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης, τα επόμενα δύο χρόνια αναμένεται ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, χάρη στη δημοσιονομική και νομισματική χαλάρωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και ιδιαίτερα χάρη στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης 750 δισεκ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι επιχορηγήσεις της ΕΕ ανέρχονται σε 16,2 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 9% του ΑΕΠ του 2019).

Τι αναφέρει η Moody’s

Σύμφωνα με τον έτερο αμερικανικό οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, η Ελλάδα ανήκει στις ευρωπαϊκές χώρες που θα υποφέρουν περισσότερες από τις άλλες από την πανδημία. Όπως σημειώνει, το πλήγμα για την ελληνική οικονομία θα είναι καίριο εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησης από τις μικρές επιχειρήσεις και τον τουρισμό.

Σε ό,τι αφορά την αναβάθμιση της χώρας μας σε Ba3 από Β1, σχολιάζει ότι είναι αποτέλεσμα τρων μέτρων που είχαν ληφθεί πριν από την πανδημία και όχι για τη διαχείριση αυτής.

Πάντως, σύμφωνα με τη Moodys, η Ελλάδα θα είναι εκ των βασικών ωφελημένων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τη συμβολή του να φτάνει στο 17% επί του ΑΕΠ.

Όπως, δε, υποστηρίζει ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης, η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά τις θέσεις εργασίας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη.
Στο αντίποδα, αν υπάρξει παράταση των υποστηρικτικών μέτρων, υπάρχει ο κίνδυνος να καθυστερήσει η όποια τομεακή ανακατανομή και να αυξηθεί ο αριθμός των εταιρειών «ζόμπι».

Τι αναφέρει η DBRS

Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 4% αναμένει για το 2021 o καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS Morningstar στο βασικό της σενάριο. Σε περίπτωση που η πανδημία επιμείνει, προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ στη χώρα μας μόλις 1,5% το 2021. Σε ό,τι αφορά στο ποσοστό ανεργίας, προβλέπεται να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και στα δύο σενάρια, 18% και 19%.

Στις οικονομίες της Νότιας Ευρώπης, οι δημόσιες επενδύσεις σχεδόν μειώθηκαν κατά το ήμισυ και παρέμειναν συγκρατημένες λόγω των συνεχιζόμενων δημοσιονομικών περιορισμών καθώς και της γραφειοκρατίας. Για παράδειγμα, η Ελλάδα κατέγραψε έναν μέσο λόγο δημόσιας επένδυσης προς το ΑΕΠ κοντά στο 5% και 4% αντίστοιχα, από το 2000 έως το 2008.

Κατά τα επόμενα δέκα χρόνια, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν στο 3,6% και 2,6% του ΑΕΠ.

Συνολικά, τα κράτη-μέλη της Νότιας Ευρώπης αναμένεται να λάβουν το μεγαλύτερο μερίδιο των επιδοτήσεων της ΕΕ που ανέρχονται σε περίπου 155 δισεκ. ευρώ. Η Ελλάδα θα επωφεληθεί περισσότερο λαμβάνοντας επιχορηγήσεις που ανέρχονται στο 9% και 6% του ΑΕΠ» καταλήγει η DBRS.